Μία νεαρή κοπέλα ξεκινά κρυφά την αυγή μαζί με τον μνηστήρα της και το αφεντικό του για να μεταβούν στην πόλη. Η ίδια νιώθει άβολα που δεν ταξιδεύει απλά μόνη με τον φίλο της και ο άγνωστος για εκείνη άνδρας της επισημαίνει από νωρίς ότι ξέρει πως αυτή η εξόρμηση πραγματοποιείται χωρίς να το γνωρίζει η οικογένειά της.
Φαινομενικά, τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά. Το επόμενο εικοσιτετράωρο όμως πρόκειται να αλλάξει τη ζωή και των τριών ανθρώπων και να βγάλει στην επιφάνεια μερικές από τις πιο σκληρές πλευρές τη ανθρώπινης συμπεριφοράς. Όταν ο ήλιος ανατείλει ξανά, είτε στην ερημιά της πολύβουης πόλης, είτε στην ασφάλεια (ή μήπως όχι;) της αρχέγονης φύσης, τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το «Chola» του Σανάλ Κουμάρ Σασινταράν, το οποίο διαγωνίζεται στο παράλληλο τμήμα των Orizzonti με την τιμή να είναι η μόνη ινδική παραγωγή στο πρόγραμμα (και μάλιστα ερμηνευμένο στην διάλεκτο Μαγιαμαλάμ, μία από τις 22 επίσημες γλώσσες της Ινδίας), κρύβει κάποια μεγάλη ανατροπή στην ιστορία του.
Η αφήγησή του βασίζεται κυρίως στην δυναμική που δημιουργείται ανάμεσα σε τρεις διαφορετικούς ανθρώπους, στην ένταση που προκαλείται από την σύγκρουση των επιμέρους προτύπων που ο καθένας εκπροσωπεί, στην κινηματογράφηση των κάθε είδους αντιθέσεων και στην τραγικότητα της επίμαχης στιγμής που εκτροχιάζει την πορεία τους, αποτυπωμένη στην μεγάλη οθόνη με την υπερβολή μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Στη θεωρία, υπάρχουν πολλαπλές ενδιαφέρουσες θεματικές που αναδύονται από αυτή την προσέγγιση: η σύγκρουση της φύσης και του αστικού τοπίου, η αντιπαλότητα της ηθικής παράδοσης και της ελευθερίας του σύγχρονου κόσμου, η μάχη ανάμεσα στον ρόλο που επιβάλλεται σε μια γυναίκα και στον ρόλο που εκείνη επιθυμεί αλλά και η αμφιταλάντευση ανάμεσα στο πατροπαράδοτο πρότυπο του άντρα ως προστάτη και στην απειλή που παρουσιάζει ως κυνηγός, είναι όλα στοιχεία που ο Σανάλ Κουμάρ Σασινταράν ενσωματώνει στο εικοσιτετράωρο του τρόμου που βιώνουν οι ήρωές του με έντονη κοινωνική ματιά και ακτιβιστική διάθεση.
Ολα όμως προδίδονται από έναν ασταθή βηματισμό, από έναν υπερβολικό μελοδραματισμό που φωνάζει με στόμφο κάθε νόημα της αφήγησης και από μια βραδυφλεγή ανάπτυξη που κάνει κύκλους μέχρι να καταλήξει εκεί που επιθυμεί, υπομονεύοντας ολοκληρωτικά τις καλές προθέσεις της ταινίας.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τόσο η αρχή όσο και το φινάλε της ιστορίας δίνονται στην ινδική ενδοχώρα, μακριά από κάθε εμφανές σημείο πολιτισμού και αφήνοντας τα τραύματα να προκαλούνται από τον εφιάλτη της αστικής πραγματικότητας. Ακόμα και αυτό όμως παραμένει μόνο μια συμπαθής ιδέα, η οποία ατυχώς πνίγεται από τις κραυγές και τα δάκρυα που, χωρίς φειδώ, σπαταλούν οι ήρωες της ιστορίας μέχρι και την τελευταία τους αναπνοή.