Πέμπτη μέρα στη Θεσσαλονίκη που κινείται σε φεστιβαλικούς ρυθμούς, με γεμάτες αίθουσες και χαμόγελα - κόντρα στο κλίμα των ημερών.
Δείτε παρακάτω στιγμιότυπα από τις αίθουσες, την πόλη και τις δράσεις του Φεστιβάλ.
Η ομάδα των παραγωγών και σκηνοθετών του φετινού Docs in Progress της Αγοράς του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Η Ούλι Ντέκερ στην πρεμιέρα του «Τα Φορέματα του Πατέρα μου» στο Ολύμπιον
Σκιαδαρέσες live (φωτογραφία: Γιάννης Τόμτσης)
Είχα πάει τσάρκα στη Θεσσαλονίκη
Και τριγυρνούσα στην ακροθαλασσιά...
Οι μέρες που περνάμε έχουν ανάγκη από περισπασμό, από ένα χαμόγελο: αυτό το χάρισαν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ οι Σκιαδαρέσες (η Ολγα και η Νίκη Σκιαδαρέση, κόρες άλλωστε της Μπέσυς Μάλφα και του Γεράσιμου Σκιαδαρέση), που έπαιξαν, τραγούδησαν και χόρεψαν στο 8ball Club και γέμισαν ζεστασιά όσους τις είδαν. Και, ναι, έπαιξαν και... πολυσυμφωνικά το Στον Λευκό τον Πύργο του Ζαμπέτα!
Η ομάδα του φετινού Pitching Forum της Αγοράς του 24ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
_Ο Σον Γουάνγκ παρουσιάζει εξ αποστάσεως το ντοκιμαντέρ του «Το Οδοιπορικό των Μαρμάρων»
ΤΟ FLIX ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ 24ου ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Μούτσενμπακερ (Mutzenbacher) της Ρουθ Μπέκερμαν
«Μα τι όμορφος ερωτικός καναπές...» Πρώτες λέξεις του άντρα που μπαίνει σ' ένα άδειο δωμάτιο (δεν γνωρίζει ότι είναι σε αχρηστία εγκαταστάσεις κατασκευής φερέτρων), ψηλοτάβανο, με τοποθετημένο σε περίοπτη θέση έναν καναπέ βγαλμένο από γερμανική τσόντα του '70, ροζ-χρυσό μπροκάρ φθαρμένο και ταλαιπωρημένο.
Το ίδιο θα σκεφτούν κι οι υπόλοιποι δεκάδες άντρες που έρχονται γι' αυτό το κάστινγκ: η Αυστριακή ντοκιμαντερίστα Ρουθ Μπέκερμαν έχει ζητήσει άντρες ηλικιών από 16 ως 99, χωρίς απαραίτητη εμπειρία υποκριτικής, για μια ταινία που θα κάνει για τη Γιοζεφίν Μούτσενμπακερ. Αυτό, τουλάχιστον, πιστεύουν οι υποψήφιοι πρωταγωνιστές. Δεν υπάρχει ταινία, η ταινία είναι οι ίδιοι. Το αντικείμενο της οντισιόν είναι σελίδες από την «Ιστορία μιας Βιεννέζας Πόρνης», ενός ερωτικού, ή πορνογραφικού βιβλίου που κυκλοφόρησε ανώνυμα στις αρχές του 1900, απαγορεύτηκε ως το 1968 κι έπειτα ξαναεκδόθηκε με την επισήμανση ότι είναι «επικίνδυνο για τους νέους», ως το 2017 που, πλέον, κυκλοφορεί ελεύθερα.
Στο βιβλίο αυτό, η ενήλικη, πλέον, Μούτσενμπακερ αφηγείται τις σεξουαλικές της περιπέτειες από την ηλικία των πέντε, περίπου χρόνων, με τον παππά, τον πατέρα της, τον καρβουνά, όποιον άντρα περνούσε από μπροστά της, ως τα 13 της που άρχισε να προσφέρεται επί πληρωμή. Η περιγραφή των «συνευρέσεων» είναι λεπτομερής, η γλώσσα σκόπιμα χυδαία μέσα σ' ένα καθώς πρέπει πλαίσιο - καθόλου μακριά από τον «Μέγα Ανατολικό» του Εμπειρίκου, αν κι αυτό το βιβλίο το είχε γράψει ένας άντρας. Που λέγεται πως πράγματι το έγραψε, όχι η πόρνη Γιοζεφίν Μούτσενμπακερ, αλλά ο Φέλιξ Σάλτεν, ο συγγραφέας του «Μπάμπι το Ελαφάκι».
Οι άντρες έρχονται, κάθονται στον καναπέ και διαβάζουν τη σελίδα με το απόσπασμα από το βιβλίο που τους έχει δοθεί. Εκτός κάδρου, η Μπέκερμαν, με αυστηρή φωνή-μαστίγιο και παντελή έλλειψη συναισθήματος, τους δίνει παραγγέλματα, τους κάνει ερωτήσεις, τους προκαλεί. Αντρες κάθε ηλικίας, ξεγυμνώνονται με όλα τους τα ρούχα μπροστά στην κάμερα, αναγκασμένοι να συγκρουστούν κατά μέτωπο με τη δική τους θεώρηση των πραγμάτων. Αυτό που διαβάζουν, είναι ερεθιστικό; Εχουν παρόμοια βιώματα; Το κοριτσάκι, η ηρωίδα της ιστορίας, περνάει καλά; Περιγράφει το βιβλίο σεξουαλικές φαντασιώσεις, ή παιδική κακοποίηση; Η καύλα είναι αδίκημα; Ο βιασμός;
Με μια εξαντλητική αλλά τόσο παραγωγική, μαθηματική σχεδόν, επαναληψιμότητα διάρκειας 100 λεπτών, με ψήγματα, αν όχι χιούμορ, σίγουρα ειρωνείας, η Μπέκερμαν βάζει το θεατή στον καναπέ, αντιμέτωπο με τις δικές του πεποιθήσεις, θεωρίες, ερεθιστικές ενοχές. Βρίσκεσαι να κρίνεις εύκολα, να προβλέπεις διασκεδαστικά - καλά, ο τύπος ξετρελλάθηκε με τη φάση στο υπόγειο, κι ας λέει ότι αηδίασε με την περιγραφή - να διαγράφεις λίγο πιο καθαρά τα δικά σου όρια μεταξύ πνευματικής εξάσκησης, χειρονακτικής άσκησης και εγκλήματος. Με τον άντρα μπροστά στο φακό (ίσως και πίσω από τις σελίδες) και τη γυναίκα κατακλείδα, σε μια νέα θεώρηση της διαχρονικής περιγραφής του απαγορευμένου πόθου, του αντικειμένου του πόθου, της παιδικής πορνογραφίας. Με αυστριακή αυστηρότητα και απολαυστικό χειρισμό, σ' έναν μπροκάρ καναπέ που, πραγματικά, δεν έχει γνωρίσει καλύτερες μέρες!
(Μπορείτε να δείτε τo «Μούτσενμπακερ» online εδώ μέχρι και τις 21 Μαρτίου)
Λήδα Γαλανού
Το Τελευταίο Κεφάλαιο (La Dernière Séance) του Τζανλούκα Ματαρέζε
Οι μεγαλύτερες ερωτικές ιστορίες είναι αυτές που δεν μοιάζουν με τέτοιες.
Οπως αυτή ανάμεσα σε έναν νεαρό σκηνοθέτη, τον Τζανλούκα και έναν μεγαλύτερο άντρα, τον Μπερνάρ που ξεκινάει σαν μία σχέση BDSM σεξ και καταλήγει σε μία από τις πιο σπαρακτικές… «μετακομίσεις» που είδαμε σχεδόν ποτέ να καταγράφεται σε μια κάμερα.
Σε μια post - κλισέ, επιτέλους, θεώρηση του σαδομαζοχιστικού σεξ που - ας το αντιληφθούμε όλοι - δεν εξασκείται από ανθρώπους που διαφέρουν από μένα και από σένα, το βαθιά συγκινητικό φιλμ του Τζιανλούκα Ματαρέζε ξεκινάει όταν ο «αφέντης» του, Μπερνάρ δέχεται να κινηματογραφηθεί από τον νεαρό «δούλο» του, καθώς ξεδιαλέγει την ιστορία της ζωής του φεύγοντας για πάντα από το διαμέρισμα στο οποίο ζει εδώ και περίπου δύο δεκαετίες.
Τα κουτιά ανοίγουν και οι αναμνήσεις σκάνε στην οθόνη σαν πυροτεχνήματα που φωτίζουν έναν άνθρωπο με μια πρωτοφανή αγάπη, ζωγραφίζοντας τον με την ανεπιτήδευτη τεχνική ενός «ήρωα» σε μια ταινία που γράφεται λεπτό με το λεπτό. Φωτογραφίες από τότε που ήταν νέος, σύνεργα του σεξ με τις συνοδευτικές τους «άβολες» ιστορίες, επιστροφή στα 80s όταν ο ιός του HIV άφησε τον Μπερνάρ μόνο δύο φορές, σε ένα φλερτ με το θάνατο που τον στιγμάτισε για πάντα.
Σιωπή.
Ο Τζανλούκα Ματαρέζε αφήνει την κάμερα ανοιχτή. Δεν τον βλέπουμε ποτέ. Νιώθουμε όμως τη συγκίνησή του, την αγωνία του, τη λατρεία απέναντι σε έναν άνθρωπο που ίσως να μην είναι ο «για πάντα» εραστής του, αλλά είναι σίγουρα ένας άνθρωπος που αγαπάει βαθιά. Με τον τρόπο που αγαπάμε κάθε άνθρωπο που μας ανοίγει το βιβλίο της ζωής του και μένει εκεί, ευάλωτος, γυμνός, μόνος - σε μια αφήγηση τόσο ανεπιτήδευτα σπαρακτική που επειδή μιλάει τόσο συχνά για το θάνατο είναι από τη φύση της φτιαγμένη από ζωή.
Οποίος έχει γάτα γνωρίζει τι σημαίνει μια μετακόμιση. Σημαίνει πως το ζώο πρέπει (ενδεχομένως) να υπνωθεί - όπως κάνει εδώ ο Μπερνάρ, να μπει σε ένα καλάθι ή κλουβί και να μεταφερθεί, ανεξάρτητα από το πόσο επώδυνο είναι το ουρλιαχτό του, ο φόβος του, ο τρόμος της… αλλαγής. Σε μια από τις πιο σπαρακτικές σκηνές αυτής της ταινίας, η μία από τις δύο γάτες του Μπερνάρ θα το σκάσει μέσα από το καλάθι που μεταφέρεται και ο Μπερνάρ θα σπάσει, θα ξεσπάσει σε κλάματα, ουσιαστικά θα θρηνήσει για το τέλος της δικής του ζωής, τον θάνατο που είναι κοντά, τον έρωτα της ζωής του που χάθηκε σε μια σειρά από φωτογραφίες που κρατάει σαν φυλαχτό και είναι οι μόνες που δεν θα τις δείξει ποτέ σε κανέναν.
Το «Τελευταίο Κεφάλαιο» που ιδανικά θα μεταφραζόταν πιο σωστά «Η Τελευταία Παράσταση» είναι ένα love story που αποδεικνύει πως οι άνθρωποι μπορεί να δένονται με σχοινιά και να ουρλιάζουν από ηδονή, αλλά η πραγματική τους σύνδεση γίνεται μέσα από τις μνήμες και οι κραυγές που ακούγονται πιο δυνατά είναι αυτές όταν συνειδητοποιείς πως δεν είσαι μόνος, αλλά φτιαγμένος από τους ανθρώπους που σε αγαπησαν, τις γάτες που σε έχουν ανάγκη, τα μηνύματα που στέλνεις αργά το βράδυ σε έναν παλιό εραστή, τις ενοχές που προσπαθείς να διώξεις και αυτά για τα οποία μετανιώνεις, όλα όσα, δηλαδή, θα συνεχίσεις να ζεις - μπροστά ή πίσω από μια κάμερα.
(Μπορείτε να δείτε το «Τελευταίο Κεφάλαιο» online εδώ και στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα στις 16 Μαρτίου στις 21.00. Πληροφορίες εδώ.)
Μανώλης Κρανάκης
Να μην Εχεις που να Πας των Λουκά Αγέλαστου και Σπυριδούλας Γκούσκου
Οπως εξηγεί στην αρχή του ντοκιμαντέρ, το δίδυμο των δημιουργών του, το «Να μην Εχεις που να Πας» γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας και των γυρισμάτων του «Εγώ ο Αλλος Ανθρωπος» του 2017 για τον Κωνσταντίνο Πολυχρονόπουλο, ιδρυτή της κοινωνικής κουζίνας «Ο Αλλος Ανθρωπος». Στις ουρές των συσσιτίων, στο κέντρο της πόλης, σε μυστικές και φανερές διαδρομές, ο Λουκάς Αγέλαστος και η Σπυριδούλα Γκούσκου γνώρισαν ανθρώπους που έμειναν άστεγοι και αποφάσισαν να τους ακολουθήσουν σε ένα οδοιπορικό που τους βρίσκει πιο ώριμους κινηματογραφικά αλλά κυρίως… κοινωνικά.
Ξεκινώντας από την ανθρώπινη διάσταση της αστεγίας, το «Να μην Εχεις που να Πας» επιλέγει προσεκτικά τρεις ήρωες που αφηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες, τους λόγους για τους οποίους βρέθηκαν χωρίς σπίτι, την τόσο θαρραλέα ανάληψη της ευθύνης για τα λάθη που τους οδήγησαν εκεί, την ανατριχιαστική περιγραφή της ζωής στο δρόμο - το φόβο, την ανασφάλεια, τα παιχνίδια του μυαλού, το πώς σταδιακά γίνεσαι από ορατός αόρατος και από άνθρωπος κοινωνικό φαινόμενο.
Οι αφηγήσεις τους θα αρκούσαν για να κατανοήσει κάποιος μια για πάντα τι σημαίνει να είσαι άστεγος, χωρίς βασική μέριμνα υγιεινής και περίθαλψης, σε ηλικία σύνταξης, χωρίς κανένα ιδιοκτησιακό στοιχείο και κανέναν άνθρωπο να μιλήσεις. Το πρόβλημα είναι όμως, πριν από δικό τους, δικό μας. Και εκεί εισέρχεται η κοινωνική διάσταση της αστεγίας, όπως την εκθέτουν υπεύθυνοι οργανισμών, δομών και δράσεων: όλοι συμφωνούν πως, εκτός από το γεγονός της μηδαμινής κρατικής φροντίδας, η μοναδική λύση για την αστεγία είναι να εμποδίσεις τους ανθρώπους να φτάσουν σε αυτή.
Με στατιστικά στοιχεία που σοκάρουν για τον αριθμό των Ελλήνων που - μετά από την παρατεταμένη περίοδο κρίσης και πανδημίας - κινδυνεύουν διαρκώς να μείνουν άστεγοι, το «Να μην Εχεις που να Πας» καταφέρνει να γίνει ένας πλήρης οδηγός της παρεξηγημένης έννοιας της αστεγίας (αστεγία είναι ακόμη και όταν άνθρωποι ζουν στοιβαγμένοι μέσα σε ένα διαμέρισμα λίγων τετραγωνικών ή όταν ένας νέος ζει σε ένα κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον), βάζει στη συζήτηση όλα τα δεδομένα γύρω από το θέμα, φιλοδοξώντας να σεβαστεί και να αναδείξει κάθε πτυχή του.
Στο βωμό της τεκμηρίωσης, οι δύο έμπειροι σκηνοθέτες δεν ξεχνούν πως ό,τι μένει από τη σύντομη, μικρή σε διαστάσεις, αλλά όσο το δυνατόν περιεκτική, περιήγηση τους σε μέρη (δίπλα μας, έξω από την πόρτα του σπιτιού μας) που συνήθως προσπερνάμε χωρίς να κάνουμε μια στάση, είναι οι «ήρωες» που κάνουν την στατιστική να παίρνει σάρκα και οστά. Το βλέμμα τους στην κάμερα, ένα μείγμα βαθιάς μελαγχολίας και πίκρας, είναι η δική τους αξιοπρέπεια - όταν στο τέλος κάποιοι από όσους συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ έχουν φύγει από τη ζωή, αυτή είναι που παραμένει ως υπενθύμιση, προς πάσα κατεύθυνση.
(Μπορείτε να δείτε το «Να μην Εχεις που Να Πας» online εδώ μέχρι τις 20 Μαρτίου)
Μανώλης Κρανάκης
TΟ #TDF24 ΣΤΑ SOCIAL MEDIA