Tο «Babyteeth», το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Σάνον Μέρφι, έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 2019, αφήνοντας ένα δυνατό στίγμα για το πώς το σύγχρονο σινεμά μπορεί να αποτυπώσει τα δύσκολα θέματα - μην παραδομένο σε συμβάσεις και πλησιάζοντας σπαρακτικά, αυθάδικα και χιουμοριστικά ακόμα και τον καρκίνο.
Διαβάστε την κριτική του Flix για το «Babyteeth» της Σάνον Μέρφι
H ταινία έκανε τον γύρο των φεστιβάλ, απέσπασε διακρίσεις και βραβεία (ειδικά για τις ερμηνείες του πρωταγωνιστικού ζευγαριού των Ελάιζα Σκάνλεν και Τόμπι Γουάλας) και βρήκε το δρόμο της και στις ελληνικές αίθουσες.
Το Flix επικοινώνησε με την Σάνον Μέρφι και τη ρώτησε πώς κανείς πλησιάζει τόσο δύσκολα θέματα, με σωστή συναισθηματική, καλλιτεχνική, αλλά και ηθική πυξίδα.
Διαβάστε τι μάς απάντησε.
Το «Babyteeth» ανέβηκε το 2012 ως θεατρικό έργο στην Αυστραλία. Τι σάς ενέπνευσε να το μεταφέρετε στη μεγάλη οθόνη; Και ποια η μεγαλύτερη πρόκληση, ώστε να μη φανεί η θεατρική του διάσταση;
Ειρωνικά, οι παραγωγοί είδαν την παράσταση και την επέλεξαν, κι όχι εγώ. Εγώ δεν την είχα δει. Διάβασα την υπέροχη σεναριακή μεταφορά που έκανε στο έργο της η Ρίτα Kάλεντζεϊ. Καθώς υπήρξε και η ίδια ηθοποιός, πριν αρχίσει να γράφει έργα και σενάρια, είχε μία γερή αίσθηση της διαφοράς των δύο μέσων και πώς θα έπρεπε να αλλάξει το στήσιμο, το στυλ, οι ερμηνείες. Ολοι είχαμε αυτό στον νου μας: να μη βγει «θεατρικό». Δεν γνωριζόμασταν με τη Ρίτα, αλλά αμέσως νιώσαμε μία καλλιτεχνική οικειότητα. Ξεκινήσαμε τις καριέρες μας από riff raff ανεξάρτητες θεατρικές σκηνές κι, επίσης, έχουμε και οι δυο επαναστατικές, αντικομφορμιστικές ιδέες για το πώς πρέπει να γυρίζονται οι ταινίες. Δεν μάς αρέσουν οι κανόνες και αναζητάμε πάντα την αλήθεια της ιστορίας. Η Ρίτα γράφει τα σενάριά της με τέτοιον δυνατό νατουραλισμό, που όταν μιλήσαμε για αγαπημένες μας ταινίες αποδείχθηκε το γιατί («Δαμάζοντας τα Κύματα», «Μια Γυναίκα Εξομολογείται», «Victoria»). Οι μεσότιτλοι/βινιέτες δεν υπήρχαν στο σενάριο της Ρίτα, αλλά υπήρχαν στο θεατρικό της. Τής ζήτησα να τους επανεντάξει, καθώς για μένα κρατούσαν έναν κινηματογραφικό ρυθμό και λειτουργούσαν σαν ένα υποσυνείδητο voice over της ηρωίδας.
Το θέμα της ταινίας είναι επώδυνο, σκληρό και πατάει πάνω στον πιο αρχέγονο φόβο μας: την αρρώστια, το θάνατο. Πιστεύετε ότι το σινεμά έχει τη δύναμη να μάς επιμορφώσει, να μάς παρηγορήσει, ακόμα και να μάς προσφέρει βάλσαμο και κάθαρση με τέτοιου είδους ιστορίες;
Το πιστεύω βαθιά. Θεωρώ ότι το να πηγαίνει κανείς σινεμά είναι ο πιο φθηνός τρόπος ψυχοθεραπείας. Κι επίσης θεωρώ ότι ο τρόπος που αφηγείσαι τις ιστορίες, όσο απομακρύνεσαι από χιλιοειπωμένα κλισέ και μελοδραματισμούς βοηθά σε μια νέα κατανόηση που βρίσκει απήχηση στον θεατή. Γιατί την αναγνωρίζει. Είναι και η δική του αλήθεια.
Ταυτόχρονα όμως, ελλοχεύει κάπου και ο φόβος του να εκμεταλλευτεί κανείς την άμεση συγκίνηση που προσφέρει η αρρώστια; Νιώσατε ότι έπρεπε να είστε ιδιαίτερα προσεκτική στο πώς στήνεται η κάθε σκηνή; Είχατε κάποιο προσωπικό όριο που δεν θέλατε με τίποτα να ξεπεράσετε, ώστε να μην νιώσετε ότι εκμεταλλεύστε την ηρωίδα και την ιστορία της;
Δουλεύω πολύ στενά με τους ηθοποιούς μου, ώστε να σκάψουμε από κοινού πολύ βαθιά, κι ακόμα βαθύτερα, και να βρούμε αυθεντικότητα – στην αρρώστια και στα συναισθήματα που ξυπνά. Το λάθος είναι να πατήσει κανείς στα έτοιμα και προφανή στερεότυπα. Ηταν πολύ σημαντικό για μένα η «Μίλα» να ζει μια αυθεντική ζωή. Είναι μία κοπέλα που δεν εστιάζει στον καρκίνο της, αλλά σε όλα όσα αναλώνονται οι έφηβοι: τις επιθυμίες, τους έρωτες, τα πάρτι. Μόνο που για εκείνην, η ανάγκη να τα ζήσει είναι μεγαλύτερη και τρέχει πιο γρήγορα, γιατί ξέρει ότι δεν έχει χρόνο.
Οι κεντρικοί πρωταγωνιστές, η Ελάιζα Σκάνλεν (την είδαμε και την θαυμάσαμε τελευταία τόσο στις «Μικρές Κυρίες», όσο και το «Sharp Objects») κι ο Τόμπι Γουάλας (που κέρδισε και το βραβείο ερμηνείας στη Βενετία) προσφέρουν νατουραλιστικές, αλλά ταυτόχρονα έντονες, δυναμικές ερμηνείες. Πείτε μας γιατί τους επιλέξατε και πώς συνεργαστήκατε μαζί τους, ώστε να βγει κάτι τόσο φυσικό κι οργανικό; Τους επιτρέψατε να αυτοσχεδιάζουν αρκετά;
Κι όμως, δεν υπάρχει κανένας αυτοσχεδιασμός στην ταινία – όσο αφορά στο σενάριο, τουλάχιστον. Τη γυρίσαμε λέξη προς λέξη, γιατί είχαμε ένα υπέροχο κείμενο. Ομως, ναι, επιτρέπω αρκετό χώρο για να πειραματιστεί κανείς και να είναι αυθόρμητος στην ερμηνεά του. Δεν είχα πολύ χρόνο για πρόβες – μία εβδομάδα με τον Τόμπι και την Ελάιζα, και μόλις 3 μέρες με την υπόλοιπη οικογένεια. Ομως ο Τόμπι είναι γνωστός στην Αυστραλία, έχει ξεκινήσει την καριέρα του από μικρό παιδί. Εχει μια υπέροχη ψυχή και πολύ ανεπτυγμένο ένστικτο στις ερμηνείες του. Διαβάζει πολύ, προσφέρει βάθος στους ρόλους του και τους ερμηνεύει με συγκινητική γενναιοδωρία. Ταυτόχρονα έχει μυαλό σκηνοθέτη – οπότε είναι πάρα πολύ εύκολο να του εξηγήσεις κάτι, να στήσεις κάτι μαζί του. Η Ελάιζα είναι ευφυής – να φανταστείτε ότι έμαθε να παίζει βιολί μέσα σε 3 μόνο εβδομάδες. Ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά τολμηρή, σοφή πέρα από την ηλικία της, ταλαντούχα και καλλιτέχνης μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Να είστε σίγουροι ότι θα μας απασχολήσουν με τις καριέρες τους για πολλά πολλά χρόνια.
Η εικόνα της ταινίας, η αισθητική και το στιλ της είναι έντονα πρωταγωνιστικά στοιχεία, επίσης. Πώς επιλέξατε τον τόνο και την ατμόσφαιρα με τον διευθυντή φωτογραφίας Αντριου Κόμις;
Εμπνευσή μου ήταν η ανάγκη να πλάσω έναν κόσμο που θα μπορούσε να επιβιώσει η ομορφιά της νιότηας, παρόλο το σκοτεινό θέμα. Ηθελα να δείξω τη ζωή ολόκληρη. Ολα έχουν να κάνουν με το χώρο που καταλαμβάνουμε όσο ζούμε και την απουσία στο χώρο που αφήνουμε πίσω. Ξέραμε λοιπόν ότι η ζωή της Μίλα έπρεπε να δείχνει, σε κάθε σκηνή, και τη χαρά και τη λύπη και το χιούμορ και την τραγωγία. Η χρωματική παλέτα, το design, η ενδυματολογία – όλα είχαν αυτό ως οδηγία. Για παράδειγμα, στα 16α γενέθλιά της έχουμε και κάποια διακριτικά διακοσμητικά στοιχεία της Μέρας των Νεκρών. Αυτός είναι ο τόνος της ταινίας, να κρατούν την αντίστιξη των συναισθημάτων και να μην υποκύπτει η ατμόσφαιρα σε μελοδραματισμούς και κλισέ. Ο τρόπος του Αντι να κρατά μια προσωπική σχέση με το θέμα του είναι ότι γίνεται κομμάτι της δράσης. Δεν στήνει την κάμερα στην γωνία του δωματίου, δεν κινηματογραφεί πάνω από τους ώμους των ηρώων, αλλά μπαίνει μέσα στη σκηνή, μέσα στη δράση. Ετσι κι ο θεατής δεν παρατηρεί, αλλά το ζει, το νιώθει, είναι μέρος της κίνησης, της συζήτησης.
Αγαπάμε πολύ τις συνεργασίες σας με δυνατές γυναικείες πένες. Εκτός από το «Babyteeth» και το πώς δουλέψατε με την Ρίτα Kάλεντζεϊ, μπορείτε να μάς σχολιάσετε και τη συνεργασία σας με την πολύ αγαπημένη μας Φίμπι Γουάλερ-Μπριτζ στο «Killing Eve»; Είναι συνειδητή σας απόφαση να επιλέγετε πρότζεκτς που φέρνουν διαφορές και δυνατές γυναικείες ιστορίες στο mainstream κοινό;
Δεν το έκανα ποτέ συνειδητά, όχι. Από το ξεκίνημά μου στο θέατρο ακόμα επέλεγα γυναίκες συγγραφείς, γιατί πάντα κριτήριό μου ήταν να επιλέγω ενδιαφέρουσες ιστορίες ανθρώπων και πάντα έβρισκα τις γυναίκες πιο ενδιαφέρουσες. Ενθουσιαζόμουν με γυναίκες ηρωίδες γιατί μπορούσα να καταλάβω και να συναισθανθώ καλύτερα την ψυχολογική τους κατάσταση, καθώς προερχόμουν κι εγώ από παρόμοιους εσωτερικούς κόσμους. Αυτό που έχει ενδιαφέρον στην εποχή μας είναι ότι όντως αυτές οι γυναικείες πένες τώρα βρίσκουν επιτυχία στο μαζικό κοινό, το οποίο έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με το γυναικείο βλέμμα κι όχι το πώς πέφτει το ανδρικό πάνω στη γυναίκα. Οσο βλέπαμε σενάρια και έργα αντρών να μιλούν για γυναίκες, θεωρούσαμε ότι αυτό ήταν. Δεν ισχύει πια.