 
          
          Ανοιξε την αυλαία του χθες βράδυ, παραδοσιακά, στο φωταγωγημένο Ολύμπιον της Πλατείας Αριστοτέλους το 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Η τελετή έναρξης είχε μία θεωρητικά ευρηματική κεντρική ιδέα, καθώς η επίσημη πρεμιέρα του φεστιβάλ έγινε με την ταινία του Τζιμ Τζάρμους «Father Mother Sister Brother» (που πρόσφατα κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στη Βενετία): το concept που επιλέχθηκε ήταν ο παραλληλισμός μεταξύ ταινιών και παιδιών, δημιουργών και γονιών.
Η εκτέλεση όμως αυτής της ιδέας, ενώ ήταν εν μέρει επιτυχημένη, είχε και αρκετές άστοχες στιγμές.
Photo credit: Motionteam.gr
 
 
Ακολουθώντας το concept, οικοδεσπότης της βραδιάς ήταν ο μουσικός Γρηγόρης Ελευθερίου (συνθέτης, και για το σινεμά), ο οποίος ως νέος πατέρας έχει και μία δεύτερη δραστηριότητα: το χιουμοριστικό account babaka.gr, όπου σατιρίζει τις δυσκολίες του να είσαι γονιός.
Αυτή τη σάτιρα επιχείρησε να φέρει και στη σκηνή του Ολύμπιον, όπου κάποια αστεία του βρήκαν το κοινό τους (πόση φροντίδα, στήριξη και φυσικά «αυτοσαρκασμό» χρειάζεται μια ταινία για να μπορέσει να περπατήσει - όπως ένα παιδί - μέχρι την οθόνη), ενώ άλλες απόπειρες του παρουσιαστή μάς άφησαν σε μια αμηχανία (δεν είμαστε σίγουροι πόσο μπορεί να ταυτίζεται η επίσημη πρώτη του πιο πρωτοποριακού κινηματογραφικού φεστιβάλ της χώρας με μάλλον κλισέ χιουμοράκι περί οικογενειακών μπελάδων).
Πάντως, τόσο ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής Ορέστης Ανδρεαδάκης, αλλά και η Ελίζ Ζαλαντό, Γενική Διευθύντρια του Φεστιβάλ, επανατοποθέτησαν εύστοχα και ουσιαστικά, τον άξονα της παρομοίωσης στη σωστή του θέση: τη σημασία του κινηματογράφου ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, δίνοντας το στίγμα ενός Φεστιβάλ που ξεκίνησε χθες εν μέσω μια δύσκολης συνθήκης στην ευρύτερη γειτονιά της Ελλάδας.
 
 
 
 
Σε αντίθεση ήρθαν οι λόγοι των τοπικών αρχόντων και πολιτικών - ξύλινοι, απρόσωποι, προβλέψιμοι, καλολογικοί, κενοί. Τόσο, που μέσα στα χρόνια νιώθεις ότι διαβάζουν χαρτιά που έχουν γραφτεί από τους βοηθούς τους για αυτούς, πανομοιότυπα λογίδρια μέσα στις δεκαετίες, τα οποία τα πειράζουν λίγο στις ημερομηνίες για να φαίνονται καινούργια.
Την cringe παραφωνία της βραδιάς τη χρωστάμε ωστόσο στον Υφυπουργό Σύγχρονου Πολιτισμού. Ο Ιάσονας Φωτήλας είχε αρχικά μία πιο μελετημένη, μετρημένη παρουσία. Σε αντίθεση με παλαιότερες εμφανίσεις του -και ειδικά αυτή στο Φεστιβάλ Δράμας τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε- σχολίασε πολύ πιο εύστοχα τις προσπάθειες που γίνονται για το ελληνικό σινεμά, το βηματισμό που βρίσκει σταδιακά το ΕΚΚΟΜΕΔ και τόνισε (και ελπίζουμε να το εννοούσε) την υποχρέωση της Πολιτείας να ακούει προσεκτικά όλα όσα έχει να δηλώσει η κινηματογραφική κοινότητα.
 
 
Ομως, στον επίλογό του επέλεξε να τραγουδάει, μιμούμενος τον Διονύση Σαββόπουλο, τους πρώτους στίχους από τους «Μάγους» - σε μια δική του, (με πολλαπλή έννοια) «παράφωνη» εκδοχή της τιμής που θεώρησε ότι έπρεπε να αποδοθεί στον εκλιπόντα Θεσσαλονικιό. (Γιατί; )
Η Ιντια Μουρ - με εύστοχο όχι «οικογενειακό», αλλά «οικουμενικό» σχόλιο Ευτυχώς, όλες αυτές τις αστοχίες ήρθε να σβήσει με την λάμψη της και τον ευαίσθητο, πολιτικοποιημένο λόγο της η επίσημη καλεσμένη της βραδιάς - η Ιντια Μουρ. Η πρωταγωνίστρια του «Father Mother Sister Brother», όπως είχε κάνει και στη Βενετία, συνέδεσε την ταινία με τη Γάζα, και τόνισε τη φύση του κινηματογράφου που δεν γνωρίζει σύνορα, όρια, αγγυλωμένες ερμηνείες στο προσωπικό κι όχι στο πανανθρώπινο.
Το σινεμά, οι ταινίες, οι ιστορίες που μας επικοινωνούν, μάς βοηθούν να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχουμε μόνο ως άτομα, εμείς και οι βιολογικές οικογένειες μας, αλλά ως άνθρωποι - είμαστε όλοι αδέλφια σε αυτό τον πλανήτη. Και αδέλφια, και μητέρες και πατέρες και κόρες και γιοι - συνδεδεμένοι στη χαρά και τη λύπη, την αγάπη και την τραγωδία.»
 
 
«Το “Father Mother Sister Brother” είναι μία πολύ σημαντική ταινία γιατί μάς εμπνέει να σκεφτούμε τι διαπραγματεύεται τελικά ο τίτλος. Ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια που δίπλα μας συμβαίνει μία γενοκτονία. Τι τραγωδίες συμβαίνουν σε πατέρες, μητέρες, αδελφές και αδελφούς. Ενώνω τη φωνή μου στο θρήνο της ανθρωπότητας, όσο ιστορικά βυθιζόμαστε σε μια δίνη ιστορικής αυτοκαταστροφής.»
«Ομως το σινεμά, οι ταινίες, οι ιστορίες που μας επικοινωνούν, μάς βοηθούν να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχουμε μόνο ως άτομα, εμείς και οι βιολογικές οικογένειες μας, αλλά ως άνθρωποι - είμαστε όλοι αδέλφια σε αυτό τον πλανήτη. Και αδέλφια, και μητέρες και πατέρες και κόρες και γιοι - συνδεδεμένοι στη χαρά και τη λύπη και την τραγωδία. Η εμπειρία του διπλανού μας αντανακλάται στη δική μας. Η στάση μας όταν συμβαίνουν τραγωδίες, μάς καθορίζει. Αν αγνοήσουμε αυτή τη σύνδεση, τότε χάνουμε την ευκαιρία να μεταλαμπαδεύσουμε την αγάπη στην επόμενη γενιά, χάνυμε νήμα της συνέχειας μας ως ανθρωπότητα στον όμορφο αυτό πλανήτη, τη Γη μας…»
 Η Ιντια Μουρ, απλή και μεγαλειώδης τόσο στην εμφάνισή της, με δημιουργία Αγγελου Μπράτη, όσο και στο λόγο της
 Η Ιντια Μουρ, απλή και μεγαλειώδης τόσο στην εμφάνισή της, με δημιουργία Αγγελου Μπράτη, όσο και στο λόγο της
«Θα ήθελα λοιπόν να δείτε την ταινία, φυσικά έχοντας και τη δική σας οικογένεια στον νου και την καρδιά σας, αλλά ανοίγοντας το βλέμμα και την αγκαλιά σας πολύ περισσότερο. Σας ευχαριστώ που με καλέσατε να παραστώ στην υπέροχη χώρα σας και στη μαγική Θεσσαλονίκη. Νιώθω προνομιούχα να βρίσκομαι ανάμεσά σας σε αυτό το φεστιβάλ…»
O Τζίμ Τζάρμους (θα ήταν εδώ αν δεν είχε ένα μικρό ατύχημα) μάς έστειλε έναν φιλικό χαιρετισμό - γλυκό, ταπεινό, υπέροχο, όπως κι ο ίδιος.
Ακολούθησε η προβολή του «Father Mother Sister Brother» Γιατί τα λόγια καμιά φορά είναι περιττά. μία (φαινομενικά) απλή, χαμηλότονη, πικρή, τρυφερή, ντελικάτη, δαιμόνια αστεία δραμεντί για τις δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις. Ηρθε το σινεμά και τα είπε όλα - ακόμα και μέσα από τις σιωπές.
Ακολουθεί τμήμα της κριτικής, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας
Χρησιμοποιώντας την γνώριμη για εκείνον φόρμα της σπονδυλωτής ανθολογίας, ο Τζιμ Τζάρμους παρουσιάζει μία τρίπτυχη δραμεντί - τρεις μισάωρες ιστορίες, τρεις ξεχωριστές δυσλειτουργικές οικογένειες, σε τρεις διαφορετικές γωνιές του δυτικού κόσμου. Κάθε κεφάλαιο θα μπορούσε (;) να σταθεί αυτόνομο - αν και υπάρχουν κοινά επαναλαμβανόμενα μοτίβα, που μοιάζουν περισσότερο σαν inside jokes του δαιμόνιου indie σκηνοθέτη: τα μέλη κάθε οικογένειας ντύνονται με ίδια χρώματα, αναρωτιούνται αν κανείς μπορεί να τσουγκρίσει με το νερό, χρησιμοποιούν την έκφραση “Bob’s your uncle” («έτσι είναι αυτά») και, οδηγώντας, διασταυρώνονται με πιτσιρίκια skateboarders - ένα χιψτερικό μπαλέτο νιότης, που προσπερνά σε ποιητικό, συμβολικό slow motion τους μεσήλικους ήρωες και τα προβλήματά τους.
Ο αφηγηματικός ρυθμός είναι χαμηλότονος, χαλαρός, ελάχιστα σημαντικά συμβαίνουν, ακόμα λιγότερα συζητιούνται. Ο Τζάρμους απλώς παρατηρεί την παραδοξότητα των ανθρώπινων σχέσεων, την προβληματική ισχυρή δυναμική ανάμεσα σε παιδιά και γονείς, τα κενά επικοινωνίας, τις φορσέ ευγένειες, τις σιωπές. Μελετημένα, με τους σήμα-κατατεθέν ιδιοσυγκρασιακούς του διαλόγους (πάνω στο τίποτα), το διαβόητο μαύρο χιούμορ του, αλλά και με τρυφερότητα, απαλότητα, καλοσύνη, κατανόηση. Με την αποδοχή, τη γαλήνη που φέρνει η ωριμότητα.
 
 
 
 
 
 
Υπάρχει μία απλότητα που δεν είναι καθόλου απλό να κατασκευαστεί κινηματογραφικά. Ο Τζάρμους έχει μελετήσει ισορροπίες και λεπτομέρειες στο στήσιμο των κάδρων, έχει στηριχθεί στους δύο DP του για την επίτευξη αυτής της φαινομενικά cool ατμόσφαιρας και της «αραχτής» αισθητικής (ο Φρέντερικ Ελμς φώτισε το κεφάλαιο του «Πατέρα», ο Γιορίκ Λε Σο την παστέλ παλέτα της «Μητέρας» και την Παριζιάνικη μελαγχολία των δίδυμων αδελφών) και στον μοντέρ του Αφόνσο Κονκάλβες για την υγρή, υποβόσκουσα ένταση, τις κωμικές ταραγμένες αμηχανίες.
Είναι η πιο σπουδαία ταινία του ή κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι τιμητικά; Εμάς δεν μας νοιάζει και πολύ. Οσο το «Spooky» με τη φωνή της Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, δυναμώνει την ένταση στους τίτλους τέλους, χαμογελάμε, βουρκώνουμε, νιώθουμε τα χέρια του Τζάρμους να μάς τυλίγουν με μία ζεστή κουβερτούλα. Πόλυ Λυκούργου
Photo credit: Motionteam.gr
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
