Οπως κάθε χρόνο το Flix βλέπει όλες τις ελληνικές ταινίες που κάνουν την πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Φέτος, 22 μεγάλου μήκους προβάλλονται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Οι 18 από αυτές θα είναι σε πρώτη προβολή, ενώ 9 από αυτές συμμετέχουν και στα διεθνή διαγωνιστικά τμήματα του Φεστιβάλ.
Εδώ θα διαβάζετε καθημερινά τη γνώμη του Flix για τις ταινίες μετά την επίσημη προβολή τους στο Φεστιβάλ. Μπορείτε να δείτε (κάποιες από) τις ελληνικές ταινίες του Φεστιβάλ και στην online πλατφόρμα της διοργάνωσης.
ΕΠΙΣΗΜΗ ΠΡΩΤΗ:
«Το Ποτάμι» του Χάρη Ραφτογιάννη
Ο Μάκης είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια των αυτοκινητοδρόμων. Είναι μοναχικός, σιωπηλός, μελαγχολικός. Είναι φανερό πως κάτω από τα μαλλιά που συνεχώς τακτοποιεί και τη θλίψη στα μάτια του κρύβεται μια ιστορία από το παρελθόν. Ό,τι αποτελεί τον κόσμο του βρίσκεται μέσα στο βαν που οδηγεί με το χαρακτηριστικό όνομα Goliath και στην εμμονή του να γίνουν όλα σωστά - καμιά φορά και στα μαθήματα χορού που κάνει με τον φλύαρο κολλητό του.
Θεωρητικά όλα πηγαίνουν καλά, αν οι άνθρωποι που ζουν αυτοσχέδια σε μια παραγκούπολη δίπλα στον αυτοκινητόδρομο δεν ξεκολλούσαν διαρκώς τα αυτοκόλλητα με τα ψεύτικα πουλιά που προστατεύουν τα αληθινά να μην σκοτωθούν πάνω στα γυάλινα τοιχία που βρίσκονται τοποθετημένα εκεί για τη μείωση της ηχορύπανσης.
Γιατί το κάνουν; Για δύο διαφορετικούς, αλλά εξίσου σημαντικούς λόγους. Γιατί αντιστέκονται στη νέα τάξη πραγμάτων που θέλει τους αυτοκινητοδρόμους μεγάλους, τα εμπορικά κέντρα ακόμη μεγαλύτερα και το φαγητό πλαστικό. Και γιατί τρέφονται με τα σκοτωμένα πουλιά - σε μια σειρά από ευφάνταστες συνταγές και τρόπους μαγειρέματος. Ο Μάκης ανήκει στον κόσμο της προόδου που απορρίπτουν, τον απομακρύνουν διαρκώς, μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσουν να τον χρησιμοποιήσουν και η νεαρή, ατίθαση Μαρία θα πέσει κυριολεκτικά… πάνω του.
Με βαθιά ρομαντική διάθεση, την αγάπη του, γνώριμη από τις μικρού μήκους ταινίες του, για την off beat κωμωδία οπου όλα είναι κάπως λοξά και, εδώ ειδικά, με μια διάθεση που θυμίζει ρετρό φωτορομάντζο ή και ένα κόμικ εν εξελίξει, ο Χάρης Ραφτογιάννης επιστρέφει στις απαρχές των αρχετυπικών κινιηματογραφικών αταίριαστων εραστών για να φτιάξει το δικό του boy meets girl με φόντο μια πόλη χωρίς όνομα που οι εργολάβοι διστάζουν να φτιάξουν μεγάλες μπαλκονόπορτες για να κρύψουν τη θέα και οι έννοιες της ασφάλειας και της ελευθερίας παραμένουν ασαφείς στο βωμό μιας διαρκούς σύγχυσης.
Φωτογραφημένο ευρηματικά με ποπ πλαστικότητα από την Χριστίνα Μουμούρη, το σύμπαν του «Ποταμιού» είναι κάτι παραπάνω από γοητευτικό, ανοιχτό τελικά σε όλες τις διαφορετικές διαθέσεις πάνω στις οποίες ο Ραφτογιάννης κινείται άλλοτε με αυτοπεποίθηση (κυρίως στις πιο εσωτερικές, υπαρξιακές στιγμές) και άλλοτε - παιχνιδιάρικα μεν, όχι όμως πάντα και με αιτία - δοκιμάζοντας τα όρια και του μινιμαλιστικού σεναριακού του ιστού και των απαιτητικών ερμηνευτικών ακροβασιών που έχουν αναλάβει οι ηθοποιοί του.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου στηρίζει με εμπειρία το «θίασο» των διαφορετικών ανθρώπων που κατοικούν σε αυτήν την πόλη - και αυτήν την ταινία, απέναντι σε μια ορμητική αλλά όχι πάντα αρκετή Στεφανία Σωτηροπούλου, καθώς η αποσπασματικότητα των σκηνών, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, και η εμμονή στο οff που απλώνονται σε όλο το μήκος αυτού του «Ποταμιού» κάνουν το συναισθηματικό ρεύμα προς το φινάλε να διακόπτεται πολλές φορές εκεί που θα μπορούσε να τρέχει ορμητικό προς μια μικρή σε διαστάσεις αλλά με μεγάλες υπαρξιακές και (γιατι όχι;) αντι-καπιταλιστικές αναζητήσεις ρομαντική κομεντί. Μανώλης Κρανάκης
Ξεπερνώντας τα σύνορα | Στην ενότητα «Ξεπερνώντας τα σύνορα» παρουσιάζονται σε πρεμιέρα ταινίες ελληνικού ενδιαφέροντος, γυρισμένες στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό
«Utopolis» του Βλαντιμίρ Σούμποτις
Utopolis: ένα νέο εμπορικό κέντρο χτίζεται στα ανατολικά προάστια της πόλης και υπόσχεται να είναι το «ιδανικό, το ουτοπικό» σημείο συνάντησης των κατοίκων. Στο εργοτάξιο του εργάζεται κι ο Σαμ - ένας νεαρός πρόσφυγας από την Αφρική, που δουλεύει σκληρά, προσπαθεί να μάθει κι ελληνικά (όπως τον συμβουλεύει ο εργοδηγός του), να ενταχθεί στην εργασία του, στη γειτονιά του. Τι να πρωτοπρολάβει όμως που σχολώντας από την οικοδομή τρέχει σε δεύτερο μεροκάματα σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Για να επιβιώσει κανείς, να στείλει και χρήματα στους δικούς του, χρειάζεται τη δεύτερη δουλειά. Αυτό συμβουλεύει και τον Τιμούρ - Ρώσο μετανάστη και φίλο του στο συνεργείο. Μάλιστα του έχει βρει: θα έρθει μαζί του στο εργοτάξιο, μίλησε με το αφεντικό του. Το μέλλον κρύβει ελπίδα.
Utopolis: «Αυτό μάς έλειπε - ένα ακόμα εμπορικό κέντρο που οι influencers στέλνουν τα παιδιά μας για να καταναλώνουν ασύστολα» ξεσπάει ο Γιάννης, ο Ελληναράς ντόπιος, που οδηγεί τους νυχτερινούς δρόμους κάνοντας «περιπολία». Και δεν είναι η μόνη οργή που φτύνει ανάμεσα στα σφιγμένα του δόντια στον Σωτήρη, πρωτάρη συνοδηγό του στους «φρουρούς της γειτονιάς», μία ιδέα που θέλει τους κατοίκους να παίρνουν τον έλεγχο στα χέρια τους. «Γιατί όλοι αυτοί οι παράνομοι που ήρθαν στη χώρα μου έχουν φέρει μαζί τους έγκλημα, ναρκωτικά, πουτάνες». Για να έχει η Ελλάδα ελπίδα στο μέλλον, πρέπει να καθαρίσει από δαύτους.
Εκείνη τη νύχτα το δρομολόγιο του Γιάννη θα διασταυρωθεί με την κουρασμένη επιστροφή στο σπίτι του Τιμούρ. Οι δύο άντρες, οι δυο «ουτοπίες», θα συγκρουστούν και θα αποκαλύψουν το βρώμικο πρόσωπο του ρατσισμού, του τυφλού μίσους, του φόβου που μασκαρεύεται σε πατριωτισμό. Και κάθε ελπίδα για κατανόηση, συνεννόηση, αλληλεγγύη πέφτει σε μαύρη, αδιέξοδη για όλους, τρύπα
Ο διευθυντής φωτογραφίας Βλαντιμίρ Σούμποτιτς, ο οποίος ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Γερμανίας, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο έχοντας στην εργαλειοθήκη του ωραίες ιδέες και πολύ καλά πρώτα υλικά για να τις πραγματοποιήσει.
Χρησιμοποιώντας -κυρίως- μονοπλάνα ακολουθεί τους ήρωες του με αυτή την ενέργεια, τη ροή του κατεπείγοντος σ’ αυτή την μοιραία νύχτα που αποτυπώνει τι παίζεται σε κάποιες γειτονιές του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών».
Οι DP δεξιότητες του Σούμποτιτς εδώ θα φανούν εξαιρετικά χρήσιμες: πώς φωτίζεις long takes μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο, ή σ’ ένα νυχτερινό εργοτάξιο. Πώς τρέχεις με την κάμερα στον ώμο πίσω από τους ήρωες, πώς επικοινωνείς την ψυχολογική τους ένταση, ταραχή, το αδιέξοδο, τον τρόμο.
Στα θετικά, η ταινία προσέχει να μην παρουσιάζει μονόπλευρα - ούτε τον Έλληνα, ούτε τον μετανάστη. Ούτε το «καλό», ούτε το «κακό». Ο Μάκης Παπαδημητρίου θα γλιστρήσει κάτω από το δέρμα του κάφρου ρατσιστή, φορώντας το «λευκό προνόμιο» στο πέτο, αλλά υποψιάζοντας την κακόμοιρη ρίζα κάθε νταή, κάθε bully που τρομοκρατεί μειονότητες. Παράλληλα όμως, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Πάνος Κορώνης θα αντιπροσωπεύσουν την ευπρέπεια, την τιμιότητα, την αξιοπρέπεια μίας Ελλάδας που θέλει να ξεφύγει από ρατσιστικά στερεότυπα.
Ο Σούμποτιτς επιτυγχάνει ένα αξιόλογο ντεμπούτο, όμως δεν αποφεύγει να πέσει κι αυτός στην «τρύπα» - στην παγίδα της πρώτης ταινίας που λίγο θέλει να τα πει/δείξει όλα, και λίγο χάνει το κέντρο της. Η «Ρασομόν» ιδέα, για παράδειγμα, ότι «δείχνω το ίδιο πλάνο από την πλευρά κάθε ενός από τους ήρωες» με την οποία ξεκινά η αφήγηση, μετά ξεχνιέται. Ξεκινούν τα μονοπλάνα, αλλά κι αυτά όχι με απόλυτη συνέπεια. Σαν ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης να λαχταρά να δοκιμάσει σκέψεις -και να δοκιμαστεί κι ο ίδιος στην εφαρμογή τους- αλλά δεν τις εφαρμόζει με μία σφιχτή συνέπεια, σε μία διαδρομή κορύφωσης, κάτι μοιάζει να μένει λίγο ξεκούρδιστο.
Η προσπάθεια επιτυχίας των τεχνικών θεμάτων στοιχίζει σε κάποιες -ελάχιστες- στιγμές και στην καθοδήγηση των ηθοποιών του. Είναι πολύ δύσκολος ο ρόλος του Παπαδημητρίου, χρειάζεται ανάσες και τα long takes προδίδουν αμηχανίες.
Συνολικά όμως, η μελέτη των πλάνων, η υποβλητική ατμόσφαιρα, και η παλλόμενη καρδιά της αναγκαιότητας να μιλήσει κανείς για την «ουτοπία της ανάπτυξης» μια χώρας (μιας Ευρώπης, ενός ολόκληρου δυτικού κόσμου) χτίζεται στις πλάτες της οικονομικής κρίσης και της προσφυγιάς θα κερδίσουν το θεατή. Κι αυτό δείχνει ένα σκηνοθέτη με μέλλον. Πόλυ Λυκούργου
Μια δεύτερη ματιά | Ταινίες που ήδη έχουν κάνει την πρεμιέρα τους στην Ελλάδα
«Brando with a Glass Eye» του Αντώνη Τσώνη
Αλήθεια και ψέμα, υποκριτική και πραγματικότητα, αναφορές και πρωτότυπη σκέψη, μίμηση και πρωτοβουλία, δράμα και κωμωδία, σε τέτοιες δυαδικές σχέσεις βασίζεται το «Brando with a Glass Eye», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αντώνη Τσώνη, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Slamdance και ελληνική στις Νύχτες Πρεμιέρας, που παραμένει στα εννοιολογικά ντουέτα χωρίς ν' αποφασίσει σε ποια πόδια θα σταθεί τελικά.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Λούκα, εν τη γενέσει ηθοποιός, που γίνεται δεκτός σε μια περίοπτη δραματική σχολή στη Νέα Υόρκη με υποτροφία, αρκεί να μπορεί να συντηρηθεί στην πόλη, στη διάρκεια των σπουδών του. Δεν μπορεί, γι' αυτό και μαζί με τον αδελφό του, τον Αλέκο, επιχειρούν μια ένοπλη ληστεία που θ' αφήσει τραυματισμένο έναν περαστικό, τον Ηλία. Ο Λούκα, κατατρεγμένος από ερινύες και φόβο, θα επισκεφθεί τον Ηλία στο νοσοκομείο για να εξασφαλίσει τη σιωπή του, όμως στο πρόσωπό του θα βρει έναν απρόσμενο φίλο.
Αυτός είναι ο σκελετός της πλοκής του «Brando» που, στην πορεία, θα συναντηθεί με τη συνείδησή του, τις υποκριτικές ικανότητές του, με ερωμένη και την ερωμένη της ερωμένης, με αναμνήσεις και δοκιμασίες, με ολόκληρους κλασικούς μονολόγους, αγκαλιάζοντας κάθε στιγμή τη διττή υπόσταση του άνδρα και του ηθοποιού. Γεμάτη αναφορές είναι η ταινία, στη μητροπολιτική κινηματογραφική νύχτα, στην Αθήνα της χασαπαγοράς και των sex shops, στο νουάρ του Μελβίλ και στη συναισθηματική κι υπαρξιακή εγγύτητα του Κασσαβέτη, στην αναπαραγωγή διαλόγων, στην ίδια την παρακολούθηση της Στέλα Αντλερ, καθώς διδάσκει μαθήματα ηθοποιίας και ζωής.
Μέσα σ' αυτό το μερακλίδικα φτιαγμένο πλαίσιο, ο Γιάννης Νιάρρος θυμίζει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, ο Κώστας Νικούλι, όπως πάντα, συνεπαίρνει με τη φυσικότητά του, ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος διατηρεί μια τραβηχτική αθωότητα που ανατρέπεται λεπτό με το λεπτό. Η φωτογραφία και το σκηνογραφικό πλάθουν ένα ολόκληρο σύμπαν, η μουσική του Αλέξανδρου Λιβιτσάνου είναι ό,τι πιο όμορφο και πλούσιο έχουμε ακούσει πρόσφατα. Αυτά όλα, όμως, δεν είναι παρά μια επίφαση. Οσο ο Λούκα κυνηγά το method acting και θέτει στον εαυτό του δοκιμασίες, τόσο η ταινία μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων: ποτέ δεν θα μάθουμε, ούτε τελικά θα ενδιαφερθούμε να εξερευνήσουμε, ποιος είναι ο Λούκα και ποια η εσωτερική ορμή του, παρά σε μια meta, αυτοαναφορική άσκηση, που έστω κι αν δεξιοτεχνική, διαρκεί τόσο πολύ που αφήνει έκθετες τις ελλείψεις της. Με μια αποστασιοποίηση, παρά την ενασχόληση με την εμβύθιση του method acting, με μια φιλοδοξία που ελαφρά μοιάζει να γίνεται αυτοσκοπός. Επιλογή του Τσώνη είναι η ατάκα, «we fail because we have nothing to give» κι η ταινία του δεν είναι σαφές τι έχει να δώσει, πέρα από μια τρανταχτή υπόσχεση ενός έξτρα ικανού σκηνοθέτη που ωριμάζοντας θα κοιτάξει πιο πέρα από τον εαυτό του. Λήδα Γαλανού