Το «Καταφύγιο ΙΙ» ξεκινάει σχεδόν ακριβώς όπως οφείλει κάθε νεανική ταινία τρόμου που στο κέντρο της έχει μια παρέα φίλων που μετά από ένα ατύχημα βρίσκεται σε ένα απομονωμένο μέρος στη μέση ενός δάσους, στο έλεος ανθρώπων και πνευμάτων. Εδώ η παρέα είναι η Στέλλα, το αγόρι της ο Γιάννης, ένας φίλος τους ο Δημήτρης και η Κατερίνα, που παρά την κοινή απόφαση όλων να μην πάρει κανείς μαζί του κινητό για ένα Σαββατοκύριακο, ευτυχώς έκανε ζαβολιά...
Η είσοδός τους στο δάσος φέρνει τα πρώτα προμηνύματα μιας αόρατης (αλλά και ορατής, απλά όχι από όλους) απειλής, η ανέμελη διάθεση θα δώσει τη θέση της στην ανησυχία και όταν ο Δημήτρης θα πέσει σε μια τρύπα-παγίδα και θα χτυπήσει το πόδι του, όλοι αντιλαμβάνονται πως η συνέχεια δεν θα είναι ακριβώς το Σαββατοκύριακο που είχαν ονειρευτεί. Η αστυνομία τους δίνει ραντεβού για την επόμενη ημέρα σε ένα εγκαταλελειμμένο καταφύγιο. Ή τουλάχιστον σε αυτό που πιστεύουν ότι είναι ένα εγκαταλειλειμμένο καταφύγιο.
Είναι προτιμότερο να μην γνωρίζει κανείς τίποτε άλλο από τα παραπάνω, βλέποντας το «Καταφύγιο ΙΙ». Ενα μεγάλο κομμάτι του ενδιαφέροντός του βρίσκεται και στον τρόπο με τον οποίο υφαίνεται η υπόθεσή του, μια - ευτυχώς - πιστή στους κανόνες τους είδους αλληλουχία γεγονότων που όσο κινδυνεύει να καταρρεύσει από τα κλισέ, αλλό τόσο λειτουργεί περισσότερο ως στέρεα βάση, από οποιαδήποτε άλλη, πιο σινεφιλική ή με διάθεση ανατροπής, επιλογή.
Το άλλο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας του Χρήστου Νικολέρη (με θητεία στις νεανικές ταινίες και σειρές, όπως τα τηλεοπτικά «Αγρια Παιδιά» του 2008 και τον κινηματογραφικό «Κανένα» του 2010) είναι οι ερμηνείες κυρίως των τεσσάρων πρωταγωνιστών, με εξέχουσα αυτή της 22χρονης Κίκας Ζαχαριάδου που μπαίνει ακόμη βαθύτερα στην ατμόσφαιρα του έτσι κι αλλιώς ρόλου - κλειδί που έχει αναλάβει.
Αν το ζητούμενο στην περίπτωση ενός ελληνικού νεανικού θρίλερ (είδους σχεδόν ανύπαρκτο στην εγχώρια παραγωγή) είναι να μπορεί ελαφρώς να σε τρομάξει και να μην προδοθεί ανεπανόρθωτα από το χαμηλό του budget, τότε το «Καταφύγιο» κάνει πολύ καλά τη δουλειά του με τουλάχιστον δύο σκηνές που θα σας κάνουν να σηκωθείτε από την καρέκλα σας και μια παραγωγή που, μπορεί να καταφεύγει συχνά σε γενικά πλάνα ή σε μουσική-ουρλιαχτά όταν δεν έχει κάτι ακριβώς να δείξει, αλλά ακόμη κι έτσι σε κρατάει «ζωντανό» μέχρι να τελειώσει αυτή η νύχτα.
Αν, από την άλλη, θέλει κάποιος να ρίξει το «Καταφύγιο» κυριολεκτικά στην αρένα μιας διεθνούς παραγωγής ταινιών τρόμου που παράγονται με αυξητική διάθεση σε κάθε χώρα αυτού του πλανήτη, τότε οι απαιτήσεις είναι σίγουρα μεγαλύτερες. Εκεί, ατέλειες στην παραγωγή, βιαστικές σεναριακές λύσεις και ένας πιο χαλαρός ρυθμός από αυτόν που θα απαιτούσαν οι περιστάσεις θα έπιαναν αρκετό χώρο μέσα στα λίγα τετραγωνικά αυτού του καταφύγιου, αφήνοντας «ανάσα» μόνο στην πραγματική αγωνία και κυρίως περιέργεια για το αποτέλεσμα της τελικής συνάντησης μιας προσπάθειας σαν αυτή με το (ελληνικό) νεανικό κοινό εκεί έξω...