Είναι η αγάπη αρκετή; Επτά χρόνια μαζί και τώρα έγκυος στο παιδί τους, η Αλμα θα έκανε τα πάντα για να ησυχάσει τις τρικυμίες στο μυαλό του Γιόχαν. Γιατί όταν ο ζωγράφος σύζυγός της είναι καλά, όταν συνδέονται, είναι υπέροχος. Οταν χάνεται όμως στους εφιάλτες του, όταν η τέχνη του δεν καταφέρνει να τον λυτρώσει από τα φαντάσματα του παρελθόντος, όταν η σταθερή, καθαρή αγάπη της τού είναι αδιάφορη, όλα σκοτεινιάζουν επικίνδυνα. Εκείνος εξαφανίζεται σ' ένα παραισθησιογόνο ντελίριο φόβων, ενοχών και καταπιεσμένων ορμών, κι εκείνη βυθίζεται στις ανασφάλειές της. Οι δαίμονές του ζωντανεύουν και στον δικό της κόσμο.
Δέχεται να τον ακολουθήσει στην καλύβα τους στο απομονωμένο σκανδιναβικό νησί, εκεί όπου εκείνος βρίσκει ησυχία, συγκεντρώνεται και δουλεύει. Η απομόνωση όμως λειτουργεί ανάποδα - η αγριάδα του φυσικού τοπίου σε συνδυασμό με το δημιουργικό του τέλμα τον οδηγούν στο προσωπικό του «vargtimmen», στο λυκαυγές, πιο βαθύ σκοτάδι της ψυχής του. Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, η «ώρα του λύκου» είναι η ώρα λίγο πριν το ξημέρωμα, όπου τότε ζωντανεύουν οι πιο τρομακτικοί εφιάλτες, τότε σημειώνονται οι περισσότεροι θάνατοι, τότε γεννιούνται και τα περισσότερα μωρά.
Να είναι η συνειδητοποίηση ότι θα γίνει κι ο ίδιος πατέρας που στέλνει τον Γιόχαν στην απόλυτη κάθοδο στην κόλαση; Πώς μπορεί να σταθεί σε αυτό το ρόλο, όταν ο ίδιος υπήρξε ένα κακοποιημένο παιδί; Οταν το τραύμα της παιδικής του ηλικίας δεν επουλώθηκε ποτέ κι ο εαυτός του, ως μικρό αγόρι, τον καταδιώκει ακόμα; Ελλοχεύει πίσω από την πλάτη του και απειλεί να τον ρίξει από τα βράχια;
Πολλές αντανακλάσεις του υποσυνείδητού του βγαίνουν στην επιφάνεια. Πλάσματα που τον βασανίζουν και δεν τον αφήνουν σε ησυχία - μία γριά που μαζί με το καπέλο της βγάζει και το πρόσωπό της. Ο Ανθρωπος Πτηνό. Κανίβαλοι. Τους ζωγραφίζει με μανία στους μαύρους καμβάδες του στις βραχώδεις πλαγιές του νησιού, και τους φέρνει πίσω στην καλύβα και στην τρομαγμένη Αλμα που υπομένει τις στοιχειωμένες αφηγήσεις του.
Οσο η ψυχωτική συμπεριφορά του Γιόχαν θολώνει ακόμα περισσότερο τις γραμμές ανάμεσα στην αλήθεια και τον εφιάλτη, αναρωτιόμαστε: αυτά τα τέρατα είναι ξεκάθαρα ψήγματα μίας νοσηρής φαντασίας, όμως μήπως κι όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του νησιού δεν υπάρχουν παρά μόνο στα σκοτάδια του μυαλού του; Ο Βαρώνος που τον ζηλεύει και η αγωνία του τον οδηγεί να έρπεται στους τοίχους. Η Βαρώνη με την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα που τον περιπαίζει και τον προκαλεί; Οι υπόλοιποι καλεσμένοι του Πύργου τους, ένας χορός από καταραμένους παρακμιακούς αριστοκράτες, από «θαυμαστές» που τον κατασκοπεύουν και τον κρίνουν, είναι αληθινοί; Και, κυρίως, είναι πράγματι μπροστά του το φάντασμα της Βερόνικα, του προδομένου, μεγάλου του έρωτα, που η σαρκική, παράνομη ηδονή που του πρόσφερε ήταν το μόνο, το απόλυτο ναρκωτικό που μούδιαζε τον πόνο;
Ο Μπέργκμαν δεν θα δώσει απαντήσεις σε αυτό το εφιαλτικό, απειλητικό, μυστηριώδες, σπαρακτικό γκοθ παραμύθι που κατασκεύασε. Επίτηδες θα μας κρατήσει κι εμάς στο μύχιο σκοτάδι της ώρας του λύκου, εκεί όπου το όνειρο μέσα στο όνειρο θολώνει την κρίση και σε βυθίζει σε σπειροειδή κατάδυση στην παράνοια και τη διαταραχή.
Μπορεί η «Περσόνα» να έχει μείνει στην μπεργκμανική παρακαταθήκη ως η απόλυτη μελέτη της αντίστιξης (και εν τέλη, ταύτισης) δύο προσωπικοτήτων. Μπορεί οι «Αγριες Φραόυλες» να είναι η επιτομή της σουρεαλιστικής του έκφρασης. Μπορεί οι «Σκηνές Από Εναν Γάμο», η διατριβή του στις σχέσεις. Ομως «Η Ωρα του Λύκου», το παραγνωρισμένο του αριστούργημα και η αρχή της «τριλογίας του Φάρου», στέκεται ακλόνητα ως ξεχωριστή σπουδή στην αγωνία του καλλιτέχνη απέναντι στην αληθινή ζωή. Αν η αγάπη μίας τίμιας γυναίκας δεν είναι αρκετή ώστε να προσφέρει ασφάλεια, αν η τέχνη δεν είναι πάντα σπουδαία ώστε να δώσει προορισμό και κάθαρση, αν οι εκκωφαντικές φωνές από τις κατακόμβες του μυαλού δεν σιγούν, τι υπάρχει να τον σώσει;
Μαζί με τον πιστό DP του Σβεν Νίκβιστ, ο Μπέργκμαν κατασκευάζει τον απόλυτο εφιάλτη. Με ξεκάθαρες επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό στήνει μια σκηνογραφία όπου όλα στέκονται σε στραβούς, κεκλιμένους άξονες. Σχεδιάζει κάδρα όπου οι ήρωες ασφυκτιούν, τους εγκλωβίζει κάτω από βαριές σκιές, ή ακόμα πιο δαιμονισμένο σκληρό φως. Εφαρμόζει νέες τεχνικές (η αλά Dracula αναρρίχηση του Βαρώνου), παίζει με την κινηματογράφηση και τους ήχους (η σκηνή του δείπνου είναι ένα masterclass για το πώς αποτυπώνεις την ψυχική διαταραχή), καταλήγει με πλάνα απόλυτης ομορφιάς (το αγόρι πάνω στο βράχο είναι σκηνή ανθολογίας, όπως και η λοξή λήψη του σατανικού γέλιου της Βερόνικας στο ανάποδο κοντινό της) στέκεται στις λεπτομέρειες και κεντάει ιδέες (η μελετημένη σκιά που πέφτει στο πρόσωπο του animateur του Πύργου, δημιουργεί το χαμόγελο ενός σκοτεινού κλόουν).
Το αποτέλεσμα είναι ισόποσα τρομακτικό, όσο και μελαγχολικό. Ενας Μπέργκμαν βασανισμένος από τις προσωπικές ενοχές του (εκείνη την εποχή άφηνε τη γυναίκα του για τη Λιβ Ούλμαν) που αναζητά απαντήσεις στις υπαρξιακές του αγωνίες σ' έναν κόσμο που δεν υπάρχει Θεός, ούτε ηθική, ούτε καλοσύνη. Που η τέχνη προσφέρει φευγαλέα μόνο κάθαρση. Που η αγάπη δεν είναι αρκετή.
Διαβάστε ακόμη: 4+1 ταινίες του Ινγκμαρ Μπέργκμαν στα θερινά