Ο Κωνσταντίνος Σαμαράς είναι ένας σκηνοθέτης ταλαντούχος, όπως έχει ήδη δείξει στις μικρού μήκους ταινίες του. Κι η πρώτη του βουτιά στη μεγάλου μήκους είναι εξαιρετικά φιλόδοξη. Αυτές οι δυο διαπιστώσεις δεν βοηθούν, ωστόσο, να γίνει το «Μαγικό Δέρμα» του πιο προσβάσιμο, ή πιο ελκυστικό από μια άσκηση πάνω σε δικές του αγαπημένες κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές.
Διασκευάζοντας ελεύθερα το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ (γιατί όλα από κάπου πρέπει να ξεκινήσουν), η ταινία παρακολουθεί τον Νίκο, έναν επίδοξο συγγραφέα, έναν ρομαντικό κι ασυνείδητο loser που βρίσκει μια ευκαιρία ν' αποκτήσει όσα επιθυμεί, επιτυχία, χρήματα και τον έρωτα της κοπέλας που αγαπά, όταν ένα κομμάτι μαγικό δέρμα πέφτει στα χέρια του και του εξασφαλίζει μια συμφωνία με το διάβολο. Ετσι, ο Νίκος κι η ταινία θ' ακολουθήσουν μια επεισοδιακή πορεία προς την ευτυχία, ή προς το θάνατο, που, όπως όλα τα σπουδαία, είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Αυτή την κλασική παραβολή, που έχει σημαδέψει όχι μόνο τον Μπαλζάκ, αλλά πολλές στιγμές της κλασικής λογοτεχνίας και των διασκευών της, ο Σαμαράς διατυπώνει στην οθόνη ανεβάζοντας όλους τους διακόπτες στα κόκκινα. Η αίσθησή του είναι παιχνιδιάρικη, με στιγμές πετυχημένου χιούμορ, πνιγμένες σε μια διάθεση υπερβολής: παράλληλοι ήχοι και μανία βακχικών διαστάσεων, φωτογραφία με έντονα κοντράστ (σε μια παραγωγή ίσως όχι αρκετά εύπορη για να υποστηρίξει μια τέτοια πρόκληση), διάλογοι που εκτοξεύονται σαν τσιτάτα διανοούμενου του '70, λαϊκά τραγούδια, guest εμφανίσεις από την Μπέτυ Αρβανίτη ως τον Χάρη Ρώμα, ένας σκόπιμος συγκερασμός φελινικής πληθωρικότητας και μπαναλιτέ.
Μέσα σ' αυτό το σύμπαν, ο Σαμαράς βάζει τους ήρωές του να μιλούν και να δρουν (και τους ηθοποιούς του να παίζουν), σαν να χτίζει ένα φόρο τιμής στη γοητευτική μπουρζουά ειρωνεία του Νίκου Παναγιωτόπουλου (η ταινία είναι απολύτως αφιερωμένη σ' εκείνον, ξεκινά μάλιστα μ' ένα δικό του απόφθεγμα ως mission statement) και, μαζί, στη βίαιη σωματικότητα και την εγκεφαλική υπέρβαση ενός Ζουλάφσκι. Οχι μεταφράζοντάς τους με τον δικό τρόπο, αλλά ουσιαστικά αναπαράγοντάς τους. Μ' αυτή την καθοδήγηση, οι δεύτεροι ρόλοι γίνονται αχνά σχηματικοί, ενώ ο Χάρης Φραγκούλης σαρώνει την οθόνη ως νευρόσπαστο σε υστερία, εκτελώντας την οδηγία του σκηνοθέτη του. Οι γυναικείοι χαρακτήρες στην ταινία είναι εξίσου αντλημένοι από τα πρότυπα του κινηματογραφικού παρελθόντος (ελπίζουμε), χάρτινες φιγούρες κενές, ανόητες, πόρνες ή μέγαιρες, λεία της σοβινιστικής επιθυμίας των αντρών: δεν θα θεωρήσουμε ότι ένας νέος σκηνοθέτης στα τριαντακάτι του βλέπει τη γυναίκα μ' αυτόν τον τρόπο, παρότι έτσι επιλέγει να την απεικονίσει.
Το «Μαγικό Δέρμα» δεν είναι, σε καμία περίπτωση, μια ταινία αποτυχημένη. Είναι η πετυχημένη υλοποίηση της πρόθεσης του σκηνοθέτη της, έστω κι αν η πρόθεση αυτή δεν τον βοηθά. Είναι το πρώτο μεγάλο δείγμα δουλειάς ενός νέου δημιουργού, ο οποίος δανείζεται ταυτότητες παλιές και κρύβει τη δική του. Είναι η αγάπη του για το σινεμά των άλλων που εκφράζεται στο «Μαγικό Δέρμα», για τη δική του σκέψη θα χρειαστεί να περιμένουμε. Κι αν η επιδίωξη είναι, όπως εκφράζει στην αρχή ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, «ταινίες σαν τα ταπεινά λουλούδια που ξεφυτρώνουν και χάνονται σε μια υπέροχη απουσία σκοπών», αυτό το υπέροχο «τίποτα» απαιτεί τα πάντα για να αποκτήσει, έξω από τη φόρμα και ουσία.