Το Nobi, με τον γνωστότερο τίτλο Fires on the Plain, είναι ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και γνωστά ιαπωνικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, μια κατάμαυρη ματιά στα δεινά του πολέμου (του Δεύτερου Παγκόσμιου αλλά και οποιουδήποτε), γραμμένη από τον Σοέι Οοκα. Το 1954 ο Κον Ιτσικάουα το μετέφερε στο σινεμά και τώρα, ο Σούνια Τσουκαμότο παρουσιάζει τη δική του εκδοχή. Μόνο που η αφαιρετική αντιπολεμική παραβολή γίνεται, στα χέρια του, ένα υστερικό ουρλιαχτό μιάμισης ώρας όπου το αίμα ξεχειλίζει από τη Φιλιππινέζικη ζούγκλα και το κρέας των νεκρών γίνεται βορρά των ετοιμοθάνατων στρατιωτών. Κι αν αυτό σε κάποιον ακούγεται συναρπαστικό, να κάνει παρέα με τον Σίνια Τσουκαμότο.
Ο ήρωας της ταινίας, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Τσουκαμότο, είναι ο Ταμούρα, ένας ταλαίπωρος Ιάπωνας στρατιώτης σ’ έναν τόπο και χρόνο που δεν προσδιορίζεται, αλλά μοιάζει εξαιρετικά με τις Φιλιππίνες του Β’ Παγκόσμιου. Ο Ταμούρα πάσχει από φυματίωση κι έτσι ο διοικητής του τον διώχνει από το ήδη αποδεκατισμένο τάγμα του και τον στέλνει στο νοσοκομείο που μοιάζει περισσότερο με την κόλαση, γεμάτο ανίατα, άχρηστα κορμιά που σαπίζουν στη βεράντα. Ο Ταμούρα δε θεωρείται αρκετά σοβαρό περιστατικό, οπότε διώχνεται και από το νοσοκομείο και ξεκινά μια περιπλάνηση στη ζούγκλα, όπου συναντά κι άλλους εξαθλιωμένους Ιάπωνες στρατιώτες που θα κάνουν οτιδήποτε για μια μπουκιά τροφής. Και, συνήθως, τη βρίσκουν σε όσους στρατιώτες πεθαίνουν ή σκοτώνονται, αποκαλώντας τους πιθήκους, κόβοντάς τους σε λεπτές φέτες και τρώγοντας το κρέας τους σαν προσούτο.
Η ταινία εξελίσσεται κλιμακωτά, σε κάτι που θυμίζει έντονα πίστες παιχνιδιού, καθώς ο Ταμούρα συναντά όλο και πιο δύσκολες καταστάσεις, παρέα με τον θεατή: από τις αρχικές εκρήξεις και τα κομμένα πόδια και χέρια, περνάμε στα ξηλωμένα μάγουλα, τα κεφάλια που εκρήγνυνται από μέσα, τα στομάχια που σκάνε για ν’ αποκαλύψουν καταρράκτες από σκουλήκια και ούτω καθεξής. Η εικόνα προδίδει κάθε λεπτό τη βιντεϊκή καταγωγή της και η μουσική παραπέμπει κατευθείαν σε video game του ’80, συνδυασμένη με εκκωφαντικούς ήχους από σφαίρες, βόμβες, χειροβομβίδες και ουρλιαχτά, σε φτηνά ντεκόρ και με φτηνά εφέ. Η αντιπολεμική ιδέα του φιλμ μοιάζει, αντίθετα, να αντιστρέφεται στη σκέψη του δημιουργού της, που καταδιασκεδάζει με αγνή πολεμολαγνεία και μια λαιμαργία για gore. Και για όσους εξακολουθούν να λαχταρούν να το δουν, να σημειώσουμε ότι το δυνατό χειροκρότημα που υποδέχτηκε το όνομα του Τσουκαμότο στους τίτλους αρχής της ταινίας εξαφανίστηκε στο τέλος της.