Τα τελευταία χρόνια γράφτηκαν αρκετές μελέτες για την (ελληνική) κρίση. Οι περισσότερες βιαστικές, αποσπασματικές, προκατειλημμένες μέσα στο γενικότερο κλίμα (πολιτικής) πόλωσης. Μελέτες που - άλλες καθόλου, άλλες λιγότερο και κάποιες περισσότερο - είχαν τη φιλοδοξία να μιλήσουν τώρα για αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα τώρα με όρους γνωστούς σε όλους, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τι ακριβώς συνέβη σε αυτή τη χώρα και ίσως να εμποδίσουμε να ξανασυμβεί.
Μια από τις σημαντικότερες - και σίγουρα η σημαντικότερη σε επίπεδο (ποπ) κουλτούρας - ήταν αυτή του Δημήτρη Παπανικολάου, αναπληρωτή καθηγητή νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου διδάσκει από το 2004 (καλύπτοντας επίσης τις θεματικές των πολιτισμικών σπουδών, της queer theory και των σπουδών φύλου), Ο τίτλος της ήταν σαφής: «Κάτι Τρέχει με την Οικογένεια: Εθνος, Πόθος και Συγγένεια την Εποχή της Κρίσης» (εκδόσεις Πατάκη). Πιο σαφής ήταν και ο προσανατολισμός της; να ξεφυλίσσει βιβλία, να δει σινεμά, να παρακολουθήσει θέατρο, να αφουγκραστεί πηγές θεάματος και καλλιτεχνικής έκφρασης για να εξερευνήσει τον κοινό πυρήνα γύρω από τον οποίο περιστράφηκε η ελληνική κρίση και ως πρόβλημα και ως λύση: την ελληνική οικογένεια.
Με αφορμή το κινηματογραφικό αφιέρωμα που βασίζεται στο βιβλίο του και επιμελήθηκε ο ίδιος, στο πλαίσιο του 10ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου, ο Δημήτρης Παπανικολάου μιλάει στο Flix για όλα όσα ξεκίνησαν δέκα χρόνια πριν, από τον «Κυνόδοντα» και τη «Στρέλλα» για να οδηγήσουν νομοτελειακά στο αφιερωμένο στον Ζακ Κωστόπουλο βίντεο κλιπ του τραγουδιού «Ενα Αλλιώτικο Παιδάκι», σε μια χώρα που θα συνεχίσει (για καλό και για κακό) να εφευρίσκει τον εαυτό της, με τον ίδιο τρόπο που επανεφευρίσκει συνεχώς (για καλό και για κακό) την «οικογένειά» της.
Το αφιέρωμα «Κάτι Τρέχει με την Οικογένεια» που επιμελείται ο Δημήτρης Παπανικολάου στο πλαίσιο του 10ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου αποτελείται από 8 ταινίες μεγάλου μήκους και 7 ταινίες μικρού μήκους που ανατέμνουν την έννοια (ελληνική) «οικογένεια» στα χρόνια της Κρίσης, πριν από αυτήν και στο βηματισμό της προς το μέλλον.
Σκηνή από τη «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα (2009)
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφτεί το «Κάτι Τρέχει με την Οικογένεια»;
Η πρώτη αφορμή ήταν η περιέργεια που ένιωσα ως θεατής και ως αναγνώστης τον χειμώνα του 2009. Οταν είδαμε στις αίθουσες να βγαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα ο «Κυνόδοντας» και η «Στρέλλα». Κι όταν έναν χρόνο μετά ήρθαν το «Attenberg» και η «Χώρα Προέλευσης» (πάλι σχεδόν μαζί). Δημιουργήθηκε τότε μια συζήτηση. «Τι τρέχει με την ελληνική οικογένεια;» – το έβλεπες παντού, σε κριτικές, σε αφιερώματα… Ηταν, σου θυμίζω, την ίδια εποχή και το επίσημο ξεκίνημα της κρίσης. Στη μεγάλη οθόνη βλέπαμε τις πιο περίεργες ιστορίες για την οικογένεια που είχαμε ως τότε δει στα ελληνικά, και στη δημόσια σφαίρα συζητούσαμε για την επιβίωση της κοινωνίας. Στη μια οθόνη είχες τον Γιώργο Παπανδρέου στο Καστελλόριζο, να μιλάει σαν στοργικός πατέρας για την αίτηση υπαγωγής στο ΔΝΤ, και στους κινηματογράφους είχες τον Χρήστο Στέργιογλου, σε ένα παρόμοιο πλάνο, να εξηγεί στα παιδιά του Κυνόδοντα γιατί πρέπει να μείνουν κλεισμένα στο σπίτι τους, για το καλό τους. Και να μην θέλεις να κάνεις τη σύνδεση, γίνεται από μόνη της.
Με τον καιρό συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν μόνο οι ταινίες, και δεν ήταν μόνο ένας ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε κανείς να δει το ζήτημα «επιστροφή στο θέμα-οικογένεια στα χρόνια της κρίσης». Οτι έπιανε πολύ περισσότερες μορφές έκφρασης, πέραν του κινηματογράφου – τη λογοτεχνία, τις παραστατικές και τις εικαστικές τέχνες, κλπ. Γυρνώντας, έτσι, σε όλα αυτά τα κείμενα, συνειδητοποίησα ότι αυτό που θα έπρεπε να αναζητήσει το βιβλίο μου είναι τα βαθύτερά τους χαρακτηριστικά, το τι τα δένει όλα αυτά μαζί. Θέλησα δηλαδή όχι να πω την ιστορία του «Κυνόδοντα» και της «Στρέλλας» – αλλά να μιλήσω για το παγόβουνο το οποίο ο «Κυνόδοντας» ή η «Στρέλλα» υπήρξαν τα τελευταία χρόνια μόνο η κορυφή.
Απάντησέ μας σε ένα από τα μεγάλα ερωτήματα του βιβλίου: Τι είναι αυτό που μας κάνει σε εποχές κρίσης να «επιστρέφουμε» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στην οικογένεια;
Το ότι η οικογένεια αποτελεί ταυτόχρονα ένα σύμβολο, μια μεταφορά της κοινωνίας, αλλά και μια μετωνυμία της. Οτι δηλαδή είναι αυτό που λέμε «εικόνα της» και της μοιάζει, είναι όμως και λειτουργική ψηφίδα, γρανάζι. Το ότι, επίσης, όλα όσα ξεκινούν, για τους περισσότερους, στην οικογένεια – συμβολική οργάνωση της εξουσίας, εκπαίδευση, και «οργάνωση της ζωής» – αναλαμβάνει μετά η κοινωνία να τα επεκτείνει, σαν σε συνεχές. Σε εποχές κρίσης όλες αυτές τις δομές τείνουμε να τις αντιμετωπίζουμε κριτικά· να βλέπουμε όχι τη θέση τους ως φυσική, αλλά τις τεχνικές της επιβολής και φυσικοποίησής τους και πόσο αυτές δημιουργούν προβλήματα. Σε εποχές κρίσης μαθαίνεις να αλλάζεις και λίγο οπτική γωνία, να βλέπεις τα πράγματα και κάπως λοξά.
Η ελληνική λογοτεχνία, το ελληνικό σινεμά, το ελληνικό θέατρο - πολλές και διαφορετικές μορφές αφήγησης έδειχναν πάντα μια ιδιαίτερη αγάπη στα οικογενειακά θέματα; Τι διαφορετικό συνάντησες την τελευταία δεκαετία στη σύγχρονη κουλτούρα;
Αφενός μια έμφαση σε αυτό που στο βιβλίο ονομάζω «οικογένεια-βραχυκύκλωμα», δηλαδή μια έμφαση στις οικογενειακές δομές και στιγμές που παλιότερα κρύβαμε κάτω από το χαλί. Είδα μια έμφαση σε μια οικογένεια που φωνάζει πολύ· που τρώει τις σάρκες της· που παρουσιάζεται ως αδιέξοδο· που προσπαθεί, μέσα στο πρόβλημα, να γυρίσει πίσω, να ανασκάψει το οικογενειακό αρχείο και την μικρή ή μεγάλη Ιστορία, και να διερωτηθεί. Είδα μια έμφαση, επίσης, σε διαφορετικές φωνές, και σε ανθρώπους που προσπαθούν να φτιάξουν άλλου τύπου οικογενειακές σχέσεις. Σκέψου τη «Στρέλλα». Ή τα μυθιστορήματα της Αντζελας Δημητρακάκη. Ή τις παραστάσεις του Βασίλη Νούλα.Αυτό που ενώνει όλες αυτές τις διαφορετικές ταινίες, μυθιστορήματα, παραστάσεις, περφόρμανς, μεταξύ τους, είναι αυτή η διάθεση να κοιτάξουν την οικογένεια κριτικά αλλά και επανορθωτικά. Να μιλήσουν την ίδια στιγμή για την επιθυμία αλλά και για την εξουσία, για την (οικογενειακή) βία και καταστολή, αλλά και για την παρρησία.
Σκηνή από το «Washingtonia» της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη (2014)
Ποια ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της «επιστροφής στην οικογένεια» σε ό,τι αφορά στο ελληνικό σινεμά;
Η επιμονή στις σχέσεις αξουσίας μέσα στην οικογένεια, και συχνά και στην οικογενειακή βία, ιδιαίτερα την υπόρρητη ή τη λεκτική και ψυχολογική. Η έμφαση στο ζήτημα της βιοπολιτικής, δηλαδή στο πώς οργανώνονται στις λεπτομέρειές τους οι ζωές «που μετράνε» και πώς προγράφονται άλλες ζωές ως μη βιωτές. Η συνδεδεμένη με τα προηγούμενα, έμφαση στη σεξουαλικότητα και το σώμα. Τέλος, η επίμονη και συχνά αυτοαναφορική αναζήτηση είδους – η οποία μας έφερε κι αυτό που ονομάστηκε «Weird», το κύμα του «παράξενου ελληνικού σινεμά», έναν όρο που πολλοί μισούν, εμένα όμως μου αρέσει αρκετά ακριβώς γιατί δεν λέει τίποτα και, δι αυτού, τα λέει όλα. Υπάρχει μια μεσαίου μήκους ταινία της Κωνσταντίνας Γκοτζαμάνη, το «Washingtonia», η οποία θεωρώ, με έναν τρόπο εντελώς πρωτότυπο, βαθύ αν και μη προφανή, θεματοποιεί όλα τα παραπάνω. Είναι σαν ένα κινηματογραφικό δοκίμιο γύρω από το τι συνέβη στον ελληνικό κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια – και γιατί.
Συνειδητοποίησα πρόσφατα ότι μια καινούρια τάση είναι να βλέπουμε την (ελληνική) οικογένεια όχι μόνο ως φορέα βίας, απόκρυψης και τέλματος, ή ως έναν τόπο τραύματος, αλλά και ως χώρο αναπάντεχης στήριξης ή αναδιάταξης. Ως μια δυνατότητα, δηλαδή, για να ξαναθέσει κανείς κάποια πράγματα, για να ξαναμιλήσει, για να αφουγκραστεί.»
Μήπως τελικά συνέβη η «οικογένεια - βραχυκύκλωμα» να εξελιχθεί σε ένα νέο στερεότυπο, ένα σήμα κατατεθέν της ελληνικής κρίσης που αναπαράχθηκε (και από το σινεμά) απλά επειδή ήταν αναγνωρίσιμο στο εξωτερικό;
Οντως, αυτό είναι ένα επιχείρημα που βλέπεις να υποστηρίζουν πολλοί κριτικοί – που θεώρησαν ότι οι Ελληνες σκηνοθέτες ουσιαστικά επανέλαβαν ένα θεματικό μοτίβο, ακριβώς γιατί αυτό το μοτίβο στο εξωτερικό έπιανε. Πρόκειται για άποψη που έχει μάλιστα πλέον και όνομα στη βιβλιογραφία, πολλοί μιλούν για την ελληνική «οικογενειογραφική υπόθεση». Ο λόγος που δεν μου αρέσει αυτό το επιχείρημα είναι γιατί βλέπει την πολιτισμική κινητικότητα και όσμωση σαν ένα στατικό μηχάνημα παραγωγής προϊόντων. Δεν είναι όμως έτσι. Οπως δεν μπορείς να πεις ότι όλη η μελοποιημένη ποίηση στην Ελλάδα έγινε, όχι γιατί έπρεπε να αναδιοργανωθεί η εθνική κουλτούρα και λογοτεχνία στη Μεταπολίτευση, αλλά απλώς γιατί έκανε επιτυχία ο Θεοδωράκης. Ή όπως δεν μπορείς να πεις ότι το Νέο Κύμα έγινε, όχι επειδή έπρεπε να δημιουργηθεί μια διαφορετική και μη έντονα πολιτική εκδοχή των ελληνικών 60ς, αλλά απλώς επειδή είχε σουξέ το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι». Ετσι δεν μπορείς να πεις και ότι όλο το ελληνικό σινεμά μετά το 2009 έπαθε οικογενειογραφική παράκρουση απλώς επειδή έκανε φεστιβαλική επιτυχία ο Λάνθιμος. Κάτι βαθύτερο συνέβαινε εδώ – το βλέπει κανείς από το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη ήδη, αλλά και από τις ταινίες της Κωνσταντίνας και του Αλέξανδρου Βούλγαρη (που, αν θες της γνώμη μου, είναι οι αφανείς γονείς του «weird wave», αλλά και της «οικογένειας-βραχυκύκλωμα»). Κάτι βαθύτερο, που πήγαινε και πιο πίσω, και που συνδέεται με τον τρόπο που συνέχεια μιλάμε αλλά και δεν μιλάμε για την οικογένεια στην Ελλάδα. Προφανώς βοηθήθηκε όλο αυτό από διεθνής καλλιτεχνικές συγκυρίες και πρότυπα (πχ. Δανικό νέο κύμα, οι ταινίες του Μίκαελ Χάνεκε, γαλλικό «new extremism»), αλλά πάτησε και σε έναν πολύ τοπικό, πολύ αναγκαίο, πολύ ιδιαίτερο, ελληνικό προβληματισμό.
Σκηνή από τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου (2009)
Η κριτική αυτή στην «αγία ελληνική οικογένεια» ήταν τελικά και μια κριτική στην ίδια την κοινωνία που, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων, δείχνει να ασπάζεται (όσο κι αν υποστηρίζει το αντίθετο) διαχρονικά το «Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια»;
Εξελίχθηκε σε τέτοια, ναι. Γιατί, μην ξεχνάς ότι όλα αυτά τα πολιτισμικά κείμενα για την οικογένεια, και κυρίως οι ταινίες, συνέχισαν να λειτουργούν όλη την (πρώτη) δεκαετία της Κρίσης. Τα ξαναβλέπαμε, τα ξανασυζητάγαμε. Και σιγά σιγά όλη αυτή η συζήτηση συνειδητοποιήσαμε ότι δημιουργούσε, εκ των πραγμάτων, μια θεαματική αποδόμηση του Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια. Μια αποδόμηση με πολύ ουσιαστικά πολιτικά χαρακτηριστικά, και μια εντελώς πιεστική επικαιρότητα. Το καταλάβαμε αυτό τον Σεπτέμβριο του 2018, όταν είδαμε τον ξυλοδαρμό και θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου στους δέκτες μας. Η τεράστια κινητοποίηση, και η οργή ενάντια στους «νοικοκυραίους» που ξεχύθηκε από παντού τότε, τούτη η πολιτική οργή που κατάγγειλε όχι μόνο όσους ήταν υπεύθυνοι γι αυτό τον θάνατο αλλά και το ιδεολογικό πλέγμα που είχε προετοιμάσει και τώρα δικαιολογούσε τις πράξεις τους, ήταν ουσιαστικά η πιο θεαματική αποδόμηση του Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια τα τελευταία χρόνια, η πιο ουσιαστική καταδίκη της θανατοπολιτικής του πλευράς. Δυστυχώς, βέβαια, το Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια (θα) ανασυντάσσεται, κι η θανατοπολιτική του θα συνεχίσει να είναι εκεί, και να απαιτεί τη δική μας αντίσταση – το είδαμε αυτό όλη την προηγούμενη χρονιά, με τις συνεχείς γυναικοκτονίες, την άνοδο του ρατσισμού και της ομοφοβίας, τα διαρκή κρούσματα πισωγυρίσματος και στον χώρο των δικαιωμάτων και της ελεύθερης έκφρασης φύλου και σεξουαλικότητας.
Σκηνή από τη «Χώρα Προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα (2010)
Δύο έννοιες που κυριαρχούν επίσης στο βιβλίο είναι αυτή του «αρχείου» και αυτή του «δημόσιου χώρου». Μπορείς να μας εξηγήσεις τις έννοιες και τις κοινωνικές προεκτάσεις που έχουν μέσα από παραδείγματα;
Χρησιμοποιώ στο βιβλίο την πιο ανοιχτή έννοια του αρχείου. Κατανοώ δηλαδή το αρχείο ως το σύστημα αναφοράς μιας εποχής, αλλά και την ίδια στιγμή το υλικό στίγμα αυτού που κάθε εποχή ορίζει ως το παρελθόν της. Το αρχείο, ως εκ τούτου, μπορεί να έχει μια πολύ συγκεκριμένη, θεσμική έκφραση (να είναι ένα ίδρυμα, ένα κτίριο, μια συλλογή, ένα πρόγραμμα συγκέντρωσης υλικού), μπορεί όμως να εκφράζει και μια προσωπική, κοινοτική, ή ταυτοτική αναζήτηση πιο ρευστή· το ίδιο το σώμα μας, καθώς εκφράζεται στο δημόσιο χώρο, γίνεται μέρος ενός αρχείου, και την ίδια στιγμή παρεμβαίνει σε αυτό, το συνδιαμορφώνει. Η προτελευταία σκηνή της «Στρέλλας», για παράδειγμα, που με στοιχειώνει τα τελευταία χρόνια, κάνει ακριβώς αυτό: είναι μια θεαματική έξοδος στο δημόσιο χώρο ενός σώματος που στην ελληνική δημόσια και πολιτισμική σφαίρα ήταν αποσιωπημένο. Και την ίδια στιγμή είναι μια έξοδος στο δημόσιο χώρο που απαιτεί να ξαναγράψει το παρελθόν, να ανασύρει παρόμοιες στιγμές, παρόμοια σώματα, από το αρχείο του παρελθόντος, να επαναπλαισιώσει, αυτό το σώμα αυτή τη στιγμή, την προσωπική, την κοινοτική, αλλά και, γιατί όχι, και την εθνική ιστορία. Στο βιβλίο – αλλά και σε άλλα μου κείμενα – μιλώ ως εκ τούτου για μια «αναταραχή αρχείου», η οποία γίνεται όλο και πιο έντονη τα τελευταία χρόνια. Αναταραχή αρχείου είναι το αίτημα να ξαναμιλήσουμε για τον τρόπο που κατανοούμε παρόν και παρελθόν και να τον αναδιατάξουμε. Αναταραχή αρχείου είναι η παραστασιακή δύναμη και η τρομερή επιμονή ενός σώματος που διεκδικεί να το παίρνουν υπόψιν και ταυτόχρονα δείχνει ότι για να συμβεί αυτό πρέπει να αλλάξουν οι όροι, και του δημόσιου, και του ιδιωτικού, και της ίδιας της σχέσης τους με τον τρόπο που κατανοούμε τις έννοιες του πολιτικού, του αρχειακού και της ιστορίας.
Που συναντά τη μελέτη σου η queer θεωρία; Ποια είναι η σχέση της οικογένειας με την queer κουλτούρα στην Ελλάδα;
Πολλά από αυτά που συζητήσαμε ως εδώ, πολλά από αυτά που λέω και σε αυτόν μας τον διάλογο δηλαδή, είναι επηρεασμένα από την κουήρ θεωρία – μια θεωρία που εξελίχθηκε μέσα στις σπουδές φύλου και σεξουαλικότητας για να υπογραμμίσει δυο βασικά πράγματα: Πρώτον, ότι η έκφραση του φύλου και της σεξουαλικότητας, ακριβώς επειδή βασίζεται στην επιθυμία και την ηθική της συνύπαρξης, είναι πάντα και ήδη μια έκφραση πολιτική, το πολιτικό διακύβευμα όμως της οποίας είναι πάντα ρευστό. Πάντα ανασυγκροτείται και επανατίθεται ακριβώς γιατί κάθε μορφής εξουσία επανορίζει διαρκώς το επιτρεπτό και το μη επιτρεπτό, το βιωτό και το αβίωτο. Δεύτερον, ότι κάθε στιγμή που μια έκφραση και ένα δικαίωμα κατακτιούνται στο δημόσιο λόγο, τη δημόσια σφαίρα και το δημόσιο αρχείο, υπάρχουν διαρκώς άλλες ζωές, άλλες εκφράσεις, άλλα δικαιώματα, που δεν αναγνωρίζονται, που σβήνονται από την εικόνα, που θάβονται αμνημόνευτα. Η κουήρ θεωρία σε μαθαίνει να αναζητάς διαρκώς τους νέους αποκλεισμούς, να υπογραμμίζεις διαρκώς τις νέες πολιτικές, και στις κανονικοποιήσεις που επιβάλλει η εξουσία να αντιστέκεσαι διαρκώς, ακόμα και με μια φωνή, ένα γύρισμα της μέσης ή τον τρόπο που διαβάζεις και αντιδράς σε ένα κείμενο.
Σκηνή από το «Χρυσόψαρο» του Γιώργου Αγγελόπουλου (2017)
Τι νιώθεις ότι αλλάζει (ή δεν αλλάζει), στην ελληνική οικογένεια και στον τρόπο που αντιμετωπίζεται πια από το κράτος, την κοινωνία, τα «κείμενα»;
Δεν νομίζω ότι μπορώ να πω τι ακριβώς αλλάζει - είναι μια δουλειά των κοινωνιολόγων αυτή. Oμως, βλέποντας και παρακολουθώντας πώς εξελίσσεται αυτή η θεματική, νοιώθω ότι ίσως να αλλάζει κάπως το κέντρο βάρους. Μίλησα πριν για την επανορθωτική πλευρά των κειμένων για την οικογένεια. Αυτή νομίζω εντείνεται πλέον. Καθώς για παράδειγμα είδα πάρα πολλές ταινίες μικρού μήκους για την οικογένεια πρόσφατα, ώστε να φτιάξω το μικρό αφιέρωμα στο πρόγραμμα του 10ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου, συνειδητοποίησα ότι μια καινούρια τάση είναι να βλέπουμε την (ελληνική) οικογένεια όχι μόνο ως φορέα βίας, απόκρυψης και τέλματος, ή ως έναν τόπο τραύματος, αλλά και ως χώρο αναπάντεχης στήριξης ή αναδιάταξης. Ως μια δυνατότητα, δηλαδή, για να ξαναθέσει κανείς κάποια πράγματα, για να ξαναμιλήσει, για να αφουγκραστεί. Μια από αυτές είναι το «Χρυσόψαρο», του Γιώργου Αγγελόπουλου. Στην αρχή της ταινίας ο μικρός πρωταγωνιστής της έχει βάλει μια γυάλα στο κεφάλι του και γυρίζει στο δωμάτιό του. Ξανά μια ελληνική οκογένεια κλεισμένη σαν γυάλα στο τέλμα και τις φοβίες της. Ομως ως το τέλος της η ταινία καταφέρνει κάπως όλα αυτά να τα επανορθώσει, έστω και τελευταία στιγμή. Κι αυτή η πρώτη σκηνή με ένα παιδακι κλεισμένο σε μια γυάλα στο δωμάτιό του έρχεται πια στο μυαλό σου διαφορετική, από σκηνή εγκλεισμού γίνεται μια νέα κουήρ ουτοπία. Οσο την ξαναβλέπω τον σκέφτομαι τον μικρό, έτσι με τη γυάλα στο κεφάλι, σαν έναν αστροναύτη, σε έναν άλλο γαλαξία, όπου οικογένεια σημαίνει πολλά χρώματα, ιριδισμούς μαζί παρελθόντος και μέλλοντος, και διαρκή στροβιλίσματα της επιθυμίας.
Το αφιέρωμα «Κάτι Τρέχει με την Οικογένεια» που επιμελείται ο Δημήτρης Παπανικολάου στο πλαίσιο του 10ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου αποτελείται από 8 ταινίες μεγάλου μήκους και 7 ταινίες μικρού μήκους που ανατέμνουν την έννοια (ελληνική) «οικογένεια» στα χρόνια της Κρίσης, πριν από αυτήν και στο βηματισμό της προς το μέλλον.
Οι ταινίες του αφιερώματος «Κάτι Τρέχει με την Οικογένεια» με τα λόγια του Δημήτρη Παπανικολάου:
Το Τελευταίο Ψέμα του Μιχάλη Κακογιάννη (1958) - Πέμπτη 21 Νοεμβρίου στις 19.00 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Αίθουσα Α'
Ποτέ ο βράχος της Ακρόπολης δεν έμεινε πιο επίμονα μαύρος, απ’ ό,τι στο ακίνητο νυχτερινό πλάνο που ξεκινάει, μαζί με τους τίτλους, την ταινία. Από εκεί, σιγά σιγά, η κάμερα γυρίζει στα φωτισμένα παράθυρα, κι αργότερα στα ενδότερα, ενός αστικού σπιτιού. Πενήντα χρόνια πριν τη Στρέλλα, η Χλόη της Έλλης Λαμπέτη, κι αυτή, Lives her myth in Greece. Κι εδώ τα πάντα (τάξη, φύλο, συγγένεια, επιθυμία, αξιοπρέπεια) παρουσιάζονται ως ζήτημα παράστασης, επιτέλεσης. Κι εδώ η οικογένεια δένει, αλλά και βαραίνει, τους ανθρώπους. Καθώς γίνεται το πλαίσιο για να φανεί πώς ένας παλιός κόσμος τελειώνει, ενώ ο καινούριος αναδύεται προς το παρόν μόνο ως βραχυκύκλωμα. Όπως λέει και ο εκφωνητής προς το τέλος, την ώρα ενός βίαιου (και αποσιωπημένου) θανάτου: «ώρα Ελλάδος, ένδεκα…».
Αναπαράσταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1970) - Παρασκευή 22 Νοεμβρίου στις 17:30 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Αίθουσα Α'
Ό,τι στις επόμενες ταινίες του Αγγελόπουλου κάνει η εθνική ιστορία, εδώ συμβαίνει στην οικογένεια: γίνονται και οι δύο ο προσφιλής χώρος για να κρυφτεί ένα πτώμα. Η αναπαράσταση του εγκλήματος (και μαζί της και η ταινία, κάθε φορά) δεν είναι ως εκ τούτου παρά μια ανασκαφή εν προόδω. Το τέλος της Αναπαράστασης, με τα παιδιά να παίζουν κυνηγητό, προοικονομεί την κυκλική δομή μεταγενέστερων ταινιών όπως ο Θίασος· θυμίζει όμως ταυτόχρονα και την τυφλόμυγα που παίζουν, σαράντα χρόνια αργότερα, τα παιδιά στον Κυνόδοντα.
Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα (2010) - Τρίτη 26 Νοεμβρίου στις 20.00 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Αίθουσα Β'
Ο Στέργιος έχει γενέθλια, και τα περνά σε παροξυσμό. Φωνάζει στη μητέρα του, τριγυρίζει στη Θεσσαλονίκη, λέει στην ξαδέρφη του ότι την αγαπά, πριν την παρασύρει στο κατεστραμμένο εξοχικό της οικογένειας για να βρει και η ταινία την τραγική της κατάληξη. Ο Στέργιος είναι κομμάτι μιας ευρείας οικογένειας που περνάει τα ίδια· βλέπουμε σκηνές με τα μέλη της σε αντίστοιχη ένταση, στο παρόν και το παρελθόν, και ταυτόχρονα εικόνες της χώρας σε πολιτικό αναβρασμό –και πάλι, στο παρόν και στο παρελθόν. Κάθε αρχείο σε αυτή την ταινία είναι σε αναταραχή. Και η οικογένεια δεν είναι απλώς το καθρέφτισμα της χώρας –είναι, όπως κι αυτή, μια βόμβα σε διαρκή απασφάλιση.
Ο Φόβος του Κώστα Μανουσάκη (1966) - Παρασκευή 29 Νοεμβρίου στις 21:00 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Αίθουσα Β'
Γράφει για τον Φόβο ο Σύλλας Τζουμέρκας: «Επίσημη συμμετοχή στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βερολίνου το ’66, η ταινία (και ο σκηνοθέτης της έσβησε στο ξέσπασμα κινηματογραφικού κρετινισμού της δικτατορίας και κατά την επέλαση του βαριού ελληνικού αριστερού art-house της δεκαετίας του εβδομήντα. Επανεμφανίστηκε στην ΕΡΤ τη δεκαετία του ογδόντα, και μετά συχνότερα τη δεκαετία του ενενήντα, μάλλον ως ελληνικό σοφτ πορνό στο Star και τα υπόλοιπα ιδιωτικά κανάλια μετά τις έντεκα. Και εκεί ήταν που έχτισε ένα θρύλο. Εκεί για πρώτη φορά μπόλιασε. Γιατί τότε, έβλεπε πια (πολύ) τηλεόραση μια άλλη γενιά του ελληνικού σινεμά.»
Attenberg της Αθηνάς Τσαγγάρη (2010) - Κυριακή 1η Δεκεμβρίου στις 19.00 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Αίθουσα Β'
Σε μια άδεια βιομηχανική κωμόπολη, δυο νέες γυναίκες ανακαλύπτουν και αποσταθεροποιούν σεξουαλικότητα, συγγένεια, αστικό τοπίο και φιλία. Όλα αυτά κάτω από τη βαριά σκιά ενός πατέρα που πεθαίνει, μαζί με τις απόψεις του για την πόλη, την Ελλάδα και τη νεωτερικότητα. Γυρισμένο στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας (που χτίστηκε τη δεκαετία του ’60 για τους εργαζόμενους της Αλλουμίνιον της Ελλάδος), η ταινία είναι μια φεμινιστική αφήγηση μαθητείας που μπορεί να ιδωθεί ομοίως και ως αλληγορία της παράξενης ελληνικής πορείας προς τον εκσυγχρονισμό. Σκηνοθετημένη από την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη που την ίδια εποχή έκανε την παραγωγή των ταινιών του Λάνθιμου «Κυνόδοντας» και «Αλπεις».
Σπιρτόκουτο του Γιάννη Οικονομίδη (2002) - Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου στις 19:00 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Αίθουσα Β'
Προπηλακίζουν ακραία ο ένας τον άλλον· ουρλιάζουν· τα χάνουν· φτάνουν σε ψυχοσωματικά, μεταφορικά, βιολογικά, αφηγηματικά όρια. Κι όλο αυτό, το λεν οικογένεια –και μάλιστα ευημερούσα, νεοελληνική, σε νεοπλουτικό ντελίριο και επιχειρηματικό οίστρο. Στην πρώτη της παρουσίαση, είδαμε το Σπιρτόκουτο ως πρόκληση. Αργότερα έγινε μια ατέλειωτη πηγή αστείων που κυκλοφορούσαν στο ίντερνετ και αναπαράγονταν σε άλλες ταινίες και θεατρικά έργα. Πιο πρόσφατα συνειδητοποιήσαμε ότι κάτι αλήθεια, ήδη από τότε, συνέβαινε εδώ…
Στρέλλα του Πάνου Χ. Κούτρα (2009) - Τρίτη 3 Δεκεμβρίου στις 21.30 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Αίθουσα Β'
Προς το τέλος αυτής της (παλαιάς) ιστορίας βίας, εγκατάλειψης και απαγορευμένης αγάπης, η τρανς πρωταγωνίστρια Στρέλλα, βγαίνει να περπατήσει στην πόλη. Στο φόντο η Αθήνα-έτοιμη-για-την-Κρίση, και μαζί το σκηνικό για όσα θα έρχονταν: έκκληση αιτημάτων και νέων ταυτοτήτων στο δημόσιο χώρο, γενικευμένη αναταραχή, βία, νέα κινήματα, λαϊκές νίκες και τεράστιες ήττες. Ο χώρος δίπλα στη Στρέλλα σε αυτό τον περίπατο σε κάνει να θέλεις να δεις την ταινία αναδρομικά. Η επιρροή της άλλωστε υπήρξε τεράστια – όπως και το κεντρικό της μήνυμα: ότι μια νέου τύπου, κουήρ οικογένεια, όπως και μια νέα κουήρ Ελλάδα, είναι ήδη παρούσες, έστω κι ως πιθανότητα.
Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου (2009) - Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου στις 16:00 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Αίθουσα Α'
Για τα παιδιά αυτής της οικογένειας κόσμος είναι μόνο το σπίτι κι ο κήπος τους. Θα μπορέσουν να βγουν από αυτά μόνο όταν πέσει, τους λένε, ο κυνόδοντάς τους. Οι γονείς επιβάλλουν ανία, (κακή) εκπαίδευση, τάξη, σεξουαλική και βιοπολιτική λογιστική. Η παράξενη στάση των παιδιών όμως, αρχίζει να μοιάζει και λίγο σαν αντίσταση. Μια ταινία για τις δομές και τις (εθνικές) αλληγορίες, για επιβαλλόμενες λογικές και τρόπους να (μην) κυβερνιέσαι.
Οι μικρού μήκους ταινίες που περιλαμβάνονται στο αφιέρωμα «Κάτι Τρέχει με την Οικογένεια» θα προβληθούν όλες μαζί την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου στις 17.00 στο Exile Room και είναι οι εξής: «Μαμά, Γύρισα» του Δημήτρη Κατσιμίρη (2017), «Ενα Αλλιώτικο Παιδάκι» της Μαρίνας Δανέζη (2018), «Προφιτερόλ» της Χρυσάνθης Καρφή-Κώη (2017), «37 Μέρες» της Νικολέτας Λεούση (2018), «Washingtonia» της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη (2014), «Χρυσόψαρο» του Γιώργου Αγγελόπουλου (2017), «Εκτορας Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς» της Ζακλίν Λέντζου (2018).
Το αφιέρωμα «Κάτι Τρέχει με την Οικογένεια» που επιμελείται ο Δημήτρης Παπανικολάου στο πλαίσιο του 10ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου αποτελείται από 8 ταινίες μεγάλου μήκους και 7 ταινίες μικρού μήκους που ανατέμνουν την έννοια (ελληνική) «οικογένεια» στα χρόνια της Κρίσης, πριν από αυτήν και στο βηματισμό της προς το μέλλον.