«Παίζεις με τη φωτιά» ακούει κάποια στιγμή στην ταινία η Τζιν Σίμπεργκ, φέροντας ήδη πάνω της τα σημάδια που άφησε στο σώμα της η εμπειρία της στα πλατό του Οτο Πρέμινγκερ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Saint Joan». Μόνο που φυσικά αυτό που βιώνει η ίδια δεν είναι ακριβώς παιχνίδι. Από την πρώτη σκηνή, όπου συστήνεται στο κοινό κυριολεκτικά μέσα στις φλόγες, μέχρι και το τέλος, όταν πια κάθε ίχνος της προσωπικής της ευτυχίας έχει μετατραπεί σε στάχτες, η Σίμπεργκ του Μπένεντικτ Αντριους είναι μια τραγική φιγούρα που περνά μόνιμα μέσα από την φωτιά, είτε από δική της επιλογή είτε επειδή οι καταστάσεις την έριξαν σε αυτή, προσπαθώντας να διατηρήσει ακέραια την ηθική της πυξίδα, όσο κι αν ξέρει ότι αυτό μπορεί να την οδηγήσει στο θάνατο.
Αλλωστε ο Μπέντικτ Αντριους δεν ενδιαφέρεται για μια πλήρη βιογραφία της σταρ της Νουβέλ Βαγκ και πρωταγωνίστριας του «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ. Αντιθέτως, εστιάζει στην καθοριστική περίοδο 1968-1971, όταν η Σίμπεργκ επέστρεψε στην Αμερική για επαγγελματικούς λόγους και βρέθηκε αναμεμειγμένη τόσο με το κίνημα του Black Power όσο και με την COINTELPRO, το κρυφό και συχνά παράνομο τμήμα του FBI που είχε ως στόχο την καταστολή των επιχειρήσεων σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή η περίοδος ήταν που ουσιαστικά καθόρισε την πορεία της ζωής της και που προκάλεσε την αρχή της συναισθηματικής αστάθειας που ίσως οδήγησε και στο τέλος της και αυτό είναι το σημείο μηδέν που αφορά κυρίως τον Αντριους και την αφήγησή του.
Μόνο που το «Seberg» εξ ορισμού δεν είναι μια de facto καταγραφή των αληθινών γεγονότων (καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν ρεαλιστικά αδύνατο) αλλά η υποκειμενική θεώρηση των γεγονότων από την πλευρά της ηθοποιού, βασισμένη σε αληθινά περιστατικά και σε αρχειακές καταγραφές του FBI.
Η διάθεσή της Σίμπεργκ να βοηθήσει τα κινήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η υποστήριξή της στο κίνημα του Black Power και των Μαύρων Πανθήρων, η αποφασιστικότητά της να μην κάνει πίσω αλλά και η ρομαντική εμπλοκή της με τον μαύρο ακτιβιστή Χακίμ Τζαμάλ του Αντονι Μάκι αποτελούν όλα στοιχεία περισσότερο ενός συναισθηματικού, προσωπικού πορτρέτου που αναδεικνύει το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής παρά μιας αντικειμενικής βιογραφικής αφήγησης που ενδιαφέρεται μόνο για την υστεροφημία της πρωταγωνίστριάς της. Ουσιαστικά, ο Αντριους χρησιμοποιεί την ιστορία της Σίμπεργκ για να αποκαλύψει στο κοινό την ιστορία ενός ανθρώπου που στοχοποιήθηκε από σκοτεινά συμφέροντα και να υπογραμμίσει ότι όσα συνέβησαν τότε δεν είναι καθόλου δύσκολο να επαναληφθούν ξανά και στο μέλλον.
Τα ρατσιστικά ξεσπάσματα της βίας, η ευρεία παρακολούθηση του πληθυσμού με κάθε μέσο, η παραμόρφωση πληροφοριών προς επιδίωξη κάθε είδους στόχου αλλά και η χρήση των media στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης αποτελούν στοιχεία που εύκολα ανάγει κανείς και στο παρόν, μετατρέποντας την αφήγηση της ταινίας σε κάτι πολύ πιο διαχρονικό από όσο αρχικά μπορεί να διαφαίνεται. Η αφήγηση του «Seberg» μπορεί να έχει στοιχεία τόσο από το «The Conversation» του Φράνσις Φορντ Κόπολα όσο και από το «Ολοι οι Ανθρωποι του Προέδρου» του Αλαν Πάκουλα, όμως η ματιά της είναι απόλυτα επίκαιρη και είναι διακριτός ο τρόπος που ο Αντριους θέλει να μετατρέψει την ηρωίδα του σε διαχρονικό σύμβολο αντίστασης.
Μόνο που τελικά οι ιδέες και οι προθέσεις της ταινίας δεν λειτουργούν το ίδιο καλά στην μεγάλη οθόνη όσο και στο χαρτί. Ο Αντριους είναι τόσο αποφασισμένος να κάνει κατανοητή τη θέση του που καταφεύγει σε υπερβολές και σε εύκολες επιλογές. Οι διάλογοι του είναι γεμάτοι κλισέ, ο χειρισμός των ηθοποιών πομπώδης, οι συγκρούσεις μεταξύ των χαρακτήρων του γεμάτες κοινοτοπίες (ισχυρά λόγια μεν, κλισέ δε). Ο Αντριους δεν πιστεύει απλά ότι «το μόνο που χρειάζεται για να αλλάξει ο κόσμος είναι να καταφέρει κανείς να αλλάξει έναν μόνο άνθρωπο», αλλά το φωνάζει και σε κάθε στάδιο της διαδρομής, μετατρέποντας ουσιαστικά τον χαρακτήρα του Τζακ Ο΄Κόνελ (του φροντιστή ήχου που καταλήγει να παρακολουθεί καθημερινά την Σίμπεργκ για λογαριασμό του FBI) σε απτή προσωποποίηση του γνωμικού.
Η επιμονή του δε να μετατρέψει την Σίμπεργκ σε τραγικό σύμβολο της (κάθε) εποχής τον κάνει να καταφεύγει συνεχώς σε δραματικές εξάρσεις που στερούν από την αφήγηση κάθε λεπτότητα. Η ερμηνεία της Κρίστεν Στιούαρτ για ακριβώς αυτό το λόγο σπάνια δείχνει πραγματικό βάθος. Τις λίγες στιγμές που της επιτρέπεται να χαθεί στην περίπλοκη σχέση της ηρωίδας της, η ματιά της είναι διαπεραστική και ικανή να πει πολλά χωρίς τη βοήθεια των λέξεων. Στις περισσότερες όμως σκηνές, η κινηματογραφική Σίμπεργκ προκύπτει επιφανειακή και θύμα του απώτερου σκοπού του σκηνοθέτη, μια φιγούρα που πρέπει να καεί και να θυματοποιηθεί για να αναδυθεί (με προφανή τρόπο) το νόημα της ταινίας.
Και αυτό είναι κάτι που σίγουρα δεν τιμά την μνήμη της Σίμπεργκ, όσο ευγενείς κι αν ήταν οι προθέσεις των δημιουργών της ταινίας.