Φεστιβάλ / Βραβεία

61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος

στα 10

Διαβάστε τις κριτικές του Flix για όλες τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος.

Flix Team
61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος

Φέτος, λόγω των συνθηκών, κανείς μας δεν είναι στη Θεσσαλονίκη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ομάδα του Flix δεν παρακολουθεί πιστά κι εντατικά και καθημερινά το 61ο Φεστιβάλ που πραγματοποιείται online., καθώς επίσης το site προτείνει κάθε μέρα και επιλογές από όλα τα τμήματα.

Ξέρουμε πολύ καλά ότι το ίδιο κάνετε κι εσείς. Για αυτό, και για να μην χάσουμε την υπέροχη ευκαιρία να συζητάμε και τις ταινίες που βλέπουμε μαζί σας, το Flix προσκαλεί τους αναγνώστες να γίνουν αυτές τις μέρες guests-κριτικοί και να μας στέλνουν τις κριτικές τους για ό,τι βλέπουν.

Οπως κάθε χρονιά, έτσι και φέτος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα, οι ταινίες που παρουσιάζουν ό,τι πιο φρέσκο και δυνατό έχει να παρουσιάσει η διεθνής κινηματογραφία κι αυτές που συναγωνίζονται για τα βραβεία του Φεστιβάλ και τον Χρυσό Αλέξανδρο. Το Flix παρακολουθεί καθημερινά όλες τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού και σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του.

Διαβάστε εδώ όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς

GHOSTS 607

«Φαντάσματα στην Πόλη» (Ghosts) της Αζρα Ντενίζ Οκιάι | 2020, Τουρκία, Γαλλία, Κατάρ

Κωνσταντινούπολη, στο κοντινό μέλλον. Η Πόλη βυθίζεται, με απροειδοποίητα κι ανεξήγητα μπλακ άουτ, συνεχώς στο σκοτάδι. Εχει από καιρό βυθιστεί στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση. Η νέα τάξη πραγμάτων θέλει το ιστορικό κέντρο να έχει ρημάξει, τους οικονομικούς επενδυτές να αγοράζουν για ένα κομμάτι ψωμί περιουσίες που ερημώθηκαν και καταρρέουν και να χτίζουν στη θέση τους πολυτελείς κατοικίες. Την «νέα Πόλη». Μέχρι να γκρεμιστούν τα ερειπωμένα σπίτια, γίνονται στέγη για τους χιλιάδες Σύριους πρόσφυγες, αν αυτοί έχουν να πληρώσουν το πανάκριβο αντίτιμο στους ντόπιους νταβατζήδες. Οι νέοι άνθρωποι είναι άνεργοι και δολώματα του περιθωρίου και της αδιέξοδης διαφθοράς. Οι γυναίκες απελπισμένες, προσπαθούν να φροντίσουν τις οικογένειές τους και, πολύ συχνά, τους πολιτικούς κρατούμενους συντρόφους τους. Οι γκέι κρύβονται σε underground υπόγεια. Τα μοντέρνα κορίτσια που επαναστατούν χορεύοντας στους δρόμους βρίσκουν απέναντί τους την παλιά γενιά που τις επιπλήττει και τις απορρίπτει και το αστυνομοκρατούμενο καθεστώς που τις κυνηγά. Πώς συνέβη όλο αυτό; Πώς κατάντησε μια Πόλη πεδίο μάχης; Πόλη-φάντασμα;

Η Αζρα Ντενίζ Οκιάι, γεννημένη στην Τουρκία και με σπουδές στο Παρίσι, κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο και, μέσα από αυτό, μία σαφέστατη, καυστική παραβολή για την Τουρκία του Ερντογάν - μία χώρα που βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό σκοτάδι. Ακολουθώντας μία ομάδα χαρακτήρων για 24 ώρες μέσα στην Πόλη, παίζοντας μπρος πίσω με το χρόνο, αντιπαραθέτοντας το παλιό με το «νέο», τη Δύση με την βαθιά Ανατολή, τη γυναίκα με τον μουσουλμάνο άντρα, το φως με το πραγματικό (ή συμβολικό) σκοτάδι, η σκηνοθέτης μάς εγκλωβίζει κι εμάς σε ένα αποπνικτικό περιβάλλον που οι ελευθερίες, οι προοπτικές και οι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή έχουν εκπνεύσει. Δυναμική κινηματογράφιση με την κάμερα να κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και την ελεγειακή ατμόσφαιρα των συμβολισμών, αλλά και κάποια προβλέψιμα και σχηματικά κλισέ στις περιγραφές των διαφορετικών ομάδων κατοίκων που υποχωρούν σε ευκολίες. Παρόλα αυτά όμως, η ηλεκτρισμένη ματιά της Οκιάι λειτουργεί ως κώδωνας κινδύνου και βρίσκει το στόχο της. Οταν η Κωνσταντινούπολη, η γέφυρα με τη Δύση, παραδοθεί στο σκότος και κατοικείται από φαντάσματα ενός ένδοξου παρελθόντος, τότε θα είναι πολύ αργά. Πόλυ Λυκούργου

After Love 607

«Μετά την αγάπη» (After Love) του Αλίμ Καν | 2020, Μ. Βρετανία

Η Μέρι κάθε απόγευμα περπατά μέχρι την άκρη τους και κοιτά τη θάλασσα. Οι Λευκοί Γκρεμοί στο Ντόβερ τής αποκαλύπτουν μία θέα-βάλσαμο: τα πλοία που ταξιδεύουν στον ορίζοντα. Σ' ένα από αυτά κι ο ναυτικός σύζυγός της, ο Αχμέντ, ο οποίος κάθε μέρα επίσης τής στέλνει μήνυμα πότε επιστρέφει. Μέχρι που μια μέρα δε θα επιστρέψει. Πεθαίνει ξαφνικά και η Μέρι μένει μόνη. Μια κοπέλα που παντρεύτηκε τον παιδικό της έρωτα, απαρνήθηκε τους δικούς της, αλλαξοπίστησε κι έγινε μουσουλμάνα, πάλεψε να γίνει αποδεκτή στην οικογένεια και την κοινότητά του, και τώρα απέμεινε μόνη. Μόνη μέσα στη ζωή που έχτισαν μαζί τόσα χρόνια. Κάτω από το μαντήλι που φόρεσε πιστά ως μοναδική της ταυτότητα. Συνεχίζει να προσεύχεται στον Αλλάχ. Συνεχίζει τις βόλτες της στους Λευκούς Γκρεμούς. Συνεχίζει να ακούει το τελευταίο ηχητικό μήνυμα του Αχμέντ. «Είσαι μάλλον στους γκρεμούς σου. Πρόσεξε μην πέσεις. Επιστρέφω και σ' αγαπώ». Η Μέρι θα πέσει. Οχι κυριολεκτικά, αλλά ουσιαστικά. Κι όχι μόνο γιατί μετά την αγάπη, ακολουθεί μεγάλος πόνος. Αλλά και γιατί την περιμένει ένα τεράστιο γκρέμισμα: στο τηλέφωνο του Αχμέντ ανακαλύπτει μηνύματα. Μιας άλλης γυναίκας, μιας Γαλλίδας που ζει απέναντι από τους Λευκούς Γκρεμούς, στο Καλέ. Κι όταν η Μέρι θα διασχίσει θάλασσες, έξω και μέσα της, για να συναντήσει την ερωμένη του άντρα της, οι αποκαλύψεις θα συνεχιστούν. Οπως και τα γκρεμίσματα σε περισσότερες σκληρές αλήθειες.

Τι κάνει κανείς για την αγάπη, πόσο μετέωρος σε μια ζωή κενή, σ' έναν γκρεμό, όταν τη χάσει; Πόσο προδομένος νιώθει, όταν η αγάπη τον έχει προδώσει; Πόσο ακόμα πιο κενός; Αγαπήθηκε ποτέ ή ήταν όλα μια απάτη; Η Τζοάνα Σκάνλαν ερμηνεύει την Μέρι βουβά, λαβωμένα, με ευάλωττη δύναμη. Το εκφραστικό της πρόσωπο πλαισιώνεται ακόμα πιο δραματικά από το χιτζάμπ. Δυο έκπληκτα, πονεμένα μάτια, παγιδευμένα σε όσα θέλουν κι όσα φοβούνται να ανακαλύψουν. Ενα παρατημένο σώμα, κρυμμένο κάτω από την πακιστανική φορεσιά που θα το κοιτάξει σε μία καταπληκτική σκηνή στον καθρέφτη γυμνό – πόντο πόντο, ραγάδα ραγάδα. Κάπου εκεί θα κρύβεται η αλήθεια γιατί ο άντρας της έψαξε κάτι άλλο. Η Σκάνλαν γλιστρά κάτω από το δέρμα της ηρωίδας της με τη γενναιοδωρία που και η Μέρι κάποτε έβγαλε το πραγματικό της δέρμα και το έδωσε δώρο στον Αχμέντ.

Και παρόλο που η ερμηνεία της αξίζει Οσκαρ Α Γυναικείου, δεν είναι εκείνη το μόνο διαμάντι της ταινίας. O Αλίμ Καν γράφει και σκηνοθετεί με μία ωριμότητα που δεν περιμένεις από ντεμπούτο. Οι φωτοσκιάσεις όλων των παραμέτρων που θίγει, εξαιρετικά λεπτές: διαφορετικοί πολιτισμοί, διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικές ταυτότητες, διαφορετικές θυσίες. Ολοι οι ήρωες κοιτούν τη θέα της ζωής από τους δικούς τους γκρεμούς. Κι όταν το σενάριο είναι τόσο καλογραμμένο, όταν ο σκηνοθέτης δεν κρίνει αλλά κατανοεί, αναδύονται όχι όσα μάς χωρίζουν, αλλά όσα μάς ενώνουν. Μια ανθρωπιά που τρυπά τα βλέμματα, τρυπά και την καρδιά σου. Μια ταινία που σε κάνει να μην μπορείς/θέλεις να πάρεις θέση, αλλά να σηκωθείς από τη θέση σου, να τρυπήσεις την οθόνη και να τους πάρεις όλους μια σφιχτή αγκαλιά. Με σωστούς ή λάθος τρόπους όλοι την αγάπη ψάχνουμε. Πέφτουμε και ξαναπέφτουμε από γκρεμούς και συνεχίζουμε. Πόλυ Λυκούργου

preparations to be together 607

«Προετοιμασίες για να Είμαστε Μαζί, Αγνωστο για Πόσο» (Preparations to Be Together for an Unknown Period of Time) της Λίλι Χόρβατ | 2020, Ουγγαρία

Ενας τίτλος κι ο ίδιος δαιδαλώδης και εσωστρεφής, που εκφράζει από μόνος του ένα δισταγμό - μια περιστροφή και μια απορία. Η νέα ταινία της Ουγγαρέζας Λίλι Χόρβατ, μετά τη φεστιβαλική επιτυχία του «Wednesday Child», αγκαλιάζει αυτό το δισταγμό, αυτή την απορία, την υπαρξιακή επιφυλακτικότητα, στην ουσία και στη φόρμα της, με τον πιο συγκινητικό, φιλόδοξο τρόπο.

Η Μάρτα (συγκλονιστική, έστω χαμηλότονα, η πρωτοεμφανιζόμενη Νατάσα Στορκ), είναι μια νεαρή, ανερχόμενη νευροχειρουργός - εγκαταλείπει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στην Αμερική για να επιστρέψει στη Βουδαπέστη, εκεί όπου την περιμένει ο έρωτας της ζωής της, ο Γιάνος. Μόνο που όταν συναντηθούν, εκείνος συμπεριφέρεται σαν να τη βλέπει για πρώτη φορά.

Γυρισμένη μερακλίδικα σε φιλμ 35mm, οι μισές σκηνές, τα εσωτερικά, στα ζεστά χρώματα της ασφάλειας, της προσέγγισης της ευτυχίας - οι μισές με τα έντονα κοντράστ και τα πιεσμένα χρώματα, τα κόκκινα και τα πράσινα, ενός Ντάγκλας Σερκ, ενός Τοντ Χέινς που θα ενθουσιαζόταν μ' αυτήν εδώ την ταινία. Μισή βαθύ μελόδραμα, μισή ψυχολογικό θρίλερ. Μισή στην πραγματικότητα, μισή στη φαντασία, ή στην επιθυμία, τόσο δυνατή που, ίσως, γίνεται βίωμα. Ενα ρομάντζο τόσο μεγάλο που, μάλλον, χωράει μόνο στο μυαλό και όχι στη ζωή. Με λιποθυμίες και συγκρατημένα δάκρυα, με χτυποκάρδια και προδοσίες, απλώς, όχι τόσο στην καρδιά, όσο στο μυαλό, εκεί όπου, αντίθετα με την καρδιά, η βεβαιότητα δεν υπάρχει. Ενα αλλιώτικο ρομάντζο, η χαρτογράφηση μιας γυναίκας στο μεταίχμιο της ευτυχίας ή της ψυχοπαθολογίας, κι όμως τρυφερό, γλυκό, προσωπικό, προετοιμασία για μια σπουδαία σκηνοθετική καριέρα. Λήδα Γαλανού

sow the wind 607

«Σπέρνε τον Ανεμο» (Sow the Wind) του Ντανίλο Καπούτο | 2020, Ιταλία, Γαλλία, Ελλάδα

Στα εικοσιένα της, η Νίνα, μια φοιτήτρια Γεωπονίας, εγκαταλείπει τη Ρώμη και επιστρέφει στην Απουλία. Η οικογένειά της, στο χείλος της καταστροφής, έχει εναποθέσει τις τελευταίες ελπίδες της στις κρατικές αποζημιώσεις για τα ετοιμοθάνατα υπεραιωνόβια ελαιόδεντρα της περιοχής. Η Νίνα, που προσπαθεί να βρει τη θέση της μέσα σε έναν τόπο που θεωρητικά είναι το σπίτι της, αλλά μοιάζει με ξένο τόπο, αρνείται αυτή τη μοιρολατρική προσέγγιση και, οπλισμένη με μια σχεδόν θρησκευτική πίστη στις δυνάμεις της φύσης, ξεκινάει μια σταυροφορία για τη σωτηρία των δέντρων.

Ακολουθώντας σχεδόν τυφλά την αρχική συστολή και την επακόλουθη δυναμική με την οποία η νεαρή Γίλε Γιάρα Βιανέλο (στοιχειωτική πρωταγωνίστρια και στο «Corpo Celeste» της Αλίτσε Ρορβάκερ) ενσαρκώνει τις αντιφάσεις ενός τόπου, πριν γίνει η ίδια το σύμβολο της ένωσης ανάμεσα στο παρελθόν του και την αμείλικτη μοντέρνα ζωή, το δεύτερο φιλμ του Ντανίλο Καπούτο (συμπαραγωγή τριών χωρών με τη Graal από την ελληνική πλευρά της παραγωγής) μεγαλώνει αργά (μέσα σου) καθώς διασχίζει θαυμαστά με τη σειρά του από τον κοινωνικό ρεαλισμό μέχρι το φιλμ ενηλικίωσης πριν καταλήξει σε περιβαλλοντικό μανιφέστο για κάθε εποχή.

Φωτογραφημένο με την επίσης γεμάτη κοντράστα (γήινη - αέρινη, σκοτάδι - φως, παγανισμός - επιστήμη) ματιά του Χρήστου Καραμάνη, σε μια από τις καλύτερες στιγμές του, το «Σπέρνε τον Ανεμο» ολοκληρώνει τη διαδρομή του ως μια μικρή ταινία συνειδητοποίησης που καταφέρνει κάτι μοναδικό: να μιλάει για την παράδοση ή ακόμη καλύτερα για τις (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ρίζες που μας κρατούν σε έναν τόπο σαν αυτό να είναι το πιο μοντέρνο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια εποχή όπου η οικονομική κρίση, η κοινωνική αταξία, η αποξένωση και το ολοκληρωτικό χάσιμο της ταυτότητας απλώνουν τα άγρια κλαδιά τους πάνω στις ανθρώπινες κοινωνίες, εμποδίζοντας το θρόισμα του ανέμου να δώσει ανάταση στην καρφωμένη στην αγωνία της επιβίωσης καθημερινότητα και στην πίστη να αφιερωθεί σε κάτι πραγματικά που έχει σημασία. Μανώλης Κρανάκης

my heart can't beat 607

«Η Καρδιά μου δεν Χτυπά Ωσπου να της το Ζητήσεις» (My Heart Can't Beat Unless You Tell It To) του Τζόναθαν Κουάρτας | 2020, Η.Π.Α.

Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Τζόναθαν Κουάρτας κάνει ένα υβρίδιο βαμπιρικής ταινίας τρόμου με white trash κοινωνική κριτική - συνδυασμός που ακούγεται ωραιότερος απ' ό,τι είναι.

Ο Ντουάιτ και η αδελφή του, η Τζέσι, ζουν σ' ένα «κάποτε ήταν» σπίτι, στην εγκατάλειψη, απομονωμένοι, με τα παράθυρα σφραγισμένα ώστε να μην μπαίνει ούτε αχτίδα φωτός. Οι δυο τους έχουν αναλάβει το βαρύ φορτίο να φροντίζουν τον αδελφό τους, τον Τόμας, που είναι «άρρωστος»: τρέφεται μόνο με ανθρώπινο αίμα και το δέρμα του παθαίνει φρικτά εγκαύματα αν τον δει ο ήλιος - ας πούμε ότι είναι ένα νεοβαμπίρ. Ο Ντουάιτ και η Τζέσι αναγκάζονται να μαζεύουν άστεγους, ή πρόσφυγες που κανείς δεν θ' αναζητήσει, να τους σκοτώνουν και στραγγίζουν επιμελώς. Το δυσβάσταχτο χρέος τους στην οικογένειά τους και στην παλιοζωή, θα φέρει τη σύγκρουση μεταξύ Ντουάιτ και Τζέσι σε σιγανό βρασμό.

Το επίτευγμα του Κουάρτας στο ντεμπούτο του, είναι η απόλυτη φυσικότητα με την οποία παρουσιάζει την ακραία ιστορία του: οι ερμηνείες είναι συγκρατημένες και μινιμαλιστικές, το σέτινγκ (βραβείο φωτογραφίας για τον ίδιο τον Κουάρτας στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα) βγαλμένο από την παράδοση του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά του περιθωρίου, η βία αποτυπωμένη με μια ανατριχιαστική πεζότητα, η ατμόσφαιρα χαμηλότονη. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων είναι που δίνει στην ταινία του μια ξεχωριστή υφή πειστικότητας, αποδοχής, ακόμα και... ταύτισης με μια δυσλειτουργική οικογένεια και ματαιωμένα όνειρα, σαν τις άγραφες τουριστικές καρτ ποστάλ που εναλλάσσει ο Ντουάιτ στο κομοδίνο του, ευχές φυγής πνιγμένες, κυριολεκτικά, στο αίμα.

Από την άλλη πλευρά, οι ομοιότητες της ιστορίας του ξεπερνούν την «αναφορά» στο «Let the Right One In», ενώ οι ανατροπές στην πλοκή και οι αποφάσεις των ηρώων του έρχονται με μια αίσθηση τυχαίου, πρόχειρα στερεωμένου σ' ένα κουρασμένο δάπεδο. Το «My Heart Can't Beat», σαν το τραγούδι που παίζει στη συσκευή καραόκε, μοναδική στιγμή κοινής ζεστασιάς των αδελφιών, είναι ένα ωραίο (δανεικό) εύρημα, με μια πρωτότυπη διατύπωση, χωρίς η καρδιά του να χτυπά σε πιο πρωτότυπο, προσωπικό ρυθμό. Λήδα Γαλανού

shorta 607

«Παγιδευμένοι» (Shorta) των Αντερς Eλχολμ & Φρέντερικ Λούις Χβιντ | 2020, Δανία

Kοπεγχάγη, 2020. «Δεν μπορώ να αναπνεύσω». Ενας έφηβος μαύρος μετανάστης πέφτει σε κώμα, «κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες» κατά τη διάρκεια της σύλληψής του από την αστυνομία. Εντονες αντιδράσεις και βίαιες εξεγέρσεις στους δρόμους αναγκάζουν την Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων να διεξάγει έρευνα. Οι παρόντες στο περιστατικό αστυνομικοί θα περάσουν από προανάκριση. Ολοι υποπτεύονται ότι ο Χόγιερ μπορεί και να μιλήσει, να τους δώσει. Δεν είναι σαν αυτούς. Είναι ήσυχος, μαζεμένος, ιδιωτικός, συνετός. Δεν είναι «Shorta» («μπάτσος» στην αραβική αργκό). Αντιθέτως, ο Αντερσεν ταιριάζει στο προφίλ. Σκληροτράχηλος, χοντροκομμένος, μισογύνης, βαθιά ρατσιστής. Ο διοικητής ζητά από τον Χόγιερ να συνοδεύσει τον Αντερσεν στην απογευματινή τους περιπολία, «για να τον κρατάει σε τάξη», τώρα που όλα τα μάτια και οι δημοσιογραφικές κάμερες είναι πάνω στην αστυνομία, περιμένοντας το επόμενο γλίστρημα. Οι δυο τους βγαίνουν στους δρόμους. Ενα αταίριαστο ζευγάρι, μέσα σ' ένα περιπολικό, πίσω από την ίδια στολή. Ενα περιστατικό τους οδηγεί στο Σβέιλγκαρντεν, ένα κλειστό γκέτο μεταναστών στα προάστια, εκεί όπου διαβόητα δεν πρέπει να μπαίνει αστυνομικός αν θέλει να βγει ζωντανός. Εκεί παγιδεύονται, εκεί πρέπει να βγάλουν τη νύχτα, εκεί να αποκαλύψουν τους πραγματικούς τους εαυτούς και τα όριά τους, εκεί να επιλέξουν σε ποιους εμπιστεύονται τη ζωή τους. Στον «όμοιο» ή στον «διαφορετικό»; Και ποιος είναι ποιος;

Το σεναριακό και σκηνοθετικό δίδυμο των Αντερς Ελχολμ και Φρέντερικ Λούις Χβιντ επιχειρεί να μας αφήσει να χαθούμε κι εμείς – όχι μόνο σ' ένα λαβύρινθο από διαμερίσματα εργατικών κατοικιών, αφιλόξενες αλάνες, δαιδαλώδη τούνελ και σκοτεινά πάρκινγκ. Αλλά και ανάμεσα στις γραμμές των ερμηνειών, των κλισέ, των προκαταλήψεών μας: ποιος είναι ένοχος, ποιος αθώος, ποιος επικίνδυνος, ποιος ανήθικος; Τι σημαίνει στη συλλογική συνείδηση το «Ρομά», το «γύφτος»; Τι σημαίνει το «μπάτσος»; Υπάρχουν σεκάνς που οι θερμοκρασίες και η ένταση είναι ακριβώς αυτό που πρέπει – οι σκηνοθέτες κρατούν το ρυθμό σφιχτό και την κάμερα στον ώμο να τρέχει όσο και το χτυποκάρδι μας, θυμίζοντας όχι μόνο το «Μίσος» και το «Les Miserables», όσο και την παρόμοια συνθήκη εγκλωβισμού σε εχθρικά εδάφη του «'71». Ταυτόχρονα, ο διευθυντής φωτογραφίας Γιάκομπ Μόλερ δημιουργεί ένα πυκνό νουάρ μέσα από επικίνδυνες σκιές, κακοφωτισμένους διαδρόμους, κόκκινα φώτα δρόμων και παγωμένα μπλε διαμερισμάτων. Είναι παγιδευμένοι. Κι εμείς επίσης. Γιατί όσο πέφτει η νύχτα στο γκέτο, τόσο φωτίζεται και η ακόμα πιο επικίνδυνη πραγματικότητα: τίποτα δεν είναι ασπρόμαυρο. Ολοι κινούνται σε ανεξιχνίαστα γκρι - της ηθικής που παλεύει με την επιβίωση.

Στα μείον της ταινίας: θέλει να τα πει όλα. Το #blacklivesmatter δεν είναι μόνο αμερικανική πληγή. Η αστυνομική βία υπάρχει παντού. Και μπορεί κανείς να το δείξει απλά, δυναμικά, αδιάσειστα. Εδώ, οι Ελχολμ και Χβιντ παρασύρονται. Υπεραναλύουν και φλυαρούν, τόσο δραματουργικά (στιγμές που υποκύπτουν στο μελό) όσο και στιλιστικά, με αποκορύφωμα το ελεγειακό σάουντρακ που συνεχώς υπογραμμίζει την εικόνα. Είναι όμως το σκηνοθετικό τους ντεμπούτο. Και παγιδεύτηκαν στις καλές τους προθέσεις και στις υπέρμετρες φιλοδοξίες τους. Πόλυ Λυκούργου

kala

«Kala Azar» της Τζάνις Ραφαηλίδου | 2020, Ολλανδία, Ελλάδα

Ενα νεαρό ζευγάρι βιοπορίζεται οδηγώντας στη no man’s land που αποτελούν οι παρυφές της αττικής περιφέρειας και περισυλλέγοντας νεκρά ζώα από τον δρόμο για αποτέφρωση. Στην περιπλάνησή τους αυτή ανταμώνουν με ανθρώπους –που ίσως να μοιάζουν περισσότερο με ζώα–, με ζώα –που ενίοτε μοιάζουν περισσότερο με ανθρώπους– και, κυρίως, με το ίδιο το τοπίο, το οποίο πρωταγωνιστεί με επιβλητικό τρόπο σε αυτή την ιδιόμορφη road movie.

Στην πρώτη αυτή μεγάλου μήκους της, η σκηνοθέτης συνθέτει ένα συγκινητικό οικολογικό ρέκβιεμ με σπαρακτική ευαισθησία και τρυφερότητα προς τη ζωή, χωρίς ίχνος διδακτισμού. Και το κατορθώνει με μια αφοπλιστική εικονοπλασία, η οποία απλώνεται από το στήσιμο του κάδρου μέχρι τη ζωόμορφη απόδοση των ανθρώπινων χαρακτήρων, τις ανάγλυφες λεπτομέρειες των υφών, την αφήγηση εκτός πλάνου και τη διακριτική εικαστική της προσέγγιση – δείγμα της οποίας συνοψίζεται αιφνιδιαστικά στο πλάνο μιας νεκρής φύσης μες στο συρτάρι ενός κλίβανου αποτέφρωσης.

Το «Kala Azar» είναι μια ταινία όπου η γραμμικότητα του στόρι δεν έχει καμία σημασία, αλλά και δεν λείπει από τον θεατή γιατί η ιμπρεσιονιστική της επίδραση λειτουργεί αβίαστα και καταιγιστικά. Μπροστά στα μάτια μας απλώνεται ένας κόσμος τσακισμένος, μα συνάμα ενοχλητικά οικείος: μια αλληλοδιαδοχή από τα απτά, βουβά, πλην εύγλωττα, αποτελέσματα της βίας που ασκεί ο άνθρωπος γύρω του και στον ίδιο του τον εαυτό, η οποία έχει ως κύρια καύσιμα τη φωτογραφία και το μοντάζ. Η υπαινικτική ατμόσφαιρα επικείμενων ενδεχόμενων που δημιουργείται με αυτά τα αφηγηματικά εργαλεία σε συνδυασμό με τη σφιχταγκαλιασμένη ερμηνεία της Πηνελόπης Τσιλίκα και του Δημήτρη Λάλου –οι οποίοι προβάλλουν από το πρώτο λεπτό σχεδόν ως μονάδα– συγκροτούν τον πυρήνα του ντεμπούτου της Τζάνις Ραφαηλίδου στη μεγάλη οθόνη. Στέλλα Πεκιαρίδη

digger 607

«Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη | 2020, Ελλάδα, Γαλλία

Με μια έντονη αίσθηση του τόπου αλλά και της γεωγραφίας των ανθρώπων που τον κατοικούν, η πρώτη μεγάλου μήκους του Τζώρτζη Γρηγοράκη, «Digger», χτίζει μαζί το κοντινό πορτρέτο ενός πατέρα κι ενός γιου που προσπαθουν να βρουν ένα κοινό τόπο και να ξαναπιάσουν το νήμα μιας σχέσης που πριν από πολλά χρόνια κόπηκε απότομα. Ο Βαγγέλης Μουρίκης κι ο Αργύρης Πανταζάρας (εξαιρετικοί και οι δυο στην αποτύπωση στην οθόνη, ανδρών που δυσκολεύονται να ανοιχτούν μα που οι ηθοποιοί που τους υποδύονται βρίσκουν τρόπους να σε κάνουν να κοιτάξεις βαθύτερα), συναντιούνται στη μέση ενός δάσους στη Βόρεια Ελλάδα, εκεί όπου ο ένας ζει κι όπου ο άλλος επιστρέφει μετά από χρόνια και μετά το θάνατο της μητέρας του. Ενα ορυχείο καταβροχθίζει τη γη γύρω από το δάσος που ανήκει στον πατέρα κι εκείνος είναι από τους τελευταίους που αντιστέκονται στην επέλαση. Ο γιος βλέπει την άρνηση του πατέρα του να πουλήσει το κτήμα του στην εταιρεία σαν μια κούφια πράξη ανόητης αντίστασης αλλά μένει εκεί ελπίζοντας να τον μεταπείσει.

Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης συνοψίζει τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο με ενδιαφέροντα και διακριτικό τρόπο, ο ένας καβαλάει και φροντίζει τη μηχανή του, ο άλλος προτιμά τα άλογα, ο πατέρας μοιάζει ριζωμένος στη γη του σαν δέντρο, ο γιος θέλει να πετάξει μακριά σαν πουλί. Σκηνοθετημένο σχεδόν σαν ένα χαμηλότονο γουέστερν, σε ένα Ελντοράντο όπου κανείς εκτός από λίγους δεν πλουτίζει, το «Digger» δοκιμάζει να χαρτογραφήσει το ενδιάμεσο ανάμεσα στο «μικρό» ενός προσωπικού δράματος και το «μεγάλο» του περιβαλλοντικού μηνύματος, σε μια ταινία που είναι τοποθετημένη σε μια μεγαλύτερη εικόνα που μπορείς ξεκάθαρα να δεις.

Και το καταφέρνει ακόμη κι αν το σενάριο επιστρέφει περισσότερες φορές απ' όσες χρειάζεται σε πράγματα που κάνουν ξεκάθαρο το αδιέξοδο των ανθρώπων του τόπου τον οποίο περιγράφει, και δεν βρίσκει πάντα την ιδανική ισορροπία στις διακυμάνσεις της σχέσης πατέρα και γιου. Κι ακόμη κι αν κατά στιγμές το φιλμ κοιτάζει τους ντόπιους με έναν τρόπο που μοιάζει βγαλμένος από μια λίγο διαφορετική ταινία, το ύφος του φιλμ έχει συνοχή, ταυτότητα και μια αφηγηματική γραμμή που έστω κι αν θα μπορούσε να ήταν λίγο πιο τετατέμένη, εξακολουθεί να σε ενδιαφέρει και να σε αφορά. Γιώργος Κρασσακόπουλος (αναδημοσίευση της κριτικής του Flix από την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου)

Μήλα χορος 607

«Μήλα» του Χρήστου Νίκου | 2020, Ελλάδα, Πολωνία, Σλοβενία

Eνας 40χρονος άντρας τριγυρίζει στο απεριποίητο, ακατάστατο διαμέρισμά του με εμφανή σημάδια κατάθλιψης. Κλείνει την πόρτα πίσω του και βγαίνει στο δρόμο. Σε έναν κόσμο αλλόκοτο. Σε μια Αθήνα χτυπημένη από μία ανεξήγητη πανδημία: οι κάτοικοί της, ξαφνικά, ξεχνούν. Ποιοι είναι, τι κάνουν, πού πήγαιναν, πού είναι το σπίτι τους, υπάρχει κάποιος που τους περιμένει εκεί; Ο ήρωας αποκοιμιέται στη νυχτερινή διαδρομή του αστικού λεωφορείου κι όταν ξυπνά στο τέρμα, έχει φτάσει κι ο ίδιος στο δικό του. Χαμένος. Ενα ακόμα κρούσμα. Το Νο 14842. Γιατροί τον περιμαζεύουν και τον οδηγούν στα ειδικά νοσοκομεία μνήμης. Ολοι στα γύρω δωμάτια, γυναίκες και άντρες διαφορετικών ηλικιών, χωρίς ταυτότητα, περιμένουν να τους αναζητήσουν οι αγαπημένοι τους. Εκτός κι αν κι εκείνοι πάσχουν από την ίδια μυστηριώδη αμνησία. Εκτός κι αν δεν τους αγαπά κανείς.

Οι μέρες περνούν, κι ο μοναχικός άντρας θα δεχθεί να πάρει μέρος σ' ένα πειραματικό πρόγραμμα μιας ομάδας θεραπευτών που θέλει τους ασθενείς να ξαναχτίζουν τη ζωή και τις αναμνήσεις τους από την αρχή. Νέο διαμέρισμα, νέα ρούχα, νέα ταυτότητα και ένα speed-course εκμάθησης εμπειριών - μια σειρά από ασκήσεις στον έξω κόσμο. Mια βόλτα με ποδήλατο, μια ταινία, ένα one night stand. Κάθε φορά που ολοκληρώνουν μια αποστολή, θα βγάζουν μια polaroid – ως απόδειξη, ως κερδισμένο ενθύμιο. Ο άντρας ακολουθεί τις οδηγίες με μουδιασμένη πειθαρχία. Με το ίδιο χαμένο βλέμμα. Με την ίδια θλίψη. Το μόνο που μοιάζει να τον συνδέει ενστικτωδώς με το πριν, το μόνο που του προσφέρει μία οικεία αίσθηση εαυτού, είναι η αγάπη του για τα μήλα. Από τον τρόπο που τα καθαρίζει και τα απολαμβάνει, του ξεφεύγει μια μικρή λαχτάρα για ζωή. Πόσο ειρωνικό ότι, όπως λέγεται, τα μήλα βοηθούν την μνήμη.

Ο Χρήστος Νίκου, με μόνο την μικρού μήκους «Km» στις αποσκευές του, κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση, σιγουριά και οικονομία. Ξέρει ακριβώς τι θέλει να πει, πώς θα το στήσει και πώς θα το κάνει. Για αυτό και την ταινία διέπει μια ησυχία, που καθόλου δεν είναι συνώνυμη της μη-δράσης. Αντιθέτως, το σενάριο (που ο Νίκου συνυπογράφει με τον Σταύρο Ράπτη) έχει επίπεδα. Ναι, είναι μια επίκαιρη δυστοπική αλληγορία, αλλά αυτό είναι απλώς μια ειρωνική σύμπτωση. Η πανδημία είναι μόνο το εύρημα για να ξεφλουδίσει κανείς την κόκκινη επιδερμίδα και να φτάσει στη ζουμερή σάρκα. Εκεί όπου κρύβεται ο μελαγχολικός διάλογος της μνήμης με τον πόνο, της απώλειας με την ταυτότητα, του κυνισμού των πολλών και της προσωπικής αντίστασης. Αν κάτι είναι τα «Μήλα», είναι αυτό το τελευταίο. Μια παραβολή για τη βαθιά μοναξιά των τελευταίων, πεισμωμένων ρομαντικών.

Των νοσταλγών. Οσων δεν μπορούν εύκολα να αποκοπούν από το παρελθόν. Polaroid (το 4:3 κάδρο της ταινίας εκεί παραπέμπει) που μπαίνουν σε φωτογραφικά άλμπουμ με ζελατίνα. 90ρες TDK να παίζουν τις οδηγίες των γιατρών σε κασετόφωνα. Χειρόγραφα σημειώματα, παλιά αυτοκίνητα, 60ς τραγούδια στο soundtrack. Η vintage νοσταλγία για έναν κόσμο αναλογικό έχει λόγο, άμεσα συνδεδεμένο με την καρδιά της ταινίας. Περισσότερο κι από καυστικό σχόλιο για την εποχή των trademark δαγκωμένων μήλων των Apple συσκευών μας που υπόσχονται αιωνιότητα στο cloud, καθοδηγούν τις δράσεις μας με apps, ανεβάζουν τη ζωή μας στο Facebook και τον selfies ναρκισσισμό μας στο Instagram, ο Νίκου αναρωτιέται το αντίθετο. Οχι πόσο εύκολα αποθηκεύεις σε μια ψηφιακή εποχή, αλλά πόσο εύκολα σβήνεις. Πόσο εύκολα ξεχνάς. Select, move to trash, empty trash. Delete, block. Πόσο απλά προσπερνάς ανθρώπους, πόσο απαξιώνεις την επικοινωνία, πόσο ανώδυνα τους αντικαθιστάς. Κι αν η απάντηση είναι ακόμα πιο σκληρή κι από τον χώρο που ελευθερώνεις στο σκληρό σου δίσκο, ο Νίκου προβάλει ως αντίσταση ένα διαφορετικό ήρωα. Προβληματικό (σίγουρα), ακοινώνητο (σε στιγμές ως κι αντιπαθητικό), αλλά πιστό στη δική του αλήθεια: κουβαλά μια τραυματισμένη αναλογική καρδιά.

Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά από το σύμπαν των Λάνθιμου/Φιλίππου με τους οποίους γίνεται η πρώτη αυτόματη σύγκριση: ο σουρεαλισμός της ιδέας, η οικονομία στα εκφραστικά μέσα, το στεγνό, absurdist χιούμορ μπορεί να θυμίζουν το πώς στήνει ο Λάνθιμος το σύμπαν του, όμως εκεί σταματούν οι όποιες ομοιότητες. Ο Λάνθιμος ανατομεί άψογα την ανθρώπινη φύση με κοφτερό νυστέρι: σε κάθε ταινία του ελλοχεύει σκοτάδι, νιχιλισμός, βία. Ο Νίκου, ο οποίος υπήρξε βοηθός του στον «Κυνόδοντα», επιλέγει να κοιτάξει το ανθρώπινο τραύμα διαφορετικά (ακολουθώντας περισσότερο άλλους κινηματογραφικούς του ήρωες: Τσάρλι Κάουφμαν, Σπάικ Τζόνζι, Λεός Καράξ). Να προσφέρει μια ανατροπή συγκίνησης, τρυφερότητας, κατανόησης. Αυτιστικού ρομαντισμού.

Για αυτό κι η ησυχία της ταινίας είναι θορυβώδης. Τα καθαρά κάδρα, η αυστηρότητα με την οποία κρατά ο Νίκου τη θερμοκρασία και τον ρυθμό σταθερό, το υποδηλώνουν. Η λακωνική μελαγχολία του Σερβετάλη (σε μία αριστοτεχνική ερμηνεία βλεμμάτων που δραπετεύουν από το μουδιασμένο, ακίνητο σώμα) το μαρτυρούν. Νεκρή φύση. Θρήνος. Μια βουβή κραυγή, ακόμα και κάτω από το υπέροχο, γλυκόπικρο πιανάκι του The Boy. Ο Νίκου συντάσσεται με όλους τους χαμένους, τους αταίριαστους ανθρώπους. Αυτούς που βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια στολή αστροναύτη, και συναναστρέφονται με τους «γήινους» ανέπαφα, πίσω από το τζάμι του κράνους τους. Αυτούς που ακόμα κι αν προσπάθησαν με γενναιότητα να ενταχθούν στην ομοιογένεια του συνόλου, τα κοντά τους παντελόνια τους προδίδουν. Θα τους δώσει ένα ζουμερό μήλο για παρηγοριά και θα τους χαρίσει ένα χορό – αφήνοντας την μουσική να ξυπνήσει τη σωματική μνήμη, να ξεδιπλώσει την ακαμψία, να χαλαρώσει τα άκρα, να ανοίξει τα χέρια ανέμελα. Να ανοίξει και την καρδιά στην πιθανότητα να χτυπήσει ξανά. Πόλυ Λυκούργου

Gaza mon amour 607

«Γάζα Αγάπη μου» (Gaza Mon Amour) των Ταρζάν και Αραμπ Νάσερ | 2020, Γαλλία, Γερμανία, Πορτογαλία, Παλαιστίνη, Κατάρ

Σε μια εργατική γειτονιά της σύγχρονης Γάζας όλα είναι εγκλωβισμένα, αποπνικτικά. Η αστυνομία βρίσκεται παντού κι ελέγχει τα πάντα, η οικονομική κρίση έχει γονατίσει τον κόσμο, βόμβες των Ισραηλινών διακόπτουν με συνέπεια την καθημερινότητα, συνεχόμενα black outs υπογραμμίζουν ότι η ζωή είναι μία συνεχής εμπόλεμη ζώνη. Οι νέοι θέλουν να φύγουν, να το σκάσουν. Οι μεγαλύτεροι προσπαθούν να επιβιώσουν. Το να ζήσουν είναι πολυτέλεια.

Εκεί συναντάμε τον Ισα, έναν 60πεντάχρονο ψαρά. Εργένης, γιατί αρνείται πεισματικά τα προξενιά της αδελφής του, μοναχικός, ακοινώνητος. Και κρυφά ερωτευμένος με τη Σιχάμ, μία μελαγχολική χήρα μοδίστρα, που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με την πρόσφατα χωρισμένη (ανήκουστο!) νεαρή κόρη της. Οι μέρες περνούν απαράλλακτες, μέχρι που στην ψαριά του Ισα παραμονεύει μια έκπληξη: τα δίχτυα του ανασύρουν ένα αρχαίο ελληνικό άγαλμα. Μάλλον πολύτιμο, μάλλον μοναδικό, ίσως το εισιτήριό του για μια καλύτερη ζωή. Η νέα αυτή προοπτική τού δίνει την αισιοδοξία να χτυπήσει, συνεσταλμένα, και την πόρτα της Σιχάμ. Ομως ταυτόχρονα χτυπά και η δική του πόρτα: οι αρχές τον κατάλαβαν, τον κατηγορούν για αρχαιοκαπηλία, η Χαμάς θέλει πάση θυσία να αποκτήσει τον πολύτιμο θησαυρό.

Ο νεορεαλισμός φλερτάρει με το absurd και το πολιτικό δράμα με την γλυκόπικρη, χαμηλόφωνη κομεντί, σε αυτή τη δεύτερη ταινία των αδελφών Αραμπ και Ταρζάν Νάσερ («Dégradé»). Αν σε λένε Ταρζάν άλλωστε, μάλλον θα βάλεις κάπου ανάμεσα στο πικρό πολιτικό σου σχόλιο για το αδιέξοδο της χώρας σου κι ένα άγαλμα του Απόλλωνα σε πλήρη στύση. Και θα επιτρέψεις τις επιρροές από το σινεμά του Τζιμ Τζάρμους, του Ακι Καουρισμάκι και, φυσικά, του Ελία Σουλεϊμάν να κάνουν τα περάσματά τους.

Η βετεράνος πλέον Χιάμ Αμπάς («Visitor», «Succession») κουβαλά κι εδώ τη στιβαρή της γοητεία στο ρόλο της Σιχάμ, αλλά αυτός που δικαιωματικά κλέβει την παράσταση είναι ο Σαλίμ Ντο. Τραχύς και ευαίσθητος, μουντρούχος κι αθεράπευτα ρομαντικός, στιβαρός και γκαφατζής χαρίζει στον Ισα ένα άγριο από την αλμύρα κέλυφος και μια μαλακή, γεμάτη πίστη καρδιά.

Δεν πετυχαίνουν όλα τα συστατικά στην μίξη: πολλές φορές ο ρυθμός πέφτει, οι χαριτωμένες πινελιές φαντάζουν φορετές, οι ήρωες (στο βωμό της έκπληξης και της πρωτοτυπίες) μπορεί να έχουν μη πιστευτές αντιδράσεις. Στο σύνολό της όμως, η ταινία ρίχνει ένα γλυκό βλέμμα σε κάτι πολύ σκληρό και δίνει την αμετανόητη απάντηση, όποια κι αν ήταν η ερώτηση. Amour. Πόλυ Λυκούργου

la Nuit de Rois

«Η Νύχτα των Βασιλιάδων» (La Nuit des Rois) του Φίλιπ Λακότ | 2020, Γαλλία, Ακτή Ελεφαντοστού, Καναδάς, Σενεγάλη

Η θρυλική φυλακή La Maca στην Ακτή του Ελεφαντοστού είχε κατασκευαστεί για να στεγάσει 1500 κρατούμενους, αλλά σήμερα φιλοξενεί περισσότερους από 5000 ανθρώπους που ζουν σε ένα συγκρότημα που βρίσκεται στο κέντρο ενός εθνικού πάρκου, περιτριγυρισμένου από τη ζούγκλα, που στο κέντρο του βρίσκεται ένας λαβύρινθος που ξεκινάει από το κέντρο, μια μεγάλη αίθουσα όπου συγκεντρώνονται όλοι οι κρατούμενοι και χάνεται μέσα από δαιδαλώδεις διαδρόμους στο χάος. Στην πραγματικότητα, η φυλακή διοικείται από τους ίδιους τους κρατούμενους που, σε μια μικρογραφία μιας κοινωνίας, προσπαθούν να επιβάλλουν τους δικούς τους νόμους, κυρίως να επιβιώσουν. Ή ιδανικά να μην ξεχαστούν σε ένα κόσμο που τους αντιμετωπίζει περισσότερο ως μια ανθρώπινη φυλή που δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να βρει τη θέση της στον ελεύθερο κόσμο.

Ο Μαυρογένης, κραταιός μέχρι πρότινος αρχηγός της φυλακής, βλέπει τα γένια του να ασπρίζουν και τις αντοχές του να εξαντλούνται. Σύμφωνα με το τελετουργικό, θα πρέπει να αποσυρθεί, να βρει το διάδοχό του και μετά να αυτοκτονήσει. Θα τον βρει σε έναν νεαρό που φτάνει μόλις στις φυλακές, θα τον ονομάσει Ρομάν (που στα γαλλικά σημαίνει μυθιστόρημα) και θα του αναθέσει μια δύσκολη αποστολή: κάθε βράδυ και όσο διαρκεί το κόκκινο φεγγάρι θα πρέπει να αφηγείται ιστορίες μέχρι που ξημερώνει. Και το ίδιο και την επόμενη μέρα και την επόμενη. Αν τα καταφέρει θα γίνει ο διάδοχος του «θρόνου». Αν όχι, θα χάσει τη ζωή του ως άλλη Σεχραζάτ από τις «Χίλιες και Μια Νύχτες».

Ο,τι ξεκινάει ως μια παράδοξη παραβολή πάνω στην εξουσία υπαγορευμένη και από τον ίδιο τον τίτλο της δεύτερης (μετά το «Run» που είχε κάνει πρεμιέρα στο Ενα Κάποιο Βλέμμα των Καννών το 2014) ταινίας του καταγόμενου από την Ακτη του Ελεφαντοστού Φιλιπ Λακότ, γίνεται γρήγορα μια συναρπαστική εικονογράφηση των πιο διακριτών αντιθέσεων που εκ των πραγμάτων προκαλεί η εικόνα δεκάδων κρατουμένων συγκεντρωμένων γύρω από έναν «παραμυθά», με την ατμόσφαιρα να μυρίζει βία, ιδρώτα και ανδρικό πόθο σε σχεδόν ισόποσες αλλά σε κάθε περιπτωση απαγορευμένες δόσεις. Στην κόψη του ρεαλισμού με τη μυθοπλασία, αλλά κυρίως της αλήθειας και του θρύλου, η «Νύχτα των Βασιλιάδων» δεν αργεί να μεταφερθεί στη σφαίρα του μύθου, με την πρωτόγνωρη και συχνά ανεξέλεγχτη τόλμη ενός θαρραλέου δημιουργού.

Δεν είναι μόνο οι σκηνές της ιστορίας από το παρελθόν που αφηγείται ο Ρομάν που καταφέρνουν να ενσωματώσουν την παράδοση της Ακτής του Ελεφαντοστού μέσα στο πεζό περιβάλλον των φυλακών (με έξτρα μπόνους τα απίθανα ειδικά εφέ), ούτε μόνο οι μικρές απροσδόκητες στιγμές ποίησης που μοιάζουν να αναδύονται μέσα από την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης κατάστασης. Η πρωτοτυπία της ταινίας του Φιλίπ Λακότ και συνεπακόλουθα η δύναμή της, έγκειται στο γεγονός ότι δεν φοβάται να τοποθετήσει στο πιο αταίριαστο μέρος μια μεταφορά πάνω στη δύναμη της αφήγησης και του ίδιου του θεάτρου ή του σινεμά (παραπέμποντας στο «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» των Πάολο και Βιτόριο Ταβίανι), κρατώντας αλώβητο τον ιμπρεσιονισμό με τον οποίο τελικά ολοκληρώνει ένα παραμύθι για τη διατήρηση της μνήμης, τα προφορικά αρχεία, τις πρωταρχικές έννοιες όπως αυτή της ελευθερίας που πρέπει να μπορέσουν να αρθρωθούν πριν αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα. Μανώλης Κρανάκης

Identifying Features 607

«Χαρακτηριστικά Γνωρίσματα» (Sin Señas Particulares) της Φερνάντα Βαλαντές | 2020, Μεξικό, Ισπανία

Η Μαγκνταλένα και η γειτόνισσα της, Τσούγια ανησυχούν όταν οι έφηβοι γιοι τους δεν έχουν δώσει ούτε ένα σημάδι ζωής από τότε που έφυγαν από το Γκουαναχουάτο στο κεντρικό Μεξικό για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Τσούγια θα αναγνωρίσει το παιδί της σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ με πτώματα, η Μαγκνταλένα όμως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς απαντήσεις. Θα ξεκινήσει ένα ταξίδι στη γραμμή των συνόρων, αναζητώντας τη μοιραία διαδρομή του λεωφορείου στο οποίο επέβαιναν τα δύο αγόρια. Ο γιος της μπορεί να είναι ακόμη ζωντανός, αλλά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το μάθει παρά μόνο αν βρεθεί η ίδια στη στέπα που χωρίζει τους δύο «κόσμους», εκεί όπου ο μόνος νόμος είναι αυτός της ανομίας. Η γνωριμία της με τον Μιγκέλ, ένα μετανάστη που κάνει την αντίθετη διαδρομή - έχει μόλις απελαθεί από τις ΗΠΑ και επιστρέφει στο Μεξικό προκειμένου να βρει τη μητέρα του, θα της δώσει δύναμη για να συνεχίσει.

Μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από το κλισέ μιας ταινίας με μετανάστες, η Φερνάντα Βαλαντές ρίχνει φως σε μια από τις πιο άγνωστες και συνάμα τραγικές πτυχές του μεταναστευτικού στην Αμερική, στον κενό χώρο όπου κάθε χρόνο εξαφανίζονται, απαγάγονται και σκοτώνονται άνθρωποι που αναζητούν μια καλύτερη ζωή. Η βαθιά ανθρώπινη ιστορία της διαδραματίζεται στο κέντρο μιας δυστοπίας που συμβαίνει σε ένα τόπο που θα έμοιαζε με ιδανική σεναριακή ιδέα για το σκηνικό μιας ταινίας τρόμου, είναι όμως πραγματικότητα και μάλιστα απείρως πιο τρομακτική από τον (κυριολεκτικό ή μεταφορικό) «τοίχο» που κόβει στα δύο μια ολόκληρη ήπειρο.

Με οδηγό την αναζήτησή μιας μητέρας (αφοπλιστική η πρωταγωνίστρια Μερσέντες Χερνάντεζ) για το παιδί της - εκ των πραγμάτων μια σίγουρη μελοδραματική πρώτη ύλη - η Βαλαντές αναδεικνύεται με το ντεμπούτο της σε μια δημιουργό που όχι μόνο γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει επείγον σινεμά του εδώ και τώρα, αλλά ξέρει να χρησιμοποιεί την τεκμηρίωση προκειμένου να την μετατρέψει σε μια καθαρή μυθοπλαστική περιπέτεια. Κρατώντας μόνο όσα χρειάζεται από τον άγριο ρεαλισμό ενός τόπου και καταστάσεων που γνωρίζει καλά (είναι και η ίδια από το Γκουαναχουάτο), χτίζει με τέχνη και τεχνική μια ατμόσφαιρα που γρήγορα μετατρέπεται σε ένα υπαρξιακό road movie με απρόβλεπτη διαδρομή κι ακόμη πιο απροσδόκητη κατάληξη.

Φέρνοντας στο νου τις «Μητέρες Μας» του Σεζάρ Ντιάζ, ένα ακόμη ντεμπούτο από τη Λατινική Αμερική που καταπιάνεται με ανθρώπους που αναζητούν την αλήθεια μέσα στο αχανές, αφιλόξενο, γεμάτο θρύλους και δοξασίες περιβάλλον ενός συστήματος που συνεχίζει να παράγει τρόμο και πόνο, τα «Χαρακτηριστικά Γνωρίσματα» συγκινούν - εώς και συγκλονίζουν με την τόλμη τους. Οχι αυτήν που τους επιτρέπει να αναδείξουν με την ορμή και τις σε στιγμές υπέροχες αυθαιρεσίες ενός ντεμπούτου μια ιστορία που χωρίς τη δύναμη του σινεμά θα έμενε για πάντα καταχωνιασμένη στα άδυτα της Ιστορίας, αλλά εκείνη που κάνει την Φερνάντα Βαλαντές - μια δημιουργό που αξίζει να παρακολοθήσουμε στο μέλλον - να συνεχίζει να πιστεύει στο καλό μέσα σε ένα κόσμο που έχει από καιρό παραδοθεί αμαχητί στο κακό. Μανώλης Κρανάκης


Διαβάστε εδώ όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς

Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και στη σελίδα του στο Instagram.


Πώς βλέπουμε φέτος ταινίες στο Φεστιβάλ; Μάθετε όλα όσα πρέπει στον ειδικό οδηγό του Flix με οδηγίες χρήσης για τις online προβολές και τα ειδικά πακέτα εισιτηρίων

tiff61 poster gif