Ο Νεοϋορκέζος Αρον Σίμπεργκ δεν κάνει μια ταινία για το φόβο του διαφορετικού: κάνει τέσσερις με πέντε και τις βάζει τη μια μέσα στην άλλη, σαν μια μπάμπουσκα της ιστορίας των b-movies, του τρόμου και των ανθρώπινων κοινωνικών διακρίσεων. Και καταλήγει με μια πνευματώδη κωμωδία - πολιτική δήλωση, έστω κι αν τακτικά ενδίδει στη σαχλαμάρα.
Το «Chained for Life» ξεκινά ως μεταπολεμική ταινία τρόμου, όπου η όμορφη, ξανθιά, πλην τυφλή Φρίντα περιμένει τη σωτήρια εγχείρηση που θα της κάνει ο σαδιστής, ναζιστικών αναφορών, Χερ Ντόκτορ, στην εφιαλτική κλινική που διατηρεί. Γρήγορα το κάδρο ανοίγει για να καταλάβουμε ότι οι ήρωες της ταινίας είναι ένα κινηματογραφικό συνεργείο που γυρίζει το φιλμ εποχής. Εκτός από τη Φρίντα, που υποδύεται η Μέιμπελ, που υποδύεται η Τζες Γουέξλερ, τις δύο ταινίες στελεχώνει μια δεκάδα ηθοποιών βγαλμένων (σε απ' ευθείας αναφορά), από το «Freaks» του Τοντ Μπράουνινγκ, ο καθένας τους με μια παραμόρφωση που, αυτομάτως, τον κάνει να ξεχωρίζει από το «κανονικό», όσο δύσκολα κι αν προσδιορίζεται αυτό.
Συμπρωταγωνιστής της Μέιμπελ είναι ο Ρόζενταλ, ένας νεότερος «άνθρωπος ελέφαντας», με τη μορφή του Ανταμ Πίρσον, του ηθοποιού και ακτιβιστή που όντως πάσχει από νευροϊνωμάτωση. Καθώς η Μέιμπελ και ο Ρόζενταλ θα γίνουν φίλοι και μεταξύ τους θ' αρχίσει να γεννιέται ένας ανασφαλής έρωτας (μεταξύ έλξης, τρυφερότητας και πολιτικής ορθότητας), οι δευτεραγωνιστές, οι σιαμαίες δίδυμες, η κυρία με τα μούσια, ο αγαθός γίγαντας, θα φτιάξουν τη δική τους ταινία, παίρνοντας τα ηνία της δράσης κι αλλάζοντας τις ισορροπίες του καλού και του κακού, της νόρμας και του διαφορετικού.
Δηλώνοντας από την αρχή ότι αυτό είναι ένα παιχνίδι πρωτίστως κινηματογραφικό, ο Σίμπεργκ ξεκινά την ταινία του μ' ένα απόσπασμα της Πολίν Καέλ, όταν η λαλίστατη Αμερικανίδα κριτικός έγραφε για το «βολικό» πλεονέκτημα των ηθοποιών, να είναι πιο όμορφοι από τους συνηθισμένους ανθρώπους. Οσο οι «συμβατικοί» ηθοποιοί της ταινίας μιλούν για συμβουλές ομορφιάς, προϊόντα-θαύματα, μικροεπεμβάσεις, που θα κάνουν την εμφάνισή τους ακόμα πιο τέλεια, όσο ο Χερ Ντόκτορ της ταινίας-μέσα-στην-ταινία εμπνέεται, ως άλλος Γιόζεφ Μένγκελε, ριζικές παρεμβάσεις στην ανθρώπινη φύση, τόσο οι «ξεχωριστοί» εργαζόμενοι στο σετ προσπαθούν να επιβληθούν ως κάτι περισσότερο από μια αλλόκοτη μορφή.
Αν τα μηνύματα της ταινίας είναι προφανή, ο Σίμπεργκ ρεφάρει σε πρωτοτυπία με τη φόρμα που επιλέγει, στοιβάζοντας επίπεδα ανάγνωσης, το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζοντας ένα meta-opus που... αποδέχεται, αγαπά κι υποστηρίζει τον εαυτό του. Πράγμα που θα λειτουργούσε θαυμάσια, τουλάχιστον για όσους θεατές είναι πρόθυμοι να παίξουν το παιχνίδι του, αν το κωμικό στοιχείο που στην αρχή του φιλμ είναι απολαυστικά λεπτό, δεν γινόταν προοδευτικά μπουρλέσκ, μπερδεύοντας ακόμα περισσότερο το σύνολο με μια επαναληπτική ελαφρότητα. Παρόλ' αυτά και η καρδιά της ταινίας βρίσκεται στο σωστό μέρος και η χαριτωμένη τόλμη της ακονίζει το μυαλό και τις αισθήσεις, φτάνοντας αρκετά στρώματα επιδερμίδας βαθύτερα από την επιφάνεια.