Ο Χουάν, η όμορφη γυναίκα του Ναταλία και τα δύο παιδιά τους φεύγουν από την πόλη για να ζήσουν στην μεξικανική επαρχία - χτίζουν ένα ξύλινο, οικολογικό, πλούσιο σπίτι, με μεγάλα παράθυρα, θέα στο δάσος, ιδιωτική τεχνητή λίμνη. Στην υπηρεσία τους, μία στρατιά από εργάτες που μένουν σε τσίγκινα και ξύλινα παραπήγματα και ζουν την κάθε μέρα προσπαθώντας να επιβιώσουν. Ο Χουάν είναι δίκαιο αφεντικό, στοργικός πατέρας, ένας μεγαλοαστός που διαβάζει Τολστόι και (όσο ζούσαν στην πόλη) με τη γυναίκα του πειραματιζόντουσαν σεξουαλικά σε μυστικές σάουνες όπου βαριεστημένοι ευρωπαϊοι πλούσιοι έστηναν μαζικά όργια. Στην εξοχή μοιάζουν να προσπαθούν να απολαύσουν την απλότητα της καθημερινότητας, όμως ένα εξαιρετικά βίαιο περιστατικό τιμωρίας του Χουάν προς κάποιο από τα σκυλιά του, υποψιάζει για άλυτα σκοτεινά θέματα.
Αυτή όμως είναι και η διαφορά με τον «Seven», έναν από τους εργάτες τους. Ο Χουάν έχει «θέματα», η εργατική τάξη έχει «προβλήματα». Ο Επτά του διηγείται την προσωπική του ιστορία, με χρονικό κακοποίησης από τα παιδικά του χρόνια, το οποίο και ο ίδιος μετέφερε στην δική του οικογένεια, έκανε φυλακή, έχασε τα παιδιά του για πάντα. Πόσο μακριά ή πόσο κοντά είναι οι κόσμοι των δύο αντρών; Κυριολεκτικά και συμβολικά;
Ο Ρεϊγάδας απαντά με δύο εικόνες: στην πρώτη σκηνή εμφανίζει τον Διάβολο (κυριολεκτικά, να κρατάει το κουτί με τα εργαλεία του και να μπαίνει στα σπίτια την ώρα που κοιμάσαι), στην τελευταία ένα δέντρο που πέφτει στο δάσος και η πτώση του προκαλεί να πέσουν κι άλλα γύρω του. Το κακό παραμονεύει όπου κι αν κατοικείς, οι δύο τάξεις συμβιώνουν - αν ένα δέντρο πέσει, θα πέσουν όλα. Ειρωνικά, ο Ρεϊγάδας μιλάει κι αυτός για το ανεξερεύνητο της ανθρώπινης φύσης, χρησιμοποιώντας τα δέντρα, αλλά δεν φέρνει το Θεό ως επιχείρημα στο φιλμικό του θεώρημα. Αλλά το αντίπαλο δέος.
Οχι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι καταλάβαμε τι έχει στο μυαλό του ακριβώς ο Μεξικανός σκηνοθέτης που του αρέσει να προκαλεί με φαινομενικά ασύνδετες εικόνες, ιδέες, σύμβολα. Δεν περιμέναμε μία γραμμική αφήγηση από τον δημιουργό του «Silent Light» και του «Japon», ούτε παραξενευτήκαμε από την εκτεταμένη σεκάνς του σεξουαλικού οργίου, γνωρίζοντας την εμμονή του να εκφράζεται μέσα από προκλητικά κοντινά στο γυμνό ανθρώπινο σώμα («Battle in Heaven»). Μόνο μία ανάγνωση μπορούμε να καταθέσουμε, σε μια ταινία που δυσκολεύει ιδιαίτερα το θεατή της, και σε αντίθεση με το αριστουργηματικό «Japon», το λυρικό ποίημα «Silent Light» και το ξεκάθαρο «Battle in Heaven», εδώ δεν επιτυγχάνει να σε κάνει να νιώσεις το μήνυμά της.
Ο Ρεϊγάδας καταναλώνει το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας σε υπέροχες πανοραμικές εικόνες της φύσης, του ουρανού - έτσι όπως αυτός φαίνεται, με τον ορίζοντα σε βάθος πεδίου, μόνο μακριά από τις μητροπόλεις. Φλερτάρει με το σκοτάδι, αλλά υμνεί το φως, καθώς αυτός είναι και ο τίτλος του: μετά το σκοτάδι, το χάραμα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο μαγικές σεκάνς της ταινίας είναι οι στιγμές που καταγράφεται η αθωότητα των παιδιών (σ.σ. τα οποία είναι τα δικά του παιδιά στην πραγματικότητα) έτσι όπως αυτά παίζουν στα λασπωμένα λιβάδια ή διηγούνται κινηματογραφικά παραμύθια στα κρεβάτια τους.
Οι γυναίκες στην ταινία είναι μητρικές φιγούρες, προστατεύουν, γαληνεύουν (ακόμα και στη σκηνή του όργιου), οι άντρες κουβαλούν το κουτί με τα σατανικά εργαλεία στο μυαλό και το βίαιο ταμπεραμέντο τους. Εκείνοι τα έχουν και θα τα χάσουν όλα.
Λίγο πριν το τέλος, ο μονόλογος του πρωταγωνιστή για το θαύμα της ζωής μοιάζει με προσωπική εξομολόγηση του σκηνοθέτη. Ειρωνικά η γυναίκα του παίζει στο πιάνο το «It's Only a Dream» του Νιλ Γιανγκ που αναιρεί όση αισιοδοξία επιστρατεύσαμε ψάχνοντας το φως αυτής της σκοτεινής, ανεξερεύνητης περιήγησης. Ενός σκηνοθέτη που αγαπάμε κι εκείνος αγαπά να μας παιδεύει. Και να μας αφήνει στο σκοτάδι.