Τρία χρόνια μετά το «Babadook», η νέα ταινία της Αυστραλέζας Τζένιφερ Κεντ έρχεται ως έκπληξη, με πολλούς τρόπους. Δεν είναι, όπως εκείνη, μια ξεκάθαρη ταινία είδους, αλλά είναι στ' αλήθεια μια ταινία που συνθέτει πολλά είδη. Δεν είναι μια ταινία που καταλήγει στο ύφος με το οποίο ξεκινά και για μεγάλο μέρος της διαδρομής δεν είσαι σίγουρος πού σε οδηγεί. Δεν είναι μια κοινωνική, ακτιβιστική, υπερβατική, μεταφυσική ταινία, δεν είναι ούτε κωμωδία, ούτε δράμα: είναι όλα μαζί. Κι αν σ' αυτή την πολύπλοκη περιπέτεια δεν τα καταφέρνει όλα τέλεια - αντίθετα και το σενάριο και το μοντάζ κάνουν πολλά μικρά στραβοπατήματα - είναι τέτοιο το θάρρος της και η πηγαία ορμή της, που δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς και ν' αξιολογήσεις, πριν αισθανθείς και παραδοθείς.
Το «Nightingale»,το αηδόνι της ταινίας, είναι η Ιρλανδή Κλερ, παγιδευμένη στο κλουβί που είναι η Τασμανία του 1825. Το νησί κατοικείται από τρία ανθρώπινα είδη: τους Αβορίγινες, τους Βρετανούς κατάδικους που η αυτοκρατορία έχει μεταφέρει και βολικά ξεχάσει εκεί και τους Αγγλους αξιωματικούς που τους φρουρούν. Η Κλερ ζει με τον άντρα της και το μωρό της, έχει εκτίσει την ποινή της, αλλά ο αξιωματικός Χόκινς αρνείται να της δώσει την ελευθερία της, χρησιμοποιώντας την για τις ορέξεις και τα τερτίπια του. Οταν ο Χόκινς και τα δυο πρωτοπαλίκαρά του μπαίνουν στο σπίτι της Κλερ και σκορπάνε το θάνατο, σε μια σκηνή δυσβάσταχτης βίας, εκείνη ορκίζεται εκδίκηση. Κι έτσι ξεκινά η περιπλάνησή της στα αφιλόξενα δάση της Τασμανίας, με οδηγό και απρόθυμο φύλακα τον Μπίλι, έναν Αβορίγινα που έχει εισπράξει κι αυτός το δικό του μερίδιο θανάτου από το χέρι του Βρετανού κατακτητή.
Το ζευγάρι της Κλερ και του Μπίλι, της meta-αμαζόνας Ασλινγκ Φραντσιόζι με τον εκπληκτικό συνδυασμό ευαισθησίας και θανατηφόρας προσήλωσης και του πρωτοεμφανιζόμενου Μπεϊκάλι Γκανάμπαρ, είναι η κινητήρια δύναμη της ταινίας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οπλισμένοι με το λαβωμένο αίσθημα δικαίου, πεπεισμένοι ότι δεν έχουν τίποτα (άλλο) να χάσουν, μέλη δυο καταφρονεμένων μειονοτήτων της εποχής και της περιοχής, ξεκινούν την πορεία τους, φυσικά, ως ένα αταίριαστο δίδυμο πεταμένο στον ίδιο λασπωμένο δρόμο από τη μοίρα και βρίσκουν, σταδιακά, ο ένας στον άλλον ένα απρόσμενο στήριγμα ανθρωπιάς και λογικής. Οι δικοί τους χαρακτήρες - και των δεύτερων ρόλων που, απίστευτο, ποτέ δεν γίνονται καρικατούρες παρά την ακραία συμπεριφορά τους - είναι και το μεγαλύτερο πρακτικό επίτευγμα της Κεντ, σ' ένα σενάριο που έχει μόνο τη δική της υπογραφή.
Η διαδρομή της Κλερ και του Μπίλι, από την τιμωρία στην κάθαρση, σε μια παράξενη ισορροπία αρχέγονου δικαίου, ξετυλίγεται μέσα στα πανέμορφα, πάντα υποφωτισμένα, πλάνα του Ραντοσλάβ Λάντζουκ, του φωτογράφου επίσης του «Babadook». Μέσα στην οργιώδη βλάστηση, στα ποτάμια, στο ατελείωτο χώμα, οι δυο ήρωες, άνθρωποι της φύσης τους, ενσωματώνονται απόλυτα στα μπλε, στα πράσινα, στα καφέ, αφήνοντας τις κατακόκκινες βρετανικές στολές πάντα να ξεχωρίζουν, αταίριαστες κι απειλητικές.
Αν η ταινία στη μορφή της είναι ένα road movie, ένα καμουφλαρισμένο buddy movie, άλλο τόσο είναι μια ταινία εκδίκησης, που ξεχύνει γενναιόδωρα το gore, χωρίς φραγμούς. Η βία είναι τόση και τόσο ρυθμική, σε διαδοχικά κύματα, ώστε, μετά το πρώτο σοκ, η επανάληψή της να την αποφορτίσει, να την ισοπεδώσει, όπως συμβαίνει και σ' εκείνον που την υφίσταται επαναλαμβανόμενα. Το ξέσπασμά της δεν αγγίζει, πια, τον θεατή, παρά μόνο το συναίσθημα που την ακολουθεί.
Πίσω από τη φόρμα του, το «The Nightingale» είναι μια ταινία φεμινιστική και αντιρατσιστική, απροκάλυπτα και τρανταχτά. Οχι αλληγορικά, όχι συμβολικά: είναι η ταινία που επιτίθεται στην από αιώνες άσκηση υπεροχής του λευκού άντρα. Είναι, μάλλον, το φιλμ που οι Αβορίγινες της Αυστραλίας περιμένουν χρόνια για να το κρατήσουν ως σημαία, είναι σίγουρα το, χωρίς ίχνος απολογίας, φιλμ για τη σαρωτική δύναμη τής γυναίκας που βγαίνει από τα στερεότυπα. Και καταφέρνει να κάνει τις «δηλώσεις» του με τρόπο τόσο γοητευτικά κινηματογραφικό, ποιητικό σχεδόν, ώστε να υπερβεί κι αυτό ακόμα τον περιορισμό του ιδεολογικού σινεμά: είναι παθιασμένη, fun και επιθετική. Είναι γεμάτη γλύκα και χιούμορ, σαν να μην παίρνει τον εαυτό της υπερβολικά στα σοβαρά, σαν να γελά πικρά που κάποιος πρέπει, ακόμα, ν' ασχολείται με το να θυμίζει το αυτονόητο.
Τοποθετημένη μέσα στην κουλτούρα των ιθαγενών της Αυστραλίας, αλλά και από σεναριακή πρόθεση, η ταινία δένει σφιχτά το αίμα, την ψυχή και το δέρμα, με το μεταφυσικό στοιχείο, με τη λατρεία της φύσης και των πνευμάτων, των πουλιών (το αηδόνι και το κοτσύφι δίνουν τη δική τους μάχη επιβίωσης), με το μαγικό ρεαλισμό που, χωρίς κορώνες, διατρέχει ολόκληρη την ταινία. Κι αν σ' αυτό τον άξονα η Κεντ έδειχνε μεγαλύτερη σιγουριά, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει με σαφήνεια και για δυο πνεύματα που φορούν τη συνείδηση του λευκού, του αποικιοκράτη. Για δυο ήρωες που σταμάτησαν νωρίς να υπάρχουν αληθινά κι έμεινε η σοφία κι η θέλησή τους. Αλλά εδώ η Κεντ μοιάζει μπερδεμένη στις προθέσεις της, όπως και σε κάποια σαμαράκια στο ρυθμό, στο ίδιο της το απλωμένο φινάλε, ή στον τρόπο με τον οποίο βάζει τον Μπίλι να διατυπώνει το μανιφέστο της απελπισίας. Οι στόχοι της φαίνονται τόσο ώστε να σε υποψιάζουν, αλλά όχι να αποκτούν όγκο και καθαρότητα.
Παρόλ' αυτά και στη μόλις δεύτερη ταινίας της, η Τζένιφερ Κεντ, εκτός από παραμυθένιας ομορφιάς αισθητική, είναι η σκηνοθέτης που καταφέρνει να υψώσει το κεφάλι της από το σύνολο και να μας δώσει ανάσα. Μ' ένα φιλμ τόσο ριψοκίνδυνο που σπέρνει αναστάτωση, πάρα πολύ κινηματογραφικό αλλά μαζί αφοπλιστικά ευθύ στα μηνύματά του. Γιατί το «The Nightingale», με τα επιτεύγματα και τις ατέλειές του μαζί, είναι, επιτέλους, μια ταινία διαφορετική, που ανήκει μόνο στο όραμα και τη μεταδοτική αίσθηση ανάγκης κι επείγοντος της δημιουργού της. Ενας ορμητικός χείμαρρος από ανθρώπινη ενέργεια, που δεν σου αφήνει επιλογή παρά ν' ανέβεις πάνω του και να τρέξεις μαζί του. Η πιο επίκαιρη, σημαντική ταινία για το σήμερα, σφιχτά δεμένο με το χτες. Κι ένας άξιος διεκδικητής του Χρυσού Λέοντα, σίγουρα όχι επειδή είναι σκηνοθετημένο από τη μοναδική γυναίκα του Διαγωνιστικού.