Στο αστραφτερό Μαϊάμι της δεκαετίας του ‘50, το πιο πολυτελές ξενοδοχείο είναι το Μιραμάρ και ο ιδιοκτήτης του, ο γοητευτικός Aικ Εβανς (στο ρόλο ο Τζέφρι Ντιν Μόργκαν, διάσημος για το ρόλο του ως Ντένι στο «Grey’s Anatomy»). Είναι από αυτά τα γυαλισμένα, σχεδόν παστέλ σκηνικά όπου ο ήρωας μπορεί να πετύχει τη μαγική ώρα της μέρας ενώ κάθεται στο μπαλκόνι της σουίτας του ξεφυσώντας τον καπνό ενός πούρου και χάνεται παράλληλα σε έναν βαθύ εσωτερικό μονόλογο, αφήνοντας πίσω του να χαϊδεύονται μεταξύ τους όλες οι πιθανές χρωματικές αποχρώσεις που μπορεί να πάρει ένα σούρουπο.
Το «Magic City» είναι το είδος της σειράς που θα κάνει ό,τι μπορεί για να σου γαργαλήσει τον αμφιβληστροειδή: τα χρώματα είναι πολύ όμορφα, τα σκηνικά πολύ γυαλιστερά, οι άντρες πολύ στιβαροί, οι γυναίκες πολύ καυτές, τα ρούχα τους πολύ λίγα. Είναι η δήλωση του Starz, του καναλιού που μας φέρνει τον «Σπάρτακο» πως ναι, δικαιούται κι εκείνο να τρώει στο τραπέζι των μεγάλων.
Στο σοβαρό, όσο και - οριακά ζωγραφιστά - όμορφο Μαϊάμι των 50s, ο Αικ Εβανς έχει τα προβλήματά του. Γι’αυτό και είναι τόσο σκεπτικός στο μπαλκόνι του, εξάλλου. Εχει αναγκαστεί να έρθει σε ενός είδους συνεννόηση με τον τοπικό αρχι-μαφιόζο, Μπεν Ντάιαμοντ (ο Ντάνι Χιούστον στην πιο κεφάτη και ΤζακΝικολσονική ερμηνεία του καστ), η οποία εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία του Μιραμάρ ενόψει μιας εμφάνισης του Φρανκ Σινάτρα. Ομως αυτές οι συμφωνίες, ειδικά όταν δεν γίνονται υπό τις καλύτερες των συνθηκών, ξέρουμε συνήθως πού οδηγούν.
Ταυτόχρονα ο γιος του Αικ, από ολόκληρο το Μαϊάμι, πάει και τα φτιάχνει με τη νέα σύζυγο του Ντάιαμοντ. Δυνατή πινελιά.
Την υπόλοιπη σειρά μπορείτε λίγο πολύ να τη μαντέψετε. Δε συμβαίνει απολύτως τίποτα που θα κάνει τον θεατή για μια στιγμή να σηκώσει το βλέμμα με έκπληξη ή θα τον υποχρεώσει να ενώσει τελείες.
Επιπλέον, δε συμβαίνει τίποτα που να σημαίνει και τίποτα. Να το πούμε αλλιώς: Το «Magic City» είναι όλο στιλ, καθόλου ουσία. Υπάρχει μια ακολουθία πομποδών διαλόγων και αναμενόμενων γεγονότων που α) συνήθως περιλαμβάνουν κάποια πανέμορφη σύζυγο (είτε τη λένε Ολγκα Κουριλένκο είτε Τζέσικα Μαρέ) που είναι απαστράπτουσα, τέλεια, και σε κανένα παράλληλο σύμπαν δεν πείθει ότι ανήκει σε εκείνη την εποχή και β) στερείται μιας αναλυτικής ή έστω εσωστρεφούς διάθεσης, που θα μας κάνει να σκεφτούμε οτιδήποτε πέραν του «όμορφα χρώματα». Συγχαρητήρια στον διευθυντή φωτογραφίας Γκάμπρειλ Μπεριστάιν, αλλά κατά τα άλλα;
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει τίποτα κακό με μια σειρά που υπερήφανα προτάσσει την έλλειψη βάθους της ως προτέρημα, τονίζοντας όσο πρέπει κάθε άλλο της στοιχείο. Οπως, καλή ώρα, ο «Σπάρτακος» που λέγαμε, μια εθιστική ωδή στο αίμα, το σπέρμα και το ακραίο κιτς του green screen - εκεί που ο εκχυδαϊσμός γίνεται τέχνη της απόλαυσης. Η διαφορά είναι πως το «Magic City», μέσω του δημιουργού του, Μιτς Γκλέιζερ επιχειρεί να είναι κάτι άλλο. Κάτι σκεπτόμενο, βαθύ, σοβαρό. Ο Γκλέιζερ είναι ένας παλιός αρθρογράφος του Rolling Stone που έγινε σεναριογράφος - μεταξύ άλλων - του «Scrooged» (και του περσινού «Passion Play» που απολύτως λογικά δε θυμάστε), ο οποίος γεννήθηκε στο Μαϊάμι και ουσιαστικά μεγάλωσε σε ξενοδοχεία.
Εδώ είναι όμως που οι συνταγές πάντοτε στραβώνουν. Προσέξτε πώς η ιστορία επαναλαμβάνεται, και μάλιστα τόσο σύντομα.
Καθώς το αχόρταγο Χόλιγουντ δε σταματά ποτέ να επιχειρεί να αναπαράγει κάθε τι πετυχημένο βγει από τα σπλάχνα του, οι σειρές-φαινόμενα δε θα μπρούσαν να έχουν άλλη μοίρα. Χρόνια τώρα, κάθε δίκτυο που εκπέμπει στις ΗΠΑ έχει προσπαθήσει σε κάποιο σημείο του προγραμματισμού του να δημιουργήσει ένα δικό του «Lost». Δεκάδες σειρές, από το 2004 ως σήμερα, αναπαράγουν τα διάφορα στοιχεία που θεωρούν πως έκαναν το «Lost» τόσο πετυχημένο - από τα διαρκή μυστήρια μέχρι τα έγχορδα στο μουσικό ντύσιμο. Καμία δεν πέτυχε φυσικά. Γιατί καμία δεν συνειδητοποίησε πως η επιτυχία δεν ήταν στα μυστήρια του σκηνικού, αλλά στα μυστήρια των χαρακτήρων.
(Ίσως το «Fringe» αποτελεί μοναδική εξαίρεση, αλλά ό,τι πέτυχε το έκανε τελικά με δικούς του όρους, πατώντας τελικά περισσότερο στο μοντέλο των «X-Files». Aσε που δημιουργήθηκε από τον ίδιο άνθρωπο.)
Αν μετά το sci-fi «Survivor» του Τζέι Τζέι Eιμπραμς υπήρξε μια άλλη σειρά που τόσο παγίδευσε το zeitgeist και μονοπώλησε τις συζητήσεις, είναι το «Mad Men». Για μια ακόμη φορά, η ενστικτώδης αντίδραση έλεγε: Πάρε την εποχή, τα ντυσίματα, τις μουσικές, τους καπνούς, το αλκοόλ, τις συμπεριφορές αγροίκων. Το vintage είναι το απόλυτο hip, από τα charts μέχρι τα ρουχοπάζαρα. Ξαφνικά έχουμε γκανγκστερικά δράματα εποχής, βιογραφίες εποχής, σαπουνόπερες εποχής. Και, από το λυπηρό «Playboy Club» μέχρι αυτό εδώ, το «Magic City», κανένα δεν πετυχαίνει. Γιατί κανένα δεν συνειδητοποίησε πως η επιτυχία δεν ήταν στην ανασύσταση του τότε, αλλά στην εξερεύνηση του τώρα σε συνάρτηση με το τότε.
Στη Μαγική Πόλη του Μαϊάμι των ‘50s, η εικόνα είναι σαγηνευτική, αλλά κάπως νεκρή μέσα της. Ο Μιτς Γκλέιζερ δε μοιάζει να ενδιαφέρεται να σου πει πολλά πράγματα για το τι πράγματι συνέβη εκείνη την εποχή στην Αμερική, παρά θέλει να χαθεί μέσα σε αυτό τον κόσμο νοσταλγίας και ρετρολαγνείας - iσως θα έπρεπε να έχει δει τo «Μεσάνυχτα στο Παρίσι». Αναλόγως τις αντοχές του καθενός αυτό μπορεί να είναι από πολύ βαρετό έως και συναρπαστικό. Εξάλλου ένας από τους βασικούς συντελεστές της σειράς, ο Εντ Μπιάνκι, έχει σκηνοθετήσει για μερικές από τις πιο εντυπωσιακές σύγχρονες σειρές - μεταξύ αυτών περίπου το ¼ ολόκληρου του «Deadwood». Ο άνθρωπος ξέρει πώς να στήσει ένα κάδρο, και πώς σε κάνει να θες να το κοιτάς αδιάκοπα.
Ομως μην κοιτάξεις πολύ έντονα: Ο Τζέφρι Ντιν Μόργκαν (σαν άλλος Σον Μπιν, κι αυτός διάσημος για σωρεία νεκρών χαρακτήρων) είναι γοητευτικός, αλλά το cool/σκληρό χαμόγελό του μοιάζει σαν αποκριάτικη μάσκα. Τα χρώματα και τα σκηνικά απέχουν μια απόχρωση από το να προσεγγίζουν την ψηφιακή παλέτα του «Σπάρτακου». Οι σκηνές έντασης είναι στημένες σα να ήταν σε θέατρο. Το καστ είναι φωτογενές, αλλά με σημερινούς όρους: Κανείς δεν έχει την αβίαστα ρετρό αύρα ενός Τζον Χαμ, μιας Κριστίνα Χέντρικς, ενός Τζον Σλάτερι, δηλαδή ηθοποιών που αν τους έβλεπες σε μια ασπρόμαυρη ταινία, θα δεχόσουν με ευκολία πως ανήκουν στο τότε.
Το «Magic City» (που μάλιστα ανανεώθηκε για 2η σεζόν πριν κάν γίνει η πρεμιέρα της 1ης) είναι άρτια κατασκευασμένο, δίχως όμως να μπορεί να φτάσει παραπέρα από αυτό που σου δείχνει (με την όποια του δεξιοτεχνία) ανά πάσα στιγμή. Θέλησε να μαγειρέψει κι αυτό μια πετυχημένη συνταγή, όμως έκανε το ίδιο λάθος που κάνουν -πάντα- όλοι: Κοιτώντας αυτό που στόχευε να αναπαράγει, αντέγραψε τα στοιχεία που το κάνουν πετυχημένο, όχι όμως εκείνα που το κάνουν σπουδαίο.