Στο βραβευμένο πλέον με το Χρυσό Διόνυσο του 40ού Φεστιβάλ Δράμας «Play» του Βαγγέλη Λυμπερόπουλου, μια ομάδα εργαζομένων σε μια εταιρία υποδέχεται την... κρίση με ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου - μια τολμηρή, ευφάνταστη, συνθετική και ντελιριακή παραβολή μιας κοινωνίας που επιλέγει να μην ωριμάσει και να μην αναλάβει επουδενί την ευθύνη των πράξεών της.
Αντίθετα με το δημιουργό της, Βαγγέλη Λυμπερόπουλο που έχοντας κλείσει ένα προσωπικό κύκλο δεκαετιών στη διαφήμιση, αποπειράται εδώ να κάνει την πρώτη του ταινία μικρού μήκους με τους δικούς του όρους και τη δική του επιθυμία να πει μια ιστορία όπως ακριβώς αυτός θέλει.
Διαβάστε αναλυτικά όλα τα βραβεία του 40ού Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας
Η ταινία αυτή ξεκίνησε ουσιαστικά από μια επιθυμία να σχολιάσω τη σύγχρονη κοινωνία και τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε να αντιμετωπίσει ό,τι περνάμε εδώ και χρόνια ως χώρα. Βρισκόμαστε σε μια κρίση που δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι κοινωνική, είναι αρχών, είναι τα πάντα. Και είχα διαβάσει μια μικρή ιστορία πολύ ωραία που είχε γράψει ένας δικηγόρος μπαμπάς, ο οποίος είχε γράψει πως ο μικρός του γιος του είχε περιγράψει πως στην παρέα του είχε κλέψει ο ένας από τον άλλον ένα πιστόλι. Και όλοι ήθελαν να παίξουν με αυτό το πιστόλι. Σκέφτηκα τι θα γινόταν αν βάζαμε σε μια παιδική χαρά ένα πιστόλι που να μην είναι ψεύτικο, αλλά να είναι αληθινό. Μετά σκέφτηκα να απεικονίσω μια κοινωνία που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μια κοινωνία με ένα τεράστιο παρελθόν αλλά μια έλλειψη πατέρα. Και έτσι όλο άρχισε να μπλέκεται περισσότερο στο μυαλό μου. Τι θα γινόταν αν στην παιδική χαρά, αντί να παίζουν παιδιά, να παίζουν οι μεγάλοι. Χωρίς κανόνες, χωρίς τίποτα. Και δεν τους παρακολουθεί κανένας. Και το πιστόλι να είναι αληθινό...
Βεβαίως και πρέπει να συνεχίσουμε να παίζουμε. Απλά όλα έχουν όρια και έχουν κάποιους κανόνες. Δεν μπορούμε να σπάμε όλους τους κανόνες. Και αν θέλουμε να σπάσουμε τους κανόνες, πρέπει να είμαστε ώριμοι για να ξέρουμε ποιους κανόνες σπάμε. Δεν είμαι εναντίον του παιχνιδιού, είμαι αντίθετος με το πώς παίζεις το παιχνίδι.
Τα γυρίσματα της ταινίας διήρκεσαν 9 μήνες, αλλά έγιναν σπαστά και σε τέσσερις διαφορετικές περιόδους. Μετά από τις πρώτες πέντε ημέρες, ανακαλύψαμε ότι είχαμε γυρίσει μόνο το υλικό δύο ημερών και πως ο σχεδιασμός ήταν όλος λάθος. Τους ηθοποιούς όμως δεν μπορείς να τους κρατήσεις αιώνια. Εφευγαν και μπορούσαν πάλι να επιστρέψουν σε τρεις μήνες. Και τότε ο κάθε ένας είχε περιορισμένες ημέρες. Οπότε τα γυρίσματα κομματιάστηκαν ακόμη πιο πολύ. Και ίσως για καλό. Εχω χρηματοδοτήσει όλη την ταινία μόνος μου και κάθε φορά που σταματούσαμε είχαμε ξοδέψει και όλα τα χρήματα. Οπότε έβρισκα την ευκαιρία να κάνω διαφημιστικά έξω και εδώ προκειμένου να φέρνω χρήματα που θα πέφτουν πάλι μέσα στην ταινία. Εβαλα όλα μου τα λεφτά.
Αν ήξερα ότι θα ξόδευα όλα μου τα χρήματα πριν ξεκινήσουμε την ταινία δεν θα την έκανα. Εκ των υστέρων λέω πως άξιζε τον κόπο.
Ο,τι βλέπουμε στο «Play» δεν είναι μια πραγματικότητα και ήθελα αυτό να φαίνεται και από την εικόνα της ταινίας. Ηθελα η εικόνα να είναι λουστραρισμένη, όχι μόνο λόγω της προϋπηρεσίας μου στη διαφήμιση, αλλά γιατί ήταν συνειδητή η επιλογή να γίνει μια αντίθεση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Και επίσης επέλεξα μεγάλους χώρους, γιατί ήθελα ο θεατής να μπει μέσα και αυτός και να παίζει μαζί με τους ήρωες. Τα αντιπαθητικά αυτά κωλόπαιδα έχουν μέσα τους κάτι από όλους μας.
Διαβάστε ακόμη
- Ολα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το «Play» του Βαγγέλη Λυμπερόπουλου
- O Βαγγέλης Λυμπερόπουλος απαντάει σε πέντε ερωτήσεις για το «Play»