Φεστιβάλ / Βραβεία

61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει τις ταινίες του Διαγωνιστικού Τμήματος «Γνωρίστε τους Γείτονες»

στα 10

Διαβάστε τη γνώμη του Flix για τις ταινίες του Διαγωνιστικού Τμήματος «Meet the Neighbors».

Flix Team
61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει τις ταινίες του Διαγωνιστικού Τμήματος «Γνωρίστε τους Γείτονες»

Φέτος, λόγω των συνθηκών, κανείς μας δεν είναι στη Θεσσαλονίκη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ομάδα του Flix δεν παρακολουθεί πιστά κι εντατικά και καθημερινά το 61ο Φεστιβάλ που πραγματοποιείται online., καθώς επίσης το site προτείνει κάθε μέρα και επιλογές από όλα τα τμήματα.

Ξέρουμε πολύ καλά ότι το ίδιο κάνετε κι εσείς. Για αυτό, και για να μην χάσουμε την υπέροχη ευκαιρία να συζητάμε και τις ταινίες που βλέπουμε μαζί σας, το Flix προσκαλεί τους αναγνώστες να γίνουν αυτές τις μέρες guests-κριτικοί και να μας στέλνουν τις κριτικές τους για ό,τι βλέπουν.

Το διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τον εύγλωττο τίτλο «Γνωρίστε τους Γείτονες», στη δεύτερη χρονιά του φέτος, αποτελείται από πρώτες ή δεύτερες ταινίες από την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, που ορίζεται από τη νότια όχθη του Δούναβη, τις ακτές της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας και φτάνει μέχρι τις εκβολές του Νείλου. Με έμφαση στη «γνωριμία» των ανθρώπων και των πραγμάτων στην ευρύτερη «γειτονιά», της Ελλάδας, οι ταινίες του τμήματος κοιτάζουν τον κόσμο, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το Φεστιβάλ, με μια ξεχωριστή και νεωτερική καλλιτεχνική ματιά.

Το Flix βλέπει καθημερινά όλες τις ταινίες του «Γνωρίστε του Γείτονες» και σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του.


Διαβάστε εδώ όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς


Spiral 607

Δίνη (Spirál) της Σεσίλια Φελμέρι | Ουγγαρία

Δεν είναι το «Preparations to Be Together for an Unknown Period of Time» η μόνη ουγγρική παραγωγή που κλέβει τις εντυπώσεις στο 61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η «Δίνη» της πρωτοεμφανιζόμενης (και γεννημένης στη Ρουμανία) Σεσίλια Φελμέρι ήρθε να στροβιλίσει το παράλληλο τμήμα «Meet the Neighbors» στο δικό της μυστηριώδη και βραδύκαυστο ρυθμό, με μια υποδόρια και ανατριχιαστική εικαστική δύναμη, σαν μια επίσκεψη σε μια στοιχειωμένη από νεράϊδες και ξωτικά λίμνη στη μέση ενός σκοτεινού και δυσοίωνου δάσους.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον εκτυλίσσεται, άλλωστε, η ταινία, εκεί όπου έχει αποσυρθεί από την πόλη και τις ακαδημαϊκές απαιτήσεις ένα ζευγάρι καθηγητών βιολογίας. Ο Μπέντσε και η Γιάνκα έχουν βρει τον επίγειο παράδεισο στο σπίτι που έχει κληρονομήσει ο πρώτος από έναν πατέρα που έχει εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη. Κι αυτό δεν είναι το μόνο ανησυχητικό σημάδι, αφού τα ψάρια της λίμνης αρχίζουν να πεθαίνουν για ανεξήγητους λόγους. Τα όνειρα για μια ειδυλλιακή ζωή στη φύση αρχίζουν σταδιακά να καταρρέουν μέσα στην αποξένωση κι όταν συμβεί ένα τραγικό ατύχημα, ο Μπέντσε, μόνος του πλέον, θα προσπαθήσει να επουλώσει τα τραύματα του με την παρουσία μιας νέας γυναίκας δίπλα του. Αλλά μήπως είναι το πένθος μια δίνη που σε παρασύρει στην αέναη επανάληψη;

Στην κυκλική και συμβολική πορεία των τεσσάρων εποχών, η Σεσίλια Φελμέρι στήνει μεθοδικά ένα εφιαλτικό παραμύθι με μνήμες γοτθικού παραμυθιού της Ανατολικής Ευρώπης και μια δόση από τον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, δίνοντας έμφαση αφενός σε έναν απειλητικό ηχητικό σχεδιασμό, διάστικτο από τους ήχους των έντομων και των πουλιών, τα θροϊσματα των φύλλων και τους κυματισμούς της λίμνης, αφετέρου στην εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας του Γκιόργκι Ρέντερ, ο οποίος ξέρει να αναδεικνύει σε κάθε εποχή του έτους τη μάχη του φωτός με το σκότος, εντός και εκτός των ηρώων.

Κι αν η ταινία (όπως και η λίμνη), κρατά ενίοτε επτασφράγιστα τα μυστικά της, σε σημείο μιας απλησίαστης εσωστρέφειας, αρκούν η αιθέρια παρουσία της (πρωταγωνίστριας του αλησμόνητου «Η Ψυχή και το Σώμα») Αλεξάντρα Μπορμπέλι και η δύναμη των συμβολισμών μιας πολλά υποσχόμενης και γεμάτης αυτοπεποίθηση νέας δημιουργού, για να λυθούν όλα τα ξόρκια. Τάσος Χατζηευφραιμίδης

πρόστιμο 607

Πρόστιμο του Φωκίωνα Μπόγρη | Ελλάδα

«Ενας Πέτρος είναι, άμα τον έχεις ακουστά», λέει ο Βαγγέλης στον μηχανικό φίλο του που ενίοτε τον φροντίζει στο τροχόσπιτο της μάντρας του στις παρυφές της πόλης, όταν ο μικρός έχει μπλεξίματα. Το απόσπασμα από την αντίστοιχη σκηνή είναι και το teaser της νέας ταινίας του Φωκίωνα - «Κάθαρση» - Μπόγρη, της οποίας το σενάριο ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από μια πραγματική του γνωριμία. «Πέτρος, ναι… Πέτρος… χμ», απαντάει ο προστάτης. Και το teaser τελειώνει πριν ολοκληρώσει τη σκέψη του: «Να προσέχεις».

Ο Πέτρος είναι ο καινούργιος γκόμενος της Κατερίνας, της αδελφής του Βαγγέλη που, παρότι κοντά στα 40 πια, ντιλάρει ακόμα κάνναβη, χωρίς να μπορεί να σταυρώσει αξιοπρεπή απασχόληση λόγω μη έντιμου πρότερου βίου. Ο Πέτρος δεν είναι απλώς ο χαρακτηριστικός νεοέλληνας κάφρος με την ακόμα τυπικότερη μάτσο δυσανεξία. Είναι λέρα ολκής. Αλλά ακόμη δεν το ξέρουμε. Γιατί μια χαρά μοιάζει να συνεννοούνται ο ντίλερ με τον «γαμπρό» του αρχικά, στο πρώτο μισάωρο περίπου του «Πρόστιμου», κι ενόσω σκιαγραφούμε τον Βαγγέλη μέσα από τις επισκέψεις του σε φίλους και συνεταίρους, μια τραβεστί που επίσης του παρέχει στέγη όταν έχει ανάγκη, συνεντεύξεις για δουλειές χωρίς αποτέλεσμα... Μέχρι που αργά, αλλά με μεθοδικότητα ψαρωτική, ο Πέτρος θα αρχίσει να τον παρασύρει στο έγκλημα.

Ολα τα παραπάνω θα ξετυλιχθούν με ακρίβεια «οικονομιδική», σε μια ταινία που μιλά φανερά τη γλώσσα του δημιουργού του «Σπιρτόκουτου» και της «Μπαλάντας…», αν και μερικά κλικ πιο γειωμένη στον ρεαλισμό, ίσως πιο κοντά στο θεατρικό διαμάντι του, «Στέλλα Κοιμήσου». Καθόλου τυχαία, εξάλλου, η μακιαβελική φιγούρα του αμίμητου Στάθη Σταμουλακάτου, πρωταγωνιστή της «Στέλλας…» και μόνιμου συνεργάτη του Γιάννη Οικονομίδη. Ούτε η παρουσία του ίδιου του σκηνοθέτη στον σύντομο ρόλο του τραμπούκου θυρωρού, του Βαγγέλη –«Πέτρος… χμ»- Μουρίκη ή του Βασίλη Μπισμπίκη ως νονού των Νοτίων Προαστίων.

Περνώντας από το άγχος στην απορία κι από εκεί στη συνειδητοποίηση, η φάτσα του νεόφερτου Βαγγέλη Ευαγγελινού σκανάρει όλους τους παραπάνω με κάποια ψυχραιμία και στωικότητα που όμως δεν αναιρούν το σταδιακό «φόρτωμα». Το οποίο θα εκτονωθεί εν τέλει σε ένα «Πρόστιμο» βαρύ για όλους, σε ένα ελληνικότατο νουάρ που θα μπορούσε, παρεμπιπτόντως, να λέγεται και «Meet the Neighbors», όπως ο τίτλος του διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος του ΦΚΘ όπου συμμετέχει το φιλμ, εκτός από το αμιγώς ελληνικό πρόγραμμα. Ρόμπυ Εκσιέλ

200 Meters 607

200 Μέτρα του Αμίν Ναϊφέ | Παλαιστίνη, Ιορδανία, Κατάρ, Ιταλία, Σουηδία

Διακόσια μέτρα χωρίζουν τον Μουσταφά από την γυναίκα του και τα παιδιά του. Τα σπίτια τους είναι αντικριστά, υπάρχει μάλιστα οπτική επαφή μεταξύ τους, όμως αυτή η απόσταση που σε κάθε άλλη περίπτωση θα περπατιόταν εντός ολίγων λεπτών, στην περίπτωσή τους είναι αδιαπέραστη. Κι αυτό γιατί ανάμεσά τους παρεμβάλλεται ένα τείχος, εκείνο της Δυτικής Όχθης, που έχει επιβληθεί στον λαό του Μουσταφά και τον έχει διχοτομήσει.

Η οικογένεια θα μπορούσε να είναι μαζί, όμως ο Μουσταφά αρνείται πεισματικά να ζητήσει άδεια παραμονής από τις ισραηλινές αρχές. Κι επειδή όλες οι δουλειές είναι στην αντίπερα όχθη, στη γη των πλούσιων εποίκων, η γυναίκα του έχει αναγκαστεί να ζει στην άλλη πλευρά, όπου κάνει δύο δουλειές, αλλά και ο ίδιος έχει βγάλει άδεια προσωρινής εργασίας και περνάει καθημερινά έναν γραφειοκρατικό και ταπεινωτικό έλεγχο, για να βιοποριστεί, αλλά και για να αγκαλιάσει τα παιδιά του. Όταν, όμως, στη διάρκεια ενός σαββατοκύριακου, ο γιος του θα αναγκαστεί να μπει στο νοσοκομείο και για κακή του τύχη η άδεια εργασίας του θα έχει λήξει, ο Μουσταφά θα πρέπει να βρει τρόπο να περάσει πάση θυσία τα σύνορα. Και τότε τα 200 μέτρα θα μετατραπούν σε μια πολλαπλάσια απόσταση.

Η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου στη μυθοπλασία Παλαιστίνιου σκηνοθέτη Αμίν Ναιφέ μαρτυρά την προηγούμενη ενασχόληση του με την τεκμηρίωση. Έχει αμεσότητα, δύναμη, νατουραλισμό στην κίνηση της κάμερας και την κινηματογράφηση. Έχει επίσης έναν χαρισματικό πρωταγωνιστή στο ρόλο του πατέρα, τον Αλί Σουλιμάν, γνωστό από τη συμμετοχή του στις ταινίες του Ελία Σουλειμάν και σε πολλές αραβικές παραγωγές, η μαγνητική παρουσία του οποίου σε κάνει αμέσως συμμέτοχο στην αγωνία και στο αδιέξοδο των αποφάσεων που πρέπει να πάρει.

Η ανάμειξη, ωστόσο, του οικογενειακού δράματος, του πολιτικού σχολίου και του road movie, στο οποίο μετατρέπεται η ταινία, μόλις ο κεντρικός ήρωας αποφασίζει να εμπιστευτεί την μετάβασή του στο δίκτυο των παράνομων λαθρεμπόρων που γνωρίζουν τα τρωτά σημεία του τείχους για να περάσουν ανθρώπους και εμπορεύματα, δε λειτουργεί πάντα. Μπορεί ο ρυθμός να παραμένει σε όλη τη διάρκεια αμείωτος, όμως οι ανατροπές και οι καταστάσεις που απαιτούνται δραματουργικά για να διατηρηθεί σε αυτό το επίπεδο χάνουν κάπου την αξιοπιστία τους και ρέπουν προς τη σχηματικότητα.

Αλλά το ανθρώπινο (πέρα και πάνω απ’ όλα) δράμα του Παλαιστινιακού λαού και όσων ζουν στη Δυτική Όχθη αποτυπώνεται για άλλη μια φορά με ένταση και πάθος, αφήνοντας στο περιθώριο τις όποιες ενστάσεις. Κι η καρδιά της ταινίας χτυπάει σε μια απόσταση πολύ μικρότερη από εκείνη του τίτλου. Τάσος Χατζηευφραιμίδης

daniel 16 607

Ντάνιελ ‘16 του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου | Ελλάδα

Από το 1980, λένε οι αρχικοί τίτλοι της ταινίας του έμπειρου ντοκιμαντερίστα Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, λειτουργούν στην Ελλάδα παραρτήματα γερμανικών ιδρυμάτων για προερχόμενους από γερμανόφωνες χώρες ανήλικους με αποκλίνουσα ή ήπια παραβατική συμπεριφορά. Σκοπός των μικρών αυτών κοινοτήτων είναι να προσφέρουν στους τροφίμους μια εναλλακτική έκτιση των ποινών τους και να βοηθήσουν στην ομαλή κοινωνική τους επανένταξη.

Όμως το «Ντάνιελ ΄16» δεν είναι ντοκιμαντέρ, όπως θα προϊδέαζε η εν λόγω κάρτα σε συνάρτηση με την προϋπηρεσία του δημιουργού του «Μανάβη» και του «Σιωπηλού Μάρτυρα». Είναι, ωστόσο, μια κάποια τεκμηρίωση, με τον ανάλογο τρόπο που είναι και οι ταινίες των Νταρντέν ή του Κεν Λόουτς, για να αναφέρουμε τρεις από τους γνησιότερους και πιο ευαίσθητους ρεαλιστές που έχουν εντρυφήσει στην παραμελημένη μετεφηβεία. Με τον τρόπο που παρακολουθεί τον φερώνυμο αντιήρωά του, έναν 16χρονο Γερμανό χωρίς πατέρα, στις βουβές του μοναξιές και τις θρασείς του εξεγέρσεις στο κέντρο επανένταξης στον Εβρο, τα άγχη και τις ενοχές του για τα πταίσματά του, τη διστακτική του φιλία με έναν νεώτερο τρόφιμο που τον θαυμάζει σχεδόν και τη σχέση προστασίας που αναπτύσσει με έναν ανήλικο Σύρο πρόσφυγα -και έτσι, ωσότου ο νεαρός εμπεδώσει τον γεμάτο αντιφάσεις και αδικία κόσμο που τον περιβάλλει. Μια κάποια τεκμηρίωση, γιατί μπορεί να μην απαντά στο ερώτημα τι θα απογίνουν αυτά τα παιδιά, αλλά προτείνει, έστω και μέσα από ένα χρονικό που έχουμε ξαναδεί σε πολλές παραλλαγές, την πυξίδα για ένα πιο ανθρώπινο μέλλον.

Αγνωστο αν ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, εδώ στη δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους φιξιόν του μετά τον «Γιο του Φύλακα» σε μια καριέρα τριών σχεδόν δεκαετιών, έχει βιώσει μια παρόμοια ιστορία από πρώτο ή άλλο χέρι. Και αδιάφορο, τελικά. Διότι έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία στο σινεμά αν έχεις ζήσει αυτό που αφηγείσαι. Το πώς το κοιτάς προέχει. Και τούτος ο δημιουργός, που ακόμα και σε μια τηλεοπτική προσωπογραφία του Γιάννη Καστρίτση κατορθώνει να ρίξει ίσκιο ανατριχιαστικό, το κοιτά με μια μέθεξη που σε ταρακουνά, με μια ειλικρίνεια που σε αφοπλίζει, με κατανόηση και τρυφερότητα που σε σκλαβώνουν. Ρόμπυ Εκσιέλ

pretty

Μικρά Ομορφα Αλογα του Μιχάλη Κωνσταντάτου | Ελλάδα, Βέλγιο, Γερμανία

Βλέποντας τα «Μικρά Ομορφα Αλογα» του Μιχάλη Κωνσταντάτου, είναι δύσκολο να μην πάει το μυαλό σου τόσο στο «Luton», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, όσο και στα «Παράσιτα» του Μπονγκ Τζουν-χο. Στο πρώτο, γιατί περιμένεις κι εδώ την ίδια δραματουργική έκρηξη στο τέλος, την σοκαριστική εκείνη κορύφωση που μετέτρεψε τον σκηνοθέτη σε μια από τις μεγαλύτερες ελπίδες του εγχώριου σινεμά. Στα δεύτερα, γιατί η αιχμηρότητα της κριτικής τους στον ύστερο καπιταλισμό της παγκόσμιας ύφεσης έχει γίνει πλέον το μέτρο σύγκρισης κάθε ανάλογης προσπάθειας. Προς τιμήν του, ο Μιχάλης Κωνσταντανάτος διαφοροποιείται με τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του και από τα δύο. Εκεί έγκειται η γοητεία του εγχειρήματός του, αλλά και οι αδυναμίες του.

Η εικόνα της μεγαλοαστικής πυρηνικής οικογένειας που διαμένει σε μια πολυτελή βίλα έξω από την Αττική υπονομεύεται από την αρχή. Υπάρχει κάτι το αδιόρατα απειλητικό παντού: τόσο στη γυναίκα που τρέχει κλαίγοντας και λαχανιάζοντας μέσα στο δάσος, όσο και στον άνδρα που καθαρίζει την πισίνα και παίζει με τον σκύλο, όσο ένας γείτονας τον παρατηρεί διερευνητικά. Η χαλασμένη αυτόματη πόρτα της εισόδου είναι άλλη μια ένδειξη ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά.

Σταδιακά αποκαλύπτεται ότι οι υποψίες του θεατή βγαίνουν αληθινές. Η οικογένεια δεν κατοικεί κανονικά στη βίλα, αλλά ο σύζυγος δουλεύει εκεί ως φροντιστής-οικονόμος κι εκμεταλλεύεται την απουσία της πλούσιας ιδιοκτήτριας για να μένει στα κρυφά με τη σύζυγο και το παιδί τους. Κάθε φορά που εκείνη έρχεται για να μείνει στο σπίτι της μαζί με τους δύο τεράστιους γερμανικούς ποιμενικούς της, τους συμπεριφέρεται ευγενικά, αλλά με την υπεροψία ενός αφεντικού απέναντι στους υφισταμένους της. Εκείνοι φροντίζουν να σβήνουν κάθε ίχνος της παράνομης διαμονής τους κι επιστρέφουν στο μίζερο διαμέρισμά τους.

Ομως ήταν κάποτε κι αυτοί προνομιούχοι. Οι λιγοστές, αλλά καίριες πληροφορίες για την προηγούμενη ζωή τους στην Αθήνα εξηγούν τα κίνητρά τους. Εκείνος ήταν οικονομικός αναλυτής, εκείνη ιατρός- αναισθησιολόγος. Η κρίση τούς στέρησε από την ευμάρεια του παρελθόντος και τους περιόρισε σε μια υποδεέστερη στα μάτια τους ζωή, από την οποία θέλουν να ξεφύγουν. Η διαμονή τους στη βίλα είναι εκείνος ο παρασιτικός κρίκος που τους συνδέει με όλα όσα έχασαν. Κι όταν αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν να είναι οι αληθινοί ιδιοκτήτες της βίλας, είναι θέμα χρόνου πώς, πότε και με ποιο τίμημα θα αποκαλυφθούν.

Ο Κωνσταντάτος χτίζει από την αρχή ένα κλίμα αποξένωσης και απειλής, εκμεταλλευόμενος την αυστηρή γεωμετρία της βίλας και την λιτή εσωτερική της διακόσμηση και εστιάζοντας σε λεπτομέρειες, τόσο οπτικές (τα κάδρα με τις φωτογραφίες στους τοίχους που αποκαλύπτουν από νωρίς την αλήθεια, οι γείτονες στο βάθος πεδίου), όσο και ηχητικές (οι παραπλανητικοί ήχοι που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως πυροβολισμοί ή ξεσπάσματα βίας, η ατονική μουσική επένδυση που προμηνύει διαρκώς μια επερχόμενη συμφορά), για να υποδηλώσει την αντίστροφή μέτρηση προς μία δυσοίωνη κλιμάκωση.

Με μία κλινικότητα που θυμίζει Χάνεκε, ανατέμνει στα κάδρα του τα μέλη μιας οικογένειας που προσπαθούν να επιβιώσουν από την οικονομική και, συνεπακόλουθα, κοινωνική καταστροφή, αποφεύγοντας να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο και την αλήθεια στα μάτια. Αντίθετα εμμένουν σε αδιέξοδες συμπεριφορές που το μόνο που καταφέρνουν είναι να τους εγκλωβίζουν ακόμα περισσότερο στη δυσπραγία και να τους καθιστούν ανήμπορους να αντιδράσουν στη νομοτελειακή αποκάλυψη της αλήθειας.

Αυτό, όμως, που τόσο μεθοδικά και υπαινικτικά χτίζεται μέχρι το τελευταίο μέρος και την αναμενόμενη κορύφωση, τελικά έρχεται αναιμικά και υποτονικά με μια αποδραματοποιημένη αντι-κλιμάκωση, πιστή στο βραδυφλεγές χτίσιμο της ιστορίας, αλλά αμήχανη εν τέλει ως προς το σχόλιο της ταινίας για τις ταξικές (όσο και τοξικές) ανισότητες ενός ανθρωποφαγικού οικονομικού συστήματος και για το βάρος της ευθύνης που φέρει (δικαίως ή αδίκως) ο καθένας σε αυτό. Αυτά τα «Μικρά Ομορφα Αλογα» είναι ένα ακόμα θετικό βήμα για το σκηνοθέτη τους, απουσιάζει, όμως, εκείνη η ορμή που θα μετέτρεπε το βήμα σε καλπασμό. Τάσος Χατζηευφραιμίδης

unidentifying 607

Αγνώστων Στοιχείων του Μπογκντάν Τζόρτζε Απέτρι | Ρουμανία

Βραβευμένος το 2010 με τον Χρυσό Αλέξανδρο για το «Στις Παρυφές», ο Μπογκντάν Τζόρτζε Απέτρι επέστρεψε φέτος στη Θεσσαλονίκη και το τμήμα «Γνωρίστε τους Γείτονες» με το «Αγνώστων Στοιχείων», ένα αστυνομικό δράμα που αποδομείται ως είδος με τον χαρακτηριστικό τρόπο του ρουμανικού ρεαλιστικού νέου κύματος, θυμίζοντας το «Αστυνομία Επίθετο» στους απαιτητικούς (ίσως και εξοντωτικούς) ρυθμούς, αλλά αποτυγχάνοντας τελικά να αφήσει τις ίδιες εντυπώσεις, όχι μόνο με την ταινία του Κορνέλιου Πορουμπουίου, αλλά και με την σημαντική σε καλλιτεχνικό εκτόπισμα πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή της βαλκανικής χώρας.

Κάτω από το άπλετο φως ενός παραπλανητικού ήλιου και υπό τις πιανιστικές μελωδίες του Σοπέν, ο αστυνόμος Φλόριαν βάζει στόχο να διαλευκάνει μια υπόθεση διπλού εμπρησμού των ξενοδοχείων ενός ισχυρού οικονομικού παράγοντα της περιοχής, τον οποίο υποπτεύεται πως έβαλε επίτηδες φωτιά στην ιδιοκτησία του προκειμένου να εισπράξει την ασφαλιστική αποζημίωση. Θέλει να αναλάβει μόνος του την έρευνα σε πείσμα όλων: του συναδέλφου που έχει αναλάβει διεκπεραιωτικά την υπόθεση, του διευθυντή που αρέσκεται στο να λέει ρατσιστικά ανέκδοτα, ενός ολόκληρου τμήματος βουτηγμένου στη διαφθορά. Γνωρίζει μάλιστα και τον αυτουργό του εγκλήματος, έναν Ρομά φύλακα που δούλευε εκ περιτροπής στα ξενοδοχεία.

Αρχικά, οι προθέσεις του δείχνουν αγνές και ο ζήλος του αξιοσημείωτος. Τα φαινόμενα, όμως, απατούν. Όσο ο Φλόριαν χάνει τον ύπνο του για την υπόθεση και περιφέρεται άλουστος, βρώμικος και εριστικός απέναντι στους πάντες, αποκαλύπτονται και οι σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα του. Μανιακός, παρανοϊκός και βίαιος, με χρέη παντού και μια σύντροφο που τον έχει εγκαταλείψει, ο αστυνομικός προσπαθεί πάση θυσία να ενοχοποιήσει τον βασικό ύποπτο και περνάει ο ίδιος στην άλλη πλευρά του νόμου στήνοντας την τέλεια παγίδα. Ή αυτό που στο θολωμένο του μυαλό θεωρεί τέλειο άλλοθι. Όταν όλα αποκαλυφθούν με τον πλέον απροσδόκητο τρόπο, θα απονεμηθεί δικαιοσύνη ή θα κουκουλωθούν τα πάντα κυνικά σε έναν βαθιά διεφθαρμένο τόπο;

Ο Απέτρι παρακολουθεί αυτή την ξέφρενη πορεία του κεντρικού του ήρωα στην τρέλα με μια κλινική απάθεια και μια αποστασιοποίηση που δυναμιτίζουν το εγχείρημά του. Στο γνώριμο πλέον αφηγηματικό ρυθμό του σινεμά της χώρας του, αλλά χωρίς την ίδια συναισθηματική ένταση, καθιστά γρήγορα τον πρωταγωνιστή της ιστορίας του αντιπαθή και στερεί από τον θεατή την οποιαδήποτε ταύτιση μαζί του, ακυρώνοντας τις αρχικές προσδοκίες με έναν μάλλον απογοητευτικό τρόπο. Ακόμα, όμως, κι ως ιστορία ενός διεφθαρμένου τελικά μπάτσου, λείπει από την ταινία εκείνη δημιουργική τρέλα ενός Φεράρα, που θα έκανε αυτή την ηθική παρεκτροπή ενδιαφέρουσα.

Η αντίστιξη ανάμεσα στα ηλιόλουστα, πανοραμικά πλάνα και τα ψυχικά σκοτάδια ενός ήρωα που μοιάζει φυσιογνωμικά με έναν ψηλόλιγνο, ατημέλητο Λίαμ Νίσον και παραπέμπει σε συμπεριφορά σε έναν Ρέι Λιότα, έχει αναμφίβολα ένα, αν μη τι άλλο, εικαστικό ενδιαφέρον και η τελική, εντελώς αποδραματοποιημένη σκηνή είναι η σοκαριστικά αμοραλιστική ομολογία ενός αποτυχημένου από τη ρίζα του συστήματος, αλλά το παιχνίδι έχει ήδη χαθεί από νωρίς σε μια ανερμάτιστη ιστορία που προτιμά τις εντυπώσεις από ένα ολοκληρωμένο ψυχογράφημα ή μια καταγγελία του ρατσισμού και της σήψης, τις οποίες η μετακομμουνιστική Ρουμανία ακόμα δεν μπορεί να πατάξει.Τάσος Χατζηευφραιμίδης

The Death of Cinema and My Father Too 607

The Death of Cinema and My Father Too του Ντάνι Ρόζενμπεργκ

Αρκετή ώρα μέσα στο υβριδικό ντεμπούτο του Ντάνι Ρόζενμπεργκ και δεν είσαι σίγουρος αν αυτό που βλέπεις είναι μια ταινία μέσα στην ταινία ή μια αυθαίρετη μείξη τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας που προδίδεται μόνο από την εναλλαγή των διαφορετικών μέσων κινηματογράφησης και από την σχεδόν σπειροειδή αφήγηση που μοιάζει να περιστρέφεται γύρω από το ίδιο γεγονός είτε βρισκόμαστε εκτός είτε εντός της ταινίας που γυρίζεται μέσα στην ταινία - και άλλης μιας μέσα σε αυτή.

Το «γεγονός» είναι αυτό του προβοκατόρικου τίτλου που εξισώνει το θάνατο του σινεμά με αυτόν του πατέρα του ήρωα. Και η πρόθεση ακριβώς αυτή: η μετωπική σύγκρουση της πραγματικότητας πάνω στο fiction και τα δυο μαζί με τη σειρά τους στο θαύμα που το λένε σινεμά - τουλάχιστον όπως το ξέραμε μέχρι σήμερα και στο άλλο που λέγεται απώλεια, κλείνοντας μέσα της πολλών και διαφορετικών ειδών ενηλικιώσεις, ανθρώπων και Τέχνης.

Λίγη ώρα και υπομονή αργότερα, είναι σίγουρο πως δεν μπορείς να μην γοητευτείς από την βαρυσήμαντη ελαφρότητα με την οποία ο Ρόζενμπεργκ αφηγείται την ιστορία ενός γιου που θέλει να γυρίσει την ταινία του αλλά ο πρωταγωνιστής πατέρας του αρρωσταίνει και είναι πολύ πιθανό να μην καταφέρει να την ολοκληρώσει.

Ποπ μουσικές εκρήξεις (από το «The House of the Rising Sun» των Animals μέχρι το «Never Tear Us Apart» των INXS), καυστικό πολιτικό σχόλιο (το φόντο της ταινίας που γυρίζεται που αφορά τον βομβαρδισμό του Ισραήλ από το Ιράν), σινεφίλ αναφορές (η σκηνή με τον «Νονό» στο κέντρο του φιλμ), η διαχρονική νοσταλγική υφή πραγματικών home movies, πραγματικά μέλη της οικογένειάς του σε σημαντικούς ρόλους και υπαρξιακά ερωτήματα που δεν εξαντλούνται στα προφανή, όλα συνθέτουν ένα παζλ που αποπροσανατολίζει συνεχώς προσπαθώντας να κάνει το προσωπικό οικουμενικό και το πραγματικό προϊόν μυθοπλασίας.

Η αβίαστη συγκίνηση στο φινάλε ολοκληρώνει με τρυφερότητα τη φορτωμένη αυτοβιογραφική σύνθεση που έχει προηγηθεί, ο Ντάνι Ρόζενμπεργκ σημειώνει με την υπογραφή του μια ενδιαφέρουσα περίπτωση νεαρού δημιουργού που πειραματίζεται - αν και με ισχυρό ρίσκο εντυπωσιασμού και επιτήδευσης - και το σινεμά, αν μη τι άλλο, προς επίρρωση του προβοκατόρικου όλου του πρότζεκτ - σίγουρα δεν έχει πεθάνει. Μανώλης Κρανάκης

luxor 607

Λούξορ της Ζέινα Ντούρα

Δέκα χρόνια χρειάστηκε η αραβικής καταγωγής, αλλά γεννημένη στη Μεγάλη Βρετανία Ζείνα Ντούρα για να επιστρέψει στον κινηματογράφο και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μετά το «Οι Ιμπεριαλιστές Είναι Ακόμη Ζωντανοί», το οποίο είχε προβληθεί παρουσία της σκηνοθέτη το 2010 στους Ανοιχτούς Ορίζοντες και είχε κερδίσει τις εντυπώσεις με τη φρεσκάδα ενός ντεμπούτου που ζωντανεύει την καθημερινότητα της αραβικής διασποράς στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα σαρκάζει την τρομοκρατική παράνοια που επικρατεί στη χώρα μετά την 11η Σεπτεμβρίου.

Με το «Λούξορ» που συμμετέχει φέτος στο διαγωνιστικό τμήμα «Γνωρίστε τους Γείτονες», η Ντούρα αντιστρέφει τη θεματική της και τοποθετεί μια Βρετανίδα σε έναν από τους πιο εμβληματικούς προορισμούς του αραβικού κόσμου, στο τουριστικό θέρετρο του τίτλου. Κι όταν αυτή η Βρετανίδα είναι η Αντρεα Ράιζμπορο, μια χαμαιλεοντική ηθοποιός που μεταμορφώνεται σε κάθε της ρόλο, το στοίχημα είναι κερδισμένο σχεδόν από την αρχή.

Θυμίζοντας αμυδρά το «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» και τα μυθιστορήματα της Ρέιτσελ Κασκ, το «Λούξορ» μοιάζει περισσότερο με ένα ασαφές και ελλειπτικό περίγραμμα ταινίας, στο οποίο η χαρισματική παρουσία της ηθοποιού δίνει μορφή και περιεχόμενο. Η ηρωίδα που υποδύεται είναι η Χάνα, η οποία εργάζεται σε ανθρωπιστικές αποστολές στη Μέση Ανατολή κι επιστρέφει στην Αίγυπτο μετά από καιρό, κουβαλώντας ένα τραύμα που ποτέ δεν κατονομάζεται, αλλά υπονοείται στην ατημέλητη παρουσία, σε ένα βλέμμα που δεν εστιάζει πουθενά, αλλά ταυτόχρονα κάτι ψάχνει απεγνωσμένα, στην κυκλοφορία ανάμεσα στους ταξιδιωτικούς προορισμούς και τους πολυάριθμους τουρίστες της περιοχής με τη ανάγκη να περάσει απαρατήρητη.

Oταν, όμως, συναντήσει τον αρχαιολόγο Σουλτάν, ένα επίσης ακαθόριστο παρελθόν θα έρθει στην επιφάνεια. Ήταν κάποτε μαζί, αλλά ούτε η ένταση της σχέσης τους, ούτε ο λόγος που χώρισαν θα αποκαλυφθούν. Θα επισκεφτούν όλα τα μέρη που είχαν ξαναπερπατήσει παλιά μαζί, θα πάνε στις ανασκαφές που δεν τελειώνουν ποτέ, θα δουν παλιούς κοινούς γνωστούς και φίλους, θα κάνουν έρωτα σαν δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Ή μήπως έχουν παραμείνει ίδιοι; Και θα είναι η συνάντηση αυτή η αρχή της επούλωσης;

Η ταινία δεν θα δώσει τις απαντήσεις, αλλά θα παραμείνει καθ’ όλη τη διάρκειά της ένα αινιγματικό μυστήριο, εφάμιλλο των τοποθεσιών που ακόμα και σήμερα μαγεύουν εκατομμύρια επισκέπτες. Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η τοποθέτηση της δράσης στο μέρος του τίτλου, εκεί όπου η απατηλή ελαφρότητα μιας τουριστικής περιήγησης συναντά κάτι βαθύτερο, μια ενέργεια χιλιετιών που κάνει τους new age ταξιδιώτες να λιποθυμούν. Αν και γεμάτη τουρίστες και αρχαία μνημεία, η πλανοθεσία δεν είναι ποτέ τουριστική και αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της σκηνοθέτη, που δείχνει να ξέρει πώς να αποτυπώσει την αύρα και τη μυσταγωγική γοητεία του τοπίου και να τοποθετεί τους ήρωες της, μικρούς, προσωρινούς και ανθρώπινους απέναντι σε κάτι τόσο αμετάβλητα αιώνιο.

Η ισχνή δραματουργία, άλλωστε, υπονοεί πάντα κάτι βαθύτερο, το οποίο δεν έρχεται ποτέ στην επιφάνεια. Τα πάντα , αντιθέτως, θα ιχνηλατηθούν ακροθιγώς και τα κενά στην αφήγηση θα γίνουν, τελικά, η ουσία της ταινίας μέσα από τα βλέμματα, τις σιωπές και τις εκφράσεις της Ράιζμπορο, που αποδεικνύεται η ιδανική επιλογή για να καταστήσει το εγχείρημα της Ζέινα Ντούρα κάτι παραπάνω από μια απλή, φορμαλιστική άσκηση ύφους. Μπορεί να μη μάθουμε ποτέ ποιό είναι το τραύμα της κεντρικής ηρωίδας και αν αυτό θα επουλωθεί ολοκληρωτικά, αλλά για ογδονταπέντε λεπτά συμμετέχουμε στην αρχή μιας διαδρομής που θα συνεχιστεί μετά τους τίτλους τέλους. Ως ταξιδιώτες, όχι ως τουρίστες. Τάσος Χατζηευφραιμίδης

Should the Wind Drop 607

Οταν Κοπάσει ο Ανεμος (Si le Vent Tombe) της Νόρα Μαρτιροσιάν | Αρμενία, Γαλλία

Κατασκευασμένο το 1974, το αεροδρόμιο Στεπανάκερτ στο Κοτζαλί είναι το μόνο στην διαφιλονικούμενη περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ ανάμεσα στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν και παρά την έναρξη της λειτουργίας του το 2012, καμία πτήση από και προς αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η κατασκευή του και η λειτουργία του από τους Αρμένιους θεωρήθηκε ως παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, ενώ οι εχθρικές περιοχές με τις οποίες συνορεύει απείλησαν πως κάθε αεροπλάνο που θα αναχωρούσε ή θα έφτανε στο έδαφος του θα ήταν πιθανός πολεμικός στόχος.

Αυτό είναι το αληθινό σκηνικό στο οποίο επιλέγει να τοποθετήσει το μυθοπλαστικό ντεμπούτο της η Αρμένισσα Νόρα Μαρτιροσιάν, την ιστορία του Αλέν, ενός Γάλλου τεχνοκράτη που αναλαμβάνει να εκτιμήσει κατά πόσο είναι εφικτή η επαναλειτουργία του αεροδρομίου, χωρίς να γνωρίζει ότι θα βρεθεί στο κέντρο ενός παραλογισμού που θα ανατρέψει τα δεδομένα μιας ολόκληρης κοινότητας αλλά και της ίδιας της μέχρι εκείνη τη στιγμή τακτοποιημένης του ζωής.

Η συνάντησή του Αλέν με τον διευθυντή του αεροδρομίου που θεωρεί ζήτημα εθνικής επιβίωσης τη θετική εισήγηση του για την επαναλειτουργία του αεροδρομίου, η καθημερινότητά του ανάμεσα στους ανθρώπους που ζουν με τα τραύματα της γενοκτονίας ανοιχτά, το ενδιαφέρον του για ένα παιδί που κάθε μέρα διασχίζει την απαγορευμένη ζώνη του αεροδρομίου μεταφέροντας και πουλώντας νερό στην πόλη, ο άνεμος από την Κασπία Θάλασσα που φτάνει στο πρόσωπο του ορίζοντας τις συντεταγμένες του βλέμματος πίσω από τα ψηλά βουνά μέχρι το άπειρο, είναι λίγα από όσα θα ζήσει ο Αλέν και δεν θα τον σπρώξουν στα άκρα.

Στα άκρα όπου αυτή τη ταινία δεν φτάνει ποτέ, παραμένοντας πεισματικά σε μια ευπρόσδεκτη ψύχραιμη πλευρά της Ιστορίας, αλλά να που το ανατριχιαστικά επίκαιρο του θέματός της στέκεται πάνω από οποιαδήποτε κριτική. Αν το φιλμ της Μαρτιροσιάν είχε προβληθεί στο Φεστιβάλ Καννών που αναβλήθηκε το Μάιο (η επιλογή του οποίου θεωρήθηκε ως αρμένικη προπαγάνδα από την πλευρά του Αζερμπαιτζάν) θα είχε γίνει ο προπομπός της αναζοπύρωσης των εχθροπραξιών που ξεκίνησαν το Σεπτέμβρη του 2020 και οι οποίες ολοκληρώνονται με τον πιο τραγικό τρόπο την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές και αυτή η ταινία προβάλλεται online στο 61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Με τις εικόνες των Αρμενίων να καίνε οι ίδιοι τα σπίτια τους για να μην τα κάψουν οι Αζέροι, τις αμέτρητες ανθρώπινες απώλειες που κατέγραψαν και οι δύο πλευρές και μια ακόμη εκεχειρία που γρήγορα θα πέσει στο κενό να υπενθυμίζουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο πως ο άνεμος θα κοπάσει μόνο όταν οι άνθρωποι σταματήσουν να κοιτούν στην λάθος κατεύθυνση της συνύπαρξης, της ειρήνης και της ελευθερίας. Μανώλης Κρανάκης

Oasis 607

Οαση του Ιβάν Ικιτς

Γνώριμος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από το 2014, όταν το σκηνοθετικό του ντεμπούτο για τον χουλιγκανισμό στο ποδόσφαιρο ως αντίδοτο στο μεταπολεμικό τραύμα του εμφυλίου, με τίτλο «Βάρβαροι» προβλήθηκε στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια», ο Σέρβος Ιβάν Ικιτς επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα «Γνωρίστε τους Γείτονες» με ακόμα ένα ρεαλιστικό και ανθρώπινο δράμα, που εστιάζει εκ νέου στο μικρόκοσμο μιας περιθωριοποιημένης από την κοινωνία ομάδας, ελάχιστα ορατής στη ζωή, πόσο μάλλον στο σινεμά: στα άτομα με νοητικές δυσκολίες.

Το εισαγωγικό απόσπασμα από τα επίκαιρα του 1969 για τα εγκαίνια, λίγο έξω από το Βελιγράδι, του ιδρύματος στο οποίο θα εκτυλιχθεί η πλοκή της ταινίας, τοποθετεί τα πράγματα σε ένα ειρωνικά διαχρονικό πλαίσιο. Η ενθουσιώδης φωνή του εκφωνητή, η αισθητική διαφήμισης και κυβερνητικής προπαγάνδας, το φρασεολόγιο για τα άτομα «που κάποτε θανατώνονταν» και σήμερα είναι «ατυχή όντα που δεν ξεπέρασαν τη νηπιακή ηλικία», όχι μόνο προκαλούν την σύγχρονη πολιτική ορθότητα και τις ευαισθησίες μας, αλλά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την ατμόσφαιρα και την απεικόνιση όσων θα ακολουθήσουν.

Αμέσως μετά ερχόμαστε στο σήμερα και σε ένα σκληρά ρεαλιστικό πλαίσιο, όπου θα γνωρίσουμε σε τρία κεφάλαια τους βασικούς ήρωες, όλοι τους άτομα με νοητική υστέρηση, τρόφιμοι του ιδρύματος. Με τη θέλησή τους ή χωρίς. Η πρώτη, η Μαρίγια, προσπαθεί αρχικά να δραπετεύσει. Όταν επιστρέφει οικειοθελώς, γνωρίζει τη Ντραγκάνα και γίνονται φίλες. Συγκρίνουν τις χαρακιές στα χέρια τους και ερωτεύονται το ίδιο αγόρι, τον σιωπηλό Ρόμπερτ που μένει στον κοιτώνα των ανδρών και εργάζεται στην κουζίνα. Μαλώνουν, φιλιώνουν, έχουν βίαια ξεσπάσματα. Αναζητούν στιγμές ιδιωτικότητας κάτω από την επίβλεψη των κοινωνικών λειτουργών. Μέχρι που η μία κοπέλα μένει έγκυος. Τότε η κρατική παρέμβαση θα σπεύσει διαλύσει αυτό το ερωτικό τρίγωνο. Πάντα για το καλό των τροφίμων, με τραγικά, όμως, αποτελέσματα.

Σε αντίθεση με την ποικιλοτρόπως αλησμόνητη «Φυλή» του Μιροσλάβ Σλαμποσπίτσκι, που σόκαρε το κοινό το 2014 με την ακραία κινηματογραφική απεικόνιση της ιδρυματοποίησης, ο Ίκιτς ακολουθεί μια πιο αποδραματοποιημένη οπτική, κινηματογραφώντας την καθημερινότητα των ηρώων του με έναν σχεδόν ασκητικό νατουραλισμό στα πρότυπα των αδερφών Νταρντέν. Η κάμερα τους ακολουθεί στους σκοτεινούς διαδρόμους και στα μίζερα κοινόχρηστα δωμάτια, πάντα με τους κρατικούς λειτουργούς στοβάθος του πεδίου ή εκτός κάδρου, μια αδιόρατη μέγγενη έτοιμη να παρέμβει, στήνοντας κάδρα μοναξιάς και εγκατάλειψης.

Εν πλήρη γνώσει ότι βαδίζει σε ένα εν δυνάμει ναρκοπέδιο, η προσπάθεια του σκηνοθέτη είναι συγκινητική ως προς την ψύχραιμη προσέγγιση της. Ο Ικιτς χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς με νοητικές δυσκολίες και τους αντιμετωπίσει με λεπτότητα και ευαισθησία, υιοθετώντας αρχικά την οπτική τους γωνία (στο πρώτο κεφάλαιο) για να διευρύνει στη συνέχεια το οπτικό του πεδίο στην επίσημη αντιμετώπισή τους (στο τρίτο κεφάλαιο) από την κοινωνία. Όμως, τα ερωτήματα αναφορικά με τη χρησιμότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος παραμένουν ανοιχτά, και η απάντηση που δίνεται υπονομεύεται τόσο από την υπερβολική διάρκεια των δύο ωρών, όσο και από μία μελοδραματική κατάληξη τύπου Ρωμαίος και Ιουλιέτα, που χαρίζει μεν στο αποτέλεσμα την απαιτούμενη μυθοπλαστική δύναμη και τη συγκινησιακή φόρτιση που διαρκώς προοικονομείται, αλλά εν τέλει αφαιρεί από το τελικό αποτέλεσμα μια πιο καίρια τοποθέτηση για τα δυσεπίλυτα όρια ανάμεσα στο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των ατόμων με νοητική υστέρηση και στην ανάγκη ή μη της διαρκούς εποπτείας τους. Τάσος Χατζηευφραιμίδης

Διαβάστε εδώ όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς

Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και στη σελίδα του στο Instagram.


Πώς βλέπουμε φέτος ταινίες στο Φεστιβάλ; Μάθετε όλα όσα πρέπει στον ειδικό οδηγό του Flix με οδηγίες χρήσης για τις online προβολές και τα ειδικά πακέτα εισιτηρίων

tiff61 poster gif