Ο Χουάν είναι καλλιτέχνης - ένας 45χρονος διάσημος, πολυβραβευμένος ποιητής της νεότερης ιστορίας του Μεξικού. Παντρεμένος εδώ και 15 χρόνια με την Εστερ, έχουν τρία παιδιά (το μεγαλύτερο στην εφηβεία, το μικρότερο στο νηπιαγωγείο) και ζουν μακριά από την πρωτεύουσα, σε μία άγρια φάρμα, με το λιγοστό προσωπικό τους. Εκεί, εκτρέφουν ταύρους και τους εκπαιδεύουν για ταυρομαχίες - τους δυναμώνουν, τους τσιτώνουν, τους αγριεύουν. Ο Χουάν και η Εστερ μπορούν να οργανώσουν το ράντσο, μπορούν να επιβιώσουν στη φύση - πάντα όμως παραμένουν οι καλομαθημένοι αστοί που κάποτε έφτασαν εκεί κι έχτισαν σπίτι και οικογένεια με την αλαζονεία της μορφωμένης γενιάς που θεωρεί ότι μπορεί να τα κάνει όλα - ακόμα καλύτερα, πιο πολιτισμένα, πιο προχωρημένα. Εκείνοι δεν είναι σαν όλους τους άλλους - μπορούν να δαμάσουν τα ένστικτά τους, να νικήσουν τα κλισέ που βασανίζουν τους υπόλοιπους μικροαστούς. Αλλωστε το είχαν αποφασίσει από την αρχή: θα έχουν έναν ανοιχτό γάμο. Αν κάποιος ήθελε σεξ με έναν άγνωστο, ή έναν φίλο, είχε το ελεύθερο να προχωρήσει - αρκεί να ήταν ειλικρινής με τον σύντροφό του. Μόνο που τα κλισέ υπάρχουν γιατί, εδώ και αιώνες, αποδεικνύονται αληθινά. Οταν η Εστερ ξεκινήσει μία παράλληλη σχέση με τον Φιλ, τον «Γκρίνγκο» συνεργάτη του Χουάν, ο κόσμος τους, όχι μόνο ο γάμος τους, σταδιακά διαλύεται. Ισως δεν πρέπει κανείς να τσιτώνει τον άγριο ταύρο, αν δεν μπορεί να αντέξει ότι, κάποια στιγμή, μπορεί να ξυπνήσει, να ξεφύγει από τον έλεγχο και να τον ξεκοιλιάσει.
Είμαστε λογικά όντα, αλλά είμαστε και ζώα. Ο αγαπημένος των φεστιβάλ και πολυβραβευμένος Mεξικανός σκηνοθέτης Κάρλος Ρεϊγάδας («Japon», «Post Tenebras Lux», «Silent Light») επιχειρεί να εξετάσει κατά πόσο ο πολιτισμός μας, μάς επιτρέπει να επιβληθούμε τελικά στην τρωτή φύση και τα αδάμαστα ένστικτά μας. Πόσο αφελές, ακαδημαϊκό και ανεφάρμοστο είναι να «αποφασίσει» στην αρχή της σχέσης του ένα ζευγάρι ότι θα ζήσει τη ζωή του αλλιώς, πέρα από μικροαστικές συμβάσεις και κολλήματα, «ανοιχτά», χωρίς φραγμούς και όρια; Πόσο εκλογικευμένα και σκεπτόμενα μπορεί να αντιμετωπίσει τη ζήλεια, την απόρριψη, το τέλος της αγάπης; Ή τελικά αυτό είναι άκρως ναρκισσιστικό; Μήπως οι ταύροι που τσακώνονται θανάσιμα, που χυμούν με τα μούτρα και τα κέρατα, που παλεύουν μέχρι τελικής πτώσης, είναι πιο τίμιοι, πιο ειλικρινείς; Μήπως ο μοντέρνος άνθρωπος, ο ευφυής καλλιτέχνης έχει τοποθετήσει πολύ μεγάλη κι αλαζονική υπόσταση στη δύναμη του μυαλού του;
Ο Ρεϊγάδας, για δεύτερη φορά μετά το «Post Tenebras Lux» («Φως Μεσ' το Σκοτάδι») γυρίζει την ταινία στο σπίτι του, χρησιμοποιώντας τον εαυτό του, τη γυναίκα του και τα παιδιά του στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, σ' έναν προσωπικό πείραμα με την αμεσότητα στο σινεμά και, ειδικά, το δικό του σινεμά. Σε στιγμές αυτό πετυχαίνει. Εχει μία δύναμη η κινηματογράφηση των παιδικών παιχνιδιών στη φύση, η οικιακή νατουραλιστική φλυαρία, οι κλεμμένες στιγμές, οι χώροι που λένε τις δικές τους ιστορίες, συμπληρώνοντας «την ιστορία» που ένας σκηνοθέτης επιχειρεί να διηγηθεί. Ο Ρεϊγάδας στέκεται στους χώρους. Βάζει το σπίτι στο επίκεντρο των σεκάνς, το κάνει έναν ακόμα χαρακτήρα. Η κάμερα κρύβεται ανάμεσα στα παιδικά κρεβάτια όταν το ζευγάρι έχει τον πρώτο του σοβαρό καυγά, υπονοώντας ότι η κρίση αυτή θα έχει συνέπειες και στον άμαχο πληθυσμό. Η πίσω πόρτα του ράντσου πρωταγωνιστεί σε μια σεκάνς μονοπλάνου, έτσι όπως περιμένει ένα-ένα τα μέλη της οικογένειας, και τα κατακοίδια σκυλιά, να επιστρέψουν από σχολεία και δουλειές, ώστε το σπίτι να ξαναγίνει «σπιτικό» - ολόκληρο, ακέραιο, ασφαλές. Η λάσπη (με την οποία ξεκινά και τελειώνει την ταινία), που στις βροχερές εποχές κατακλύζει τους γύρω κήπους και τους βοσκότοπους της φάρμας, αποκτά μία μεταφορική διάσταση μιας πραγματικότητας που πάντα παραμονεύει για να λερώσει την νεανική ουτοπία μας.
Ούτε ο ερασιτεχνισμός στις ερμηνείες κλωτσάει. Η γυναίκα του Ρεϊγάδας, η (παραγωγός και μοντέζ του) Ναταλία Λοπέζ, έχει έναν φυσικό δυναμισμό, μία σαρωτική γοητεία και σεξουαλική ενέργεια που την καθιστούν εξαιρετικά φωτογενή - ο φακός κυριολεκτικά την ερωτεύεται. Αλλά κι ο ίδιος αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από συνεπής απέναντι στον Χουάν, τον κεντρικό χαρακτήρα του σεναρίου του: καθώς οι αναφορές στον καλλιτέχνη εαυτό του είναι προφανείς, ο Ρεϊγάδας δεν διστάζει να ομολογήσει με γενναιοδωρία την δική του πάλη με την επίφαση, την εστέτ υπεροψία, την ανάγκη του ευφυούς του εγκεφάλου να έχει πλήρη έλεγχο της ζωής του. Να μάς αποκαλυφθεί ως ένα ακόμα αρσενικό, που στις στιγμές της κρίσης θα αφήσει τα χαλινάρια στον μαινόμενο ταύρο. Κι είναι ειρωνικό: όσο μεγαλώνει ο μεξικανός σκηνοθέτης θυμίζει τόσο τον Γούντι Αλεν - έναν σκηνοθέτη, ο οποίος με έναν πολύ διαφορετικό και δικό του τρόπο ασχολήθηκε με τις ίδιες θεματικές, ως νεοϋορκέζος intellectual αστός και νευρικός εραστής των 70ς.
Ομως οι καλές προθέσεις, η τόλμη και ο πειραματισμός του Ρεϊγάδας δεν βρίσκουν απόλυτα τα στόχο τους. Η ανάπτυξη των ιδεών του δεν χρειάζονται στα αλήθεια τόσο άπλωμα και χρόνο, ίσως το αντίθετο - μάλλον ξεχειλώνουν μέσα σ' ένα φλύαρο τρίωρο. Φλύαρο και κυριολεκτικά (πρώτη φορά τόσος διάλογος σε ταινία του Ρεϊγάδας), αλλά και στη φόρμα: από τη μία η αναμφίβολα σαγηνευτική ικανότητά του να κινηματογραφεί τοπία, να παίζει με φιλμικές μεταφορές, να μιλά με αυτοπεποίθηση μία ξεκάθαρα δική του κινηματογραφική γλώσσα με φαινομενικά ασύνδετες εικόνες, ιδέες, σύμβολα. Από την άλλη, μία πρωτόγνωρη ανάγκη υπερανάλυσης της σκέψης του - δοκιμάζοντας μέχρι και voice overs διαφορετικών ηρώων για να περάσει ξεκάθαρα και υπογραμμισμένα τα νοήματά του.
Αυτό το δεύτερο στοιχείο, ίσως μία προσπάθεια να επικοινωνήσει και μ' ένα κομμάτι του κοινού που αποξένωνε το ακαδημαϊκό σινεμά του, ήταν βαθιά απογοητευτικό και μοιάζει με ξεπούλημα της σκηνοθετικής του ιστορίας. Ο Ρεϊγάδας θα μπορούσε να δικαιολογήσει την τρίωρη περιήγηση μας στο στοχασμό του, αν είχε επιλέξει με συνέπεια τον κινηματογραφικό λυρισμό και την ποίηση στην οποία μάς έχει συνηθίσει. Ενα βερμπαλιστικό σινεμά όμως κι η ανάμιξη πολλών και διαφορετικών φιλμικών ειδών, δεν δείχνει πλούτο, αλλά σπασμωδική και κατακερματισμένη σκέψη.
Οπως κι ο Χουάν, έτσι κι ο ίδιος, οφείλει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της αλαζονείας του - όχι δεν είναι όλοι οι πειραματισμοί επιτυχημένοι, μόνο και μόνο επειδή στο τέλος θα φέρουν την υπογραφή του. Μερικοί είναι απλά λάθος αποφάσεις. Οπως το να μπεις μεθυσμένος και αυτάρεσκος στην αρένα με τον ταύρο.