O Γιάννης του Ανταμ Μπουσδούκου είναι ένας άνθρωπος γεμάτος χρέη, προβλήματα, μια πρώην σχέση που μάλλον χαίρεται που ξεμπέρδεψε μαζί του κι έναν αξιολάτρευτο σκύλο σκύλο που όμως δε φαίνεται να είναι και ο πιο υπάκουος. Οταν ο Τζίμι λοιπόν διασχίζει τη Νεκρή Ζώνη που χωρίζει τις ελεύθερες περιοχές από τα κατεχόμενα στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα – λόγω της απαγόρευσης μεταφοράς ζώων από τα κατεχόμενα – να μην μπορεί να εισέλθει ξανά επίσημα στη χώρα, ο Γιάννης αναγκάζεται να ξεκινήσει μια όλο και πιο παράδοξη περιπέτεια επαναπατρισμού του σκύλου, η οποία θα τον θέσει αντιμέτωπο με το παρελθόν του αλλά και με την πολύπλοκη σύγχρονη ιστορία του νησιού.
Αυτή η περιπέτεια του Γιάννη δίνει την ευκαιρία στον Μάριο Πιπερίδη να παρουσιάσει με φαινομενική ελαφρότητα την τραγική κατάσταση στην τελευταία διχοτομημένη ευρωπαϊκή χώρα, χωρίς να προσπαθεί να ρίξει ευθύνες ή κατηγορίες αλλά εστιάζοντας στα πραγματικά θύματα της υπόθεσης, τους απλούς ανθρώπους που βιώνουν καθημερινά το παράλογο των συνόρων και κάθε είδους διαχωριστικών γραμμών. Από τον κανονισμό της Πράσινης Γραμμής που απαγορεύει τη διέλευση ζώων ή φυτών από τις τουρκοκρατούμενες στις ελεύθερες περιοχές μέχρι το μαγαζί με τα εσώρουχα δίπλα στο σπίτι του Γιάννη που τιτλοφορείται «No Borders», η διχοτόμηση βρίσκεται παντού με έναν σαρκαστικό, ειρωνικό αλλά απόλυτα σκληρό τρόπο.
Μόνο που ο Πιπερίδης δεν επιχειρεί να κάνει μια πολιτική ταινία με το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ». Η ταινία του, σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο και με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα ήδη στο βιογραφικό της, είναι στη βάση της μια καθαρόαιμη και αποτελεσματική κωμωδία, η οποία χρησιμοποιεί την πολυσύνθετη κυπριακή πραγματικότητα για να αντλεί συνεχώς ιδέες για νέα εμπόδια και επιπλοκές στην επιχείρηση επιστροφής του Τζίμι, μπορεί μεν με δημιουργικές ελευθερίες και με κάποιες «λογικές» αφέλειες αλλά ταυτόχρονα και με μια μόνιμη επίγνωση της αληθινής αποστολής της, η οποία είναι να ψυχαγωγήσει το κοινό.
Και είναι πολύ αναζωογονητικό να βλέπει κανείς μια ελληνική κωμωδία που απευθύνεται κυρίως στο ευρύ κοινό να μην παραδίδεται εξολοκλήρου στις ευκολίες αλλά να εμφανίζει άποψη, δημιουργικότητα και προσωπικό στίγμα χωρίς να χάνει στιγμή την αμεσότητά της, η οποία ξεπερνά το επικοινωνιακό χάρισμα του Μπουσδούκου ή το έτσι κι αλλιώς ευαίσθητο θέμα του Κυπριακού για να πει μια ιστορία γεμάτη χιούμορ αλλά και προβληματισμό.
Αυτή η ανάγκη είναι που πολλές φορές ατυχώς μετατρέπει τους χαρακτήρες απλά σε όχημα για την επόμενη σεναριακή ιδέα, χωρίς να δημιουργείται κατά στιγμές χώρος για να αναπτυχθούν πραγματικά. Η σχέση μεταξύ των στρατιωτών στις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής, η πραγματική ιδιοκτησία των σπιτιών στα κατεχόμενα, οι περιορισμοί στην έκδοση των διαβατηρίων για τους «εποίκους» και τα παιδιά τους αλλά και οι πολλαπλοί μέθοδοι που αναπτύσσονται για την παράκαμψη όλων των αντίστοιχων επιπλοκών είναι θεματικές που απασχολούν γνήσια μεν τον Πιπερίδη, προκαλούν όμως και επιπλέον πίεση στον δημιουργό να τις ενσωματώσει στις προσωπικές ζωές και ιστορίες των χαρακτήρων του με βεβιασμένο ορισμένες φορές τρόπο.
Η ικανότητά του ωστόσο να κοιτάει με χιουμοριστικά δημιουργικό τρόπο το περιβάλλον, το κωμικό του timing αλλά και η έμφυτη αισιοδοξία του στους ίδιους τους ανθρώπους, κάνουν το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» μια ταινία που εκπροσωπεί με αξία το mainstream ελληνικό σινεμά, χωρίς την ανάγκη να θυσιάσει την δημιουργικότητά της για να απευθυνθεί στο μεγαλύτερο δυνατό κοινό. Σίγουρα υπήρχαν περιθώρια για τολμηρά ρίσκα και ακόμα πιο αιχμηρές παρατηρήσεις, όμως η φωνή της ταινίας είναι καθαρή και σίγουρη και αυτό αρκεί για να συστήσει ένα δημιουργό που ενδιαφέρεται τόσο για το περιεχόμενο της ταινίας του όσο και για την επικοινωνία του με τον θεατή.