Ο Λεό, ένας εικοσιδυάχρονος νεαρός, το όνομα του οποίου δεν μαθαίνουμε ποτέ στη διάρκεια της ταινίας, εκδίδεται στους δρόμους του Στρασβούργου. Χωρίς παρελθόν και χωρίς καμία φιλοδοξία για το μέλλον, ζει σε ένα διαρκές και αβέβαιο παρόν, όπως αυτό ορίζεται κάθε μέρα από τα περιστασιακά ψωνιστήρια, τα βίτσια των πελατών του, τις σχέσεις με τα άλλα εκδιδόμενα αγόρια της περιοχής και τον δικό τους ιδιαίτερο κώδικα συμπεριφοράς, τα ναρκωτικά. Το τέλος της ημέρας τον βρίσκει συνήθως να κοιμάται άστεγος, στο πεζοδρόμιο. Σε αντίθεση, όμως με τα περισσότερα αγόρια της πιάτσας, αυτός φιλάει στο στόμα. Οποτε του βγει. Γιατί ακόμα πιστεύει στον έρωτα. Και θα τον αναζητήσει μέσα στην τρυφερότητα των λύκων, ένα αγρίμι μέσα στα υπόλοιπα αγρίμια.
Η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Καμίλ Βιντάλ-Νακέ δεν είναι η πρώτη που μας ξεναγεί στον κοσμό της αρσενικής πορνείας. Δικαιώνοντας, όμως, πλήρως τον τίτλο της, διαθέτει την αγριάδα και μια πρωτόγνωρη δύναμη που την καθιστούν όχι μόνο ένα εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο, αλλά και μια σημαντική προσθήκη στο (υπο)είδος εκείνο των ταινιών για την άγρια και σκοτεινή πλευρά του αγοραίου-ανεξαρτήτως προσανατολισμού- έρωτα.
Γιατί ενώ σκιαγραφεί με όλα τα αναμενόμενα μελανά χρώματα αυτό τον κόσμο της εκμετάλλευσης και της βίας, ξεφεύγει από τη μιζέρια επιμένοντας, όπως και ο ήρωάς της, σε έναν απονενοημένο ρομαντισμό, ο οποίος αναζωπυρώνεται, όσο γκρεμοτσακίζεται, με τους δικούς του όρους και το δικό του φυσικά τίμημα, βγαλμένος θαρρείς από τις σελίδες του Ζενέ. Ο Λεό θα ερωτευτεί τον συνομήλικο του Αχντ, ο οποίος εκδίδεται στα ίδια μέρη μαζί του, αλλά χωρίς αντίκρυσμα, γιατί εκείνος αναζητά τον sugar daddy που θα του εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή και όχι συναισθήματα. Η σχέση που θα αναπτύξουν μεταξύ τους, κάτι πολύ περισσότερο και πιο βαθύ από μια συμβατική φιλία, αλλά και οδυνηρά λιγότερο από έναν ερωτικό δεσμό, θα οδηγήσει τον Λεό ακόμα πιο πέρα από τα όρια και η κάμερα του Νακέ θα συντονιστεί σε απόλυτη ταύτιση με αυτό το συναίσθηματικό roller coaster.
Ο Νακέ μελέτησε επί τρία χρόνια τον μικρόκοσμο του δάσους της Βουλόνης, του πιο διάσημου ψωνιστηριού στο Παρίσι, πριν γυσίσει την ταινία του κι αυτό φαίνεται στην αμεσότητα και την ντοκιμαντερίστικη ακρίβεια με την οποία φιλμογραφεί τις εμπειρίες του Λεό, την εξουσιαστική δυναμική των σχέσεων με τους πελάτες του, τη λεκτική και σωματική βία, αλλά και τον αισθησιασμό των γυμνών σωμάτων σε πολλάπλές (σοκαριστικές ενδεχομένως για πιο σεμνότυφους θεατές) περιπτύξεις.
Αυτή η σωματικότητα του πόθου υπογραμμίζεται από την ανίστιξη των σωμάτων των αγοριών με εκείνα των πελατών τους: από τη μια μεριά η επιφανειακή ομορφιά ενός καλοσχηματοσμένου σώματος, από την άλλη η παραμόρφωση της ηλικίας ή η σωματική αναπηρία που οδηγεί στην αναζήτηση του αγοραίου έρωτα. Η πρόσκαιρη σαρκική επαφή, ωστόσο, για τον Λεό αποτελεί και έκφραση μιας βαθύτερης ανάγκης για λίγες στιγμές στοργής και θα τις αναζητήσει είτε στον ηλικωμένο πελάτη που έχασε πρόσφατα τη γυναίκα του και ψάχνει κι εκείνος τη ζεστασιά ενός οποιουδήποτε σώματος στο κρεβάτι του, είτε στην απρόσμενη αγκαλιά που θα δώσει στη γιατρό που θα τον εξετάσει και θα τον προειδοποιήσει για την φθίνουσα υγεία του.
Η αντιφατικότητα της συμπεριφοράς του Λεό αποτελεί το κύριο συστατικό της γοητείας που ασκεί στον θεατή. Με το πείσμα, τη θέληση, αλλά και την αυτοκαταστροφική μανία ενός λουλουδιού που αποφασίζει να φυτρώσει μέσα στο βούρκο, ο Λεό ζει κυριολεκτικά «Δίχως στέγη, δίχως νόμο», θυμίζοντας την απροσμέτρητη και ασυμβίβαστη ορμή με την οποία ζούσε τη ζωή της και η Μόνα, η αλησμόνητη ηρωίδα της ταινίας της Ανιές Βαρντά. Κι όπως τότε η Σαντρίν Μπονέρ έδωσε την ερμηνεία της ζωής της, έτσι κι εδώ ο Φελίξ Μαριτό, τον οποίο ίσως κάποιοι θυμούνται από το «120 Χτύποι το Λεπτό» του Ρομπέν Καμπιγιό, πλάθει μια ερμηνεία από εκείνες που (θα έπρεπε να) δημιουργούν καριέρες, δίνοντας κυριολεκτικά την ψυχή και το σώμα του στο ρόλο του Λεό και αποτυπώνοντας όλη τη διαδρομή ανάμεσα στον ξεπεσμό, την παρακμή, το εξευτελισμό, την αγάπη, τον πόθο και την καύλα.