Οι «Μικρές Κυρίες» της Λουίζ Μέι Αλκοτ (που κυκλοφορησε αρχικά σε δύο τόμους, το «Little Women» το 1868 και το «Good Wives» το 1869 και σε ένα τόμο ως «Little Women» το 1880) ήταν ήδη από την πρώτη του έκδοση ένα βιβλίο της εποχής του και την ίδια στιγμή ένα βιβλίο που κοιτούσε μπροστά από την εποχή του. Η εν μέρει αυτοβιογραφική ματιά της Αλκοτ πάνω στη ζωή και τις ερωτικές περιπέτειες των τεσσάρων κοριτσιών της οικογένειας Μαρτς δεν απείχε ιδιαίτερα από τα νεανικά και τα ρομαντικά αναγνώσματα της εποχής, αλλά ήταν μια άλλοτε αδιόρατη και άλλοτε υπογραμμισμένη διάθεση ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης που θα χάριζε για πάντα στη Μεγκ, τη Τζο, την Μπεθ και την Εϊμι μια όχι προκλητική ώς προς τα ήθη της εποχής αλλά ωστόσο σαφή επίστρωση χειραφέτησης: όλα να γίνουν όπως πρέπει και όπως αναλογούν στις επιταγές της κοινωνίας, με μοναδική προϋπόθεση να είναι όλα θέμα προσωπικής επιλογής.
Στην ίδια λογική του ταυτόχρονα κλασικού και του μοντέρνου - με αναλογίες που δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτές της Αλκοτ και αυτό έχει τη σημασία του για την αριστουργηματική σεναριακή διασκευή της ίδιας της Γκρέτα Γκέργουιγκ - κινείται και αυτή η έβδομη κατά σειρά ταινία βασισμένη στις «Μικρές Κυρίες», με πιο γνωστές και άξιες λόγου αυτή του Τζορτζ Κιούκορ το 1933 και αυτή της Γκίλιαν Αρμστρονγκ το 1994. Χωρίς να μπορεί κανείς να το εξηγήσει παρά μόνο… κινηματογραφικά, δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή στην ταινία της Γκρέτα Γκέργουιγκ που να μην αποδίδει πιστά την μετεμφυλιακή Αμερική των τελών του 1800, κι όμως άλλοτε ανεπαίσθητα (από τον φωτισμό και τα κοστούμια) και άλλοτε πιο έκδηλα (από μικρές προσθήκες πρόζας) το νιώθεις πως αυτά τα κορίτσια δεν μεγαλώνουν μόνο για να συναντήσουν την αυγή του 19ου αιώνα, αλλά και το σήμερα.
Η αρχετυπική ιστορία των αδερφών Μαρτς, της ατίθασης Τζο που θέλει να γίνει συγγραφέας, της πιο συντηρητικής Μεγκ που θα παντρευτεί τον καλοκάγαθο Τζον, της πεισματάρας Εϊμι που θα διεκδικήσει και θα κερδίσει τον Λόρι που αγαπάει τη Τζο, της αθώας Μπεθ που δεν θα προλάβει να γνωρίσει τον έρωτα, οι μικρές και οι μεγάλες χαρές και οι μικρές ή μεγάλες τραγωδίες τους, γίνονται στα χέρια της Γκρέτα Γκέργουιγκ ένα καινούριο βιβλίο από μόνο του. Δεν είναι μόνο ο τρόπος της αφήγησης που αλλάζει σε σχέση με το πρωτότυπο υλικό, ταξιδεύοντας από το παρόν στο παρελθόν και συχνά μέσα στην ίδια σκηνή σε ένα αποκαλυπτικό συχνά παιχνίδι με τους δύο χρόνους, αλλά κυρίως η διάθεση της Γκέργουιγκ να «ξαναδιαβάσει» αυτήν την ιστορία ενηλικίωσης με όρους ελαφρά πειραγμένους.
Σε απόλυτη συνέπεια με την πρώτη της υπέροχη σκηνοθετική δουλειά, το προ διετίας «Ladybird», η Γκρέτα Γκέργουιγκ, επιμένει σε ένα σινεμά που, παρά τις επιταγές της εποχής και το δυναμισμό της φεμινιστικής ματιάς του, δεν παρασύρεται από το hype, δεν φωνάζει τα μηνύματά του, αντίθετα, το βλέπεις, ότι μένει προσκολλημένο στις βασικές αρχές της μυθοπλασίας προσπαθώντας με κώδικες γνώριμους και τεχνική κλασική να μιλήσει για το σήμερα. Χωρίς να προφασίζεται ότι εφευρίσκει από την αρχή το σινεμά, αλλά αποθεώνοντας την πρωταρχική δύναμή του, κάθε ταινία της Γκέργουιγκ είναι σαν να «διορθώνει» λίγο ό,τι προηγήθηκε: στην περίπτωση του «Ladybird» κάθε ταινία με μια έφηβη που κάνει το μεγάλο βήμα προς την ενηλικίωση και στην περίπτωση των «Μικρών Κυριών» όλη την προϊστορία ενός βιβλίου που μίλησε πρώτη φορά για κορίτσια με απτές επιθυμίες (ή για να είμαστε πιο δίκαιοι για κορίτσια που μίλησαν πρώτη φορά για τις επιθυμίες τους).
Δύσκολα θα βρεις άλλη σκηνοθέτη στην εποχή μας να σε βάζει τόσο αρμονικά μέσα στη ζωή των κοριτσιών, όσο το κάνει και εδώ η Γκέργουιγκ στις στιγμές ανεμελιάς ανάμεσα στις τέσσερις αδελφές. Δύσκολα θα βρεις όμως και άλλη σκηνοθέτη στην εποχή μας να σκηνοθετεί το κάθε κορίτσι με το δικό του τόνο, φως και ενορχήστρωση, χωρίς να χάνεται ούτε μια στιγμή ο συνολικός ρυθμός της ταινίας. Μελετημένες καθώς οδηγούν στο φινάλε, όλες οι σκηνές αυτής της διασκευής στις «Μικρές Κυρίες» βρίσκονται εκεί για να συνθέσουν τη μεγάλη εικόνα μιας ακόμη (ρομαντικής) ενηλικίωσης, αλλά και μαζί ενός κόσμου που αλλάζει, μιας στιγμής στην οποία συναντιούνται η ανάλαφρη παιδικότητα, η εφηβική οργή, η μελαγχολία με τη θλίψη και το απότομο πέρασμα από τα κορίτσια στις κυρίες. Και με αγέρωχη πυξίδα εκείνη την ατάκα που ακόμη περισσότερο και από το «σεναριακό» φεμινιστικό ξέσπασμα της Εϊμι της Φλόρενς Πιου («Ο κόσμος είναι σκληρός για τα φιλόδοξα κορίτσια»), βρίσκει την Μεγκ της Εμα Γουάτσον να υπερασπίζεται απέναντι στην… μοντέρνα Τζο της Σέρσα Ρόναν το δικαίωμά της στο γάμο: «Επειδή τα όνειρα μου είναι διαφορετικά από τα δικά σου, δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερο σημαντικά».
Μην επιχειρήσετε καν να διακρίνετε «πίσω από τις γραμμές» αυτής της ταινίας, τι είναι πιστό στο βιβλίο της Αλκοτ και τι θαρραλέα προσθήκη ή διαγραφή της Γκέργουικ. Και μην παραξενευτείτε καθόλου αν οι «Μικρές Κυρίες» σας φανούν πολύ κλασικές, ούτε όμως να ανησυχήσετε όταν καθώς περνάει η ώρα ανακαλύπτετε ότι χωρίς να αλλάξει τίποτα, κοστούμια και σκηνικά χάνουν τα διακριτικά της εποχής τους και μοιάζουν απόλυτα σημερινά. Μην βιαστείτε επίσης να διαβάσετε αυτήν την ταινία σαν ένα απωθημένο μιας δημιουργού να διασκευάσει το αγαπημένο της βιβλίο, αφού πολύ γρήγορα μέσα στην ταινία είναι φανερό πως το πραγματικό απωθημένο της Γκέργουιγκ είναι να διασκευαστεί με τον απαιτούμενο σεβασμό στην εποχή που το γεννά ως μια κινηματογραφική ταινία προορισμένη να απευθυνθεί στο κοινό των 2020s. Μην προσπαθήσετε να ξεχωρίσετε καλύτερη ερμηνεία, ακόμη και ανάμεσα στις πιο «προνομιούχες» μικρές κυρίες Σέρσα Ρόναν και Φλόρενς Πιου - αφού το ensemble εδώ (από τη Λόρα Ντερν και την Εμα Γουάτσον μέχρι τον Τίμοθι Σαλαμε, τον Λουί Γκαρέλ και τη Μέριλ Στριπ) είναι ένα από τα καλύτερα που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Και, σε καμία περίπτωση, μην χάσετε ούτε λεπτό από την απόλαυση μιας ταινίας που μιλάει για το σήμερα χωρίς να μετακινηθεί καθόλου από το παρελθόν, απόλυτα μοντέρνου, δηλαδή, ήδη από τον πυρήνα του.