Περίμενε ποτέ κανείς πως θα φτάναμε ως εδώ;
Η σειρά που άρχισε ως ένας συχνά αργόσυρτος σύχρονος κλώνος των «X-Files» εξελίχθηκε σε ένα αίνιγμα που απλώνεται σε περίπου μισή ντουζίνα διαφορετικά σύμπαντα και πραγματικότητες, χρονολογώντας την υπεράνθρωπη προσπάθεια ενός άντρα να κρατήσει ασφαλή την οικογένειά του- χωρίς να νοιάζεται για το κόστος.
[Ακολουθούν spoilers για όλη τη σειρά και συγκεκριμένα και για το φινάλε.]
Τι συμβαίνει λίγο-πολύ σε αυτό το διπλό φινάλε: Στο πρώτο μέρος η Ολίβια παίρνει κορτέξιφαν power-ups για να σώσει τον Μάικλ από τα χέρια των Observers μεταπηδώντας μερικές φορές στο Κόκκινο Σύμπαν, σε μια παρα-πλοκή που υπάρχει απλώς και μόνο επειδή θα ήταν κουλ να ξαναδούμε το Κόκκινο Σύμπαν. Καμία αντίρρηση, απολύτως δεκτό.
Στο δεύτερο μέρος, η ομάδα βοηθάει τον Ντόναλντ/Σεπτέμπερ να φτιάξει μια μηχανή που θα δημιουργήσει τούνελ στο χρόνο, ώστε να μπορέσουν να στείλουν τον Μάικλ στη μελλοντική στιγμή της δημιουργίας των Observers. Η ύπαρξη του Μάικλ (ο οποίος συνδυάζει μυαλό και καρδιά) θα πείσει τους επιστήμονες πως δε χρειάζεται να κόψουν XP πόντους από το συναίσθημα για να το δώσουν στο IQ, οπότε κανείς δε θα δημιουργήσει τους Observers, οπότε αυτό το αποκαρδιωτικό μέλλον δε θα συμβεί ποτέ, οπότε όλα καλά.
Το «Fringe» λοιπόν ταξίδεψε πολύ, ταξίδεψε μακριά, ταξίδεψε πολύ πιο πέρα από όπου μπορούσε κανείς να φανταστεί στη διάρκεια των πρώτων εκείνων επεισοδίων, και αυτή η διαρκής αναζήτηση το κάνει μια ντε φάκτο ανεκτίμητη προσθήκη στο πάνθεον του τηλεοπτικού sci-fi. Όμως την τελευταία διετία τα προβλήματα ήταν περισσότερα από τα θετικά. Μια κάκιστη σεναριακή στροφή στο τέλος της 3ης σεζόν μας πέταξε εντελώς έξω από τη σειρά, επιλέγοντας την κλεψιά του reboot ως δημιουργική κατεύθυνση.
Σκεφτείτε το: To «Fringe» είναι μια σειρά που λειτουργεί βάσει της συναισθηματικής αλήθειας των χαρακτήρων της. Όταν οι χαρακτήρες ξαναγράφονται με τυχαίο τρόπο, τι υπάρχει για να σε κρατήσει; Τι σημαίνουν πια όλα; Η 4η σεζόν ήταν μια άσκηση στη ματαιότητα. Η 5η σεζόν είναι απλά το μακρόσυρτο κυνήγι ενός MacGuffin. Δεν ήταν κακή, απλώς σε συνδυασμό με την λογική πίσω από την 4η, υπήρχε μια αόριστη αίσθηση πως αυτό που βλέπουμε ‘δεν μετράει’.
Ένα μικρό παράδειγμα από το φινάλε. Η σκηνή αποχαιρετισμού του Γουόλτερ με την Άστριντ είναι πολύ γλυκιά. Μαζί βρίσκουν την αγελάδα που τους έκανε παρέα από τον πιλότο της σειράς. Εκείνη κλαίει, εκείνος θυμάται το όνομά της. Είναι υπέροχο, της λέει. Θα ήταν τέλειο αν σε κάποια από τις διάφορες εκδοχές του Γουόλτερ (που από ένα σημείο και μετά ήταν σαν παζλ που βάζεις και βγάζεις κομμάτια μέχρι που δε θες άλλο να το κοιτάς και το παρατά ανολοκλήρωτο) η σχέση τους δεν είχε μεταβληθεί τόσο, εκείνος δεν την είχε ξαναπεί με το όνομά της, εκείνη δεν είχε γίνει πιο αταίριαστα badass, κλπ.
Ας θυμηθούμε κάτι από τα παλιά.
5 χρόνια πριν το FOX ξεκίνησε ένα πείραμα. Είναι εξάλλου ένα δίκτυο που συχνά πειραματίζετα, αλλά αυτό το συγκεκριμένο εγχείρημα έχει ιδιαίτερο ενιδαφέρον. Δύο σειρές επιστημονικής φαντασίας έκαναν πρεμιέρα το ίδιο φθινόπωρο, αντιπροσωπεύοντας τις υψηλές προσδοκίες των ανθρώπων του καναλιού για ένα φιλόδοξο, σκεπτόμενο sci-fi από τους καλύτερους του είδους. Ο Τζος Γουίντον με το «Dollhouse» του κι ο Τζέι Τζέι Έιμπραμς με το «Fringe» του μας σύστησαν κόσμους στους οποίους τα όρια της ηθικής είναι διαρκές αντικείμενο προς αναζήτηση, σε σειρές άνισες μεν, αλλά γεμάτες συναίσθημα, συναρπαστικές ιδέες, πολύ πόνο και λύτρωση που τελικά περνά μέσα από ένα δυστοπικό μέλλον.
Αν όμως το «Dollhouse» εγκατέλειψε τα εγκόσμια πολύ πιο νωρίς, πρόλαβε παρόλαυτά να το κάνει με τον σωστό τρόπο. Δεν θα κάνουμε spoiler για εκείνη τη σειρά (όποιος δεν την έχει δει αξίζει να το κάνει), απλώς θα περιοριστούμε στο να πούμε πως αυτά που έβλεπες είχαν βαρύτητα και σημασία. Οι μοίρες των χαρακτήρων ήταν ανατριχιαστικές. Κάθε πράξη, κάθε απόφαση, έκρυβε αλήθεια και συνέπειες. Αυτά είναι στοιχεία βασικά όταν φτιάχνεις ένα δράμα.
Για να επανέλθουμε στο «Fringe», αυτά ήταν τα στοιχεία που το έκαναν σπουδαίο- όταν ήταν σπουδαίο. Στο κέντρο της σειράς βρέθηκε η συντετριμμένη σχέση ενός τραγικού πατέρα με τον γιο του, και ξαφνικά όλα είχαν σημασία. Τα πειράματα, τα ταξίδια, τα παράλληλα σύμπαντα, οι Observers- όλα. Τα ηθικά ερωτήματα περί μοίρας, ευθύνης, συνεπειών, περί -αν θες- του τι σημαίνει αγάπη, αφοσίωση, οικογένεια, όλα περασμένα μέσα από το ταξίδι του Γουόλτερ Μπίσοπ (ένας μεγαλειώδης Τζον Νομπλ στον οποίον αξίζουν όλα τα Έμμυ του κόσμου που ποτέ δε θα πήγαιναν σε μια τέτοια σειρά), όλα μέτραγαν.
Όχι τυχαία, οι στιγμές του φινάλε που ξεχωρίζουν, είναι αυτές που περιστρέφονται γύρω από αυτόν. Όταν καθίσταται σαφές πως θα είναι εκείνος που θα πάρει τον Μάικλ στο μέλλον για να φτιάξει το παρελθόν (και δεν πιστεύω κανείς να την πάτησε από τον αντιπερισπασμό του Ντόναλντ), μοιράζεται μια σκηνή με τον Πίτερ που μας ταξιδεύει κατευθείαν στην καρδιά της σειράς, από χρόνια πριν.
Εξηγεί στον Πίτερ πόσο ευλογημένος είναι που πέρασε έστω αυτά τα χρόνια μαζί του. (Μιλάει και για την ίδια τη σειρά, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να έχει τη μοίρα του «Dollhouse».) Του μιλάει βουρκωμένος για τον κλεμμένο χρόνο, αυτόν που τους επέτρεψε να αναθερμάνουν αυτή την υπέροχη σχέση που νωρίτερα δεν είχαν ποτέ. Για όλες τις μεγαλόσχημες δηλώσεις περί πεπρωμένου και ευθύνης, εκφρασμένες σε πομπώδη τόνο από κάτι καραφλούς κυρίους χωρίς συναίσθημα, το «Fringe» καταλήγει -ταιριαστά- σε μια απλή δήλωση αγάπης και αποχωρισμού από τον πατέρα στον γιο του:
«Ξεγέλασα τη μοίρα για να είμαι μαζί σου», του λέει.
Αυτή είναι Η Στιγμή της σειράς. Όλα εδώ οδηγούσαν. Σε έναν άντρα που κάποτε κόντεψε να καταστρέψει δύο σύμπαντα επειδή δε μπορούσε να αποχωριστεί τον γιο του, τώρα να αναλαμβάνει να σώσει τον κόσμο λέγοντας το αντίο.
Είναι υπέροχο και απόλυτα συνεπές με τις ομορφότερες στιγμές της σειράς. Ακόμα και στα εντελώς αυτοτελή του επεισόδι, το «Fringe» άγγιζε το μεγαλείο όταν μίλαγε για ανθρώπους πληγωμένους, χαλασμένους υπό μία έννοια, που έκαναν τα πάντα για να βρουν τη συναισθηματική τους ειρήνη, γι’αυτούς και για εκείνους που αγαπάνε- ακόμα κι αν στην πορεία διατάραζαν την ισορροπία του σύμπαντος ή του χρόνου ή ό,τι άλλο παλαβό μπορείς να σκεφτείς.
Πόσο κρίμα λοιπόν που με ένα ακόμα Φρικτό Reboot η σειρά ξανασβήνει όλα αυτά που μετρούσαν. Όταν ο Γουόλτερ ολοκληρώνει την αποστολή του (κάτι που δε βλέπουμε ποτέ, για λόγους τόσο μπάτζετ όσο και αφηγηματικής οικονομίας, υποθέτει κανείς) το σκηνικό επιστρέφει στο πικνίκ του Πίτερ, της Ολίβια και της Έττα. Μόνο που αυτή τη φορά οι Observers δεν επιτίθενται.
Επίσης, αυτή τη φορά, ο Πίτερ κι η Ολίβια δεν έχουν ιδέα τι έχουν πετύχει, τι έχουν θυσιάσει, τι έχει χαθεί. Το reboot είναι κάτι που υπό συνθήκες μπορεί να γίνει σωστά, όπως έχει δείξει το «Doctor Who». (Απλά όχι όλη την ώρα, όπως και πάλι έχει δυστυχώς δείξει το «Doctor Who».) Αυτός δεν είναι ο τρόπος. Όχι μόνο επειδή με το γράψε-σβήσε ξεχνάς τι είναι τελικά αυτό που πρέπει να κρατήσεις, αλλά κυρίως επειδή το να κλείσεις με μια κούφια νότα πλαστής ευτυχίας φτηναίνει ό,τι έχει προηγηθεί. Όλοι αυτοί δε θα ξέρουν ποτέ τι συνέβη. Θα μπορούσε να είναι δραματικό αν έπαιζε ως δραματικό- όμως το «Fringe» αντιμετπίζει την εξέλιξη ως φωτεινό, χαρωπό happy end.
(Το μυστηριώδες βλέμμα του Πίτερ μόλις λαμβάνει το γράμμα του Γουόλτερ θα μας επιτέψετε να το αγνοήσουμε. Μπορεί να θυμήθηκε από κάποιο εκ των 5-6 εναλλακτικών πραγματικοτήτων που έχει ζήσει μέχρι ότι ξέχασε να πληρωσει το χαράτσι. Η έννοια του ‘φινάλε ανοιχτού σε ερμηνείες’ έχει παρερμηνευτεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια.)
Όπως και νά’χει, και πέρα από τις ενστάσεις, είναι ευχάριστο που οι σεναριογράφοι της σειράς εστίασαν σε εκείνα τα πράγματα που έκαναν το «Fringe» υπέροχο. Και μόνο για τον Γουόλτερ και τον Πίτερ, όλα θα άξιζαν τον κόπο. Ευτυχώς που πριν 5 χρόνια το FOX πίστεψε σε αυτή τη σειρά και την άφησε να κάνει όλο και πιο τρελές αποχωρήσεις στη σφαίρα του ακραίου sci-fi παρότι εδώ και 2-3 κανείς δεν έβλεπε.
Είναι, για να δανειστούμε τα υπέροχα λόγια του Γουόλτερ Μπίσοπ, σα να ξεγελάσαμε τη μοίρα.
Μερικά ακόμα σχόλια:
- Όπως είπαμε, το προτελευταίο επεισόδιο ήταν βασικά μια αχρείαστη παρένθεση για να επισκεφθούμε το Κόκκινο Σύμπαν μια τελευταία φορά. Χαλάλι. Ήταν ωραίο που είδαμε τους μελλοντικούς Fauxlivia και Λίνκολν στην άλλη πλευρά, και όλα να πηγαίνουν τόσο καλά γι’αυτούς και το σύμπαν τους.
- Αλλά παρόλαυτά, το πιο συναρπαστικό σημείο όλου του διπλού φινάλε ήταν ίσως η στιγμή που οι Observers διαπίστωσαν την ύπαρξη του Κόκκινου Σύμπαντος. Θα ήταν ένα φινάλε απίστευτης ενοχής, αλλά τόσο δυνατό και ενδιαφέρον, αν μαθαίναμε πως πριν καταστραφούν από το δικό μας timeline, είχαν προλάβει να μολύνουν το Κόκκινο timeline. Πόσο σκληρό, αλλά ταιριαστό με το κεντρικό μότο της σειράς θα ήταν αυτό; Σαν την κρίσιμη επιλογή του Γουόλτερ να πάρει τον άλλο Πίτερ, αλλά μεγευθυμένη. Κρίμα που δεν εξερευνήθηκε αυτή η προοπτική.
- Με την ευκαιρία της διπλής Ολίβια, ας κάνουμε και μια τελευταία υπόκλιση στην Άννα Τορβ. Δεν ήταν ποτέ ακριβώς η πρωταγωνίστρια της σειράς με τον τρόπο που αρχικά είχαμε όλοι πιστέψει, αλλά είχε μερικές εκπληκτικές στιγμές, κυρίως στην φανταστική 3η σεζόν, όταν και απέδειξε πέραν αμφιβολίας πόσο καλή ηθοποιός είναι, σε ένα είδος ερμηνευτικής αποστολής όπου συνήθως οι πάντες είτε αποτυγχάνουν είτε καταφεύγουν σε εντελώς προφανή τικ για να διαχωρίσουν τα δυο τους είδωλα.
- Κρίμα που η τελευταία σεζόν εξελίχθηκε σε ένα απλό παιχνίδι ‘ενώστε τις τελείες’, με τους ήρωες να περνάνε από τη μία πίστα στην επόμενη με αρκετά μηχανικό τρόπο, αλλά τουλάχιστον έγινε πιστεύω αρκετά καλή δουλειά στο να συνδεθεί εν τέλει ικανοποιητικά με την κεντρική μυθολογία της σειράς, επεκτείνοντας ταυτόχρονα με ικανό τρόπο το ίδιο το κεφάλαιο ‘Observers’.
- Κι επειδή θα ήταν άδικο και λάθος να τελειώσει αυτό το κείμενο με αναφορά σε οτιδήποτε άλλο, θα το ξαναπούμε: Ο Τζον Νομπλ παίρνει από εμάς όλα τα Έμμυ του κόσμου. Ήταν όλα όσα ελπίζεις να είναι ένας ηθοποιός σε ένα τρομερά πολύπλοκο και πολυδιάστατο ρόλο. Ο Γουόλτερ Μπίσοπ του δεν έσωσε μόνο τον κόσμο- έσωσε και ολόληρη τη σειρά.