Είναι πολύ άδικο για έναν ηθοποιό σαν τον Ταχάρ Ραχίμ, ο οποίος επιμένει στα δύσκολα σε κάθε του καινούριο ρόλο, να βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα μεγαθήριο σαν τον Σαρλ Αζναβούρ και να χάνει κυριολεκτικά (αλλά και ολοκληρωτικά) στις λεπτομέρειες, καθώς η κινηματογραφική βιογραφία που οραματίστηκε το δίδυμο των Μεντί Ιντίρ και Γκραν Κορ Μαλάντ καταρρέει διαρκώς κάτω από το βάρος μιας απαγορευτικής για οποιεσδήποτε ερμηνείες »μεταμόρφωσης».
Η διαρκής αίσθηση πως ο Ραχίμ μιμείται τον Αζναβούρ, με προσθετικές προσώπου που τον έχουν αλλάξει ώστε να μοιάζει (!) με τον Γαλλοαρμένιο θρύλο της μουσικής, απαγορεύοντας του να μεταφέρει παρά ψήγματα μιας αλαζονικής μελαγχολίας, αφαιρεί από την ταινία το σημαντικότερο στοιχείο της: το κέντρο βάρους γύρω από το οποίο όφειλε να χτιστεί ένα οικοδόμημα φτιαγμένο από το υλικό των ονείρων και - ίσως, πράγμα που δεν συμβαίνει στο ελάχιστο - μια διαδρομή στην ιστορία της Γαλλίας κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την ιστορία ζωής ενός παιδιού Αρμένιων μεταναστών που έμελε να δοξαστεί.
Η ταινία είναι μια βιογραφία όπως κανείς περιμένει να είναι. Από αυτές που δεν καταφέρνουν να ανυψώσουν το θέμα τους σε κάτι μεγαλύτερο από το προφανές και ήδη γνωστό.
Χωρισμένη σε πέντε μέρη (εμπνευσμένα από αντίστοιχα τραγούδια του Αζναβούρ: «Les Deux Guitares», «Sa Jeunesse», «La Bohème», «J’me Voyais Déjà», «Emmenez-moi») ξεκινά από τα φτωχά παιδικά χρόνια τη δεκαετία του '30 στο Παρίσι, τη γνωριμία του με την Εντίθ Πιαφ κατά τη διάρκεια του πολέμου, συνεχίζει με το παράνομο ταξίδι του στη Νέα Υόρκη, τα χρόνια στο Μόντρεαλ, τις καθοριστικές συναυλίες για να διατρέξει τελικά τη διαρκή προσπάθεια ενός ανθρώπου που δεν ήταν φτιαγμένος για να γίνει σούπερ σταρ (και λόγω ύψους και λόγω φωνής αλλά κυρίως και λόγω καταγωγής) να γίνει το απόλυτο είδωλο μιας γενιάς και μιας χώρας, νικώντας προκαταλήψεις, ξενοφοβία και παίζοντας με ρίσκο πάνω στους καταπιεστικούς κανόνες ενός άγρια ελιτίστικου σταρ σίστεμ.
Τα στιγμιότυπα διαδέχονται το ένα το άλλο, ο Αζναβούρ γίνεται και πιο φιλόδοξος και σιγά σιγά πιο διάσημος, αλλά και πιο σκοτεινός καθώς περνάει η ώρα, τα ωραιότερα τραγούδια του ακούγονται - και εδώ τα εύσημα στον Ταχάρ Ραχίμ που τραγουδάει με δική του φωνή προσπαθώντας να αγγίξει τα χαρακτηριστικά ηχοχρώματα της φωνής του ήρωα του - αλλά αυτό που δεν ακούγεται είναι τελικά η ιστορία του. Στο άλλο άκρο της «Ζωής σαν Τριαντάφυλλο» όπου η bigger than life (and everything) ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ ως Εντίθ Πιαφ ήταν ο συνεκτικός δεσμός μιας ταινίας που ακόμη και στη mainstream αναλογία της μπόρεσε να πει κάτι αποκαλυπτικό για τη μοίρα των ανθρώπων, το «Ο Κύριος Αζναβούρ» αναλώνεται σε περιστατικά και περιπτώσεις που εκτός από το συγκινησιακό των τραγουδιών (ή, μάλλον, του μύθου τους) δεν αγγίζουν παρά την επιφάνεια.
Το νιώθεις πως κάτι κρύβεται σε κάθε στίχο τους, που δεν «χώρεσε» στην μικρή ταινία των Ιντίρ και Κορ Μαλάντ.