Οταν ήμουν μικρός, όλοι οι φίλοι μου ήταν μεγαλύτεροι - ο Τζον Φορντ, ο Χάουαρντ Χοκς, ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, ο Ορσον Γουέλ, ο Τζίμι Στιούαρτ και ο Κάρι Γκραντ. Μου άρεσε να μιλάω μαζί τους.»
Λιγότερο γνωστό μέλος της ομάδας του «Νέου Χόλιγουντ» στα τέλη της δεκαετίας του '60, ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς ξεκίνησε με τους καλύτερους δυνατούς οιωνούς την καριέρα του, στο πλευρό του Ρότζερ Κόρμαν με το «The Wild Angels» του 1966, πριν κάνει την πρώτη του ταινία, το «Targets» το 1968 και στη συνέχεια εκτοξευθεί στη λίστα με τους πιο περιζήτητους με την αριστουργηματική «Τελευταία Παράσταση» (πρωτότυπος τίτλος «The Last Picture Show»), που προτάθηκε για 8 Οσκαρ αλλά, το σημαντικότερο, παραμένει μια από τις πιο όμορφες, μελαγχολικές με αναφορές στο σινεμά των Τζον Φορντ και Χάουαρντ Χοκς απεικονίσεις της Αμερικής που κάποτε πίστεψε στο αμερικάνικο όνειρο.
Φιλοδοξία του, που πέτυχε, τουλάχιστον, στις πρώτες αυτές ταινίες των τελών της δεκαετίας του '60 και των αρχών της δεκαετίας του ΄70, ήταν ένας συνδυασμός ανάμεσα στο παλιό κλασικό Χόλιγουντ και το μοντέρνο σινεμά που ερχόταν με φόρα από την Ευρώπη, ένα νέο είδος δημιουργού που υπήρξε πριν από οτιδήποτε φανατικός θεατής και λάτρης του σινεμά.
Με την Σίμπιλ Σέπερντ στα γυρίσματα της «Τελευταίας Παράστασης»
Η Τατούμ και ο Ράιαν Ο' Νιλ στο «Paper Moon»
Ακολούθησαν δύο μεγάλες επιτυχίες, το «What's Up Doc?» του 1972 και το «Paper Moon» του 1973, αλλά θα περνούσαν δέκα ολόκληρα χρόνια και μια σειρά αποτυχίες πριν ξαναδεί ταινία του να κερδίζει εμπορική και κριτική επιτυχία. Αυτό ήταν το «Mask» του 1985 και ουσιαστικά το τέλος της μεγάλης σε ποσότητα, μικρής σε μεγάλες ταινίες καριέρας που ολοκληρώθηκε το 2014 - η τελευταία του ταινία ήταν το «She's Funny that Way».
Με τον Μπαρτ Ρέινολντς στα γυρίσματα του «Nickelodeon» το 1976
Με την Ντόροθι Στράτεν στο «They All Laughed» του 1981
Περισσότερο κι από σκηνοθέτης (και στους νεότερους και ως ηθοποιός, κυρίως από τη συμμετοχή του στους «Sopranos»), ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς έχει καταχωρηθεί στο μεγάλο βιβλίο του αμερικανικού σινεμά ως ένας από τους μεγαλύτερους θεματοφύλακές του, κριτικός κινηματογράφου και ο ίδιος αλλά και ιστορικός του σινεμά, προσωπικός φίλος των μεγαλύτερων σκηνοθετών που πέρασαν ποτέ από το παγκόσμιο σινεμά (ο Ορσον Γουέλς, ο Τζον Φορντ, ο Τζον Χιούστον και άλλοι), με γνώσεις αλλά και τεράστιο αρχείο για όλα όσα έχτισαν την αυτοκρατορία του Χόλιγουντ τα χρυσά χρόνια του '30, '40 και '50.
Λέγεται πως στα εφηβικά του χρόνια έβλεπε 400 ταινίες το χρόνο, συνήθεια που του έμεινε από τον πατέρα του που τον πήγαινε να δει σινεμά από πολύ μικρός. Κρατούσε, δε, ημερολόγιο με κάθε ταινία που είχε δει από το 1957 μέχρι και το 1970, με πλήρη κριτική για την κάθε μία από αυτές.
Μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές του στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά ήταν η αποκατάσταση του ημιτελούς «The Other Side of the Wind» του Ορσον Γουέλς το 2018, ενώ δεν είναι λίγοι οι σκηνοθέτες (από τον Κουέντιν Ταραντίνο μέχρι τον Εντγκαρ Ράιτ και τον Γουές Αντερσον) που αναφέρονται συχνά στο έργο και τη «σινεφιλία» του του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς. Λίγοι δεν είναι και όσοι θεωρούν ότι ο Μπογκντάνοβιτς εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο τη σινεφιλία του αλλά και ότι υπήρξε υπερβολικός σχετικά με τις γνωριμίες του και τις ιστορίες που μαρτυρούσε ότι γνώριζε, εμπορευματοποιώντας την ανάγκη της βιομηχανίας για αυτοαναφορικές νοσταλγικές ιστορίες «από την κρύπτη».
Σε κάποιο σημείο, δεν ξέρω ακριβώς πότε... ο κόσμος με ρωτάει συνέχεια. Δεν ξέρω ακριβώς τι ήταν αυτό που με έσπρωξε να σκηνοθετήσω, αλλά νομίζω ότι ήταν η αφελής αίσθηση ότι αν σκηνοθετούσα θα μπορούσα να παίξω όλους τους ρόλους μιας ταινίας. Ενα είδος απληστίας...»
Με τον Ορσον Γουέλς
Ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς γεννήθηκε στο Κίνγκστον της Νέας Υόρκης, γιος της Ερμα και του Μπορισλάβ Μπογκντάνοβιτς. Ο πατέρας του ήταν Σέρβος ζωγράφος και πιανίστας και ήρθε μαζί με τη μητέρα του στην Αμερική το 1939 πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ως έφηβος, ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς μαθήτευσε δίπλα στη θρυλική Στέλα Αντλερ. Αργότερα εμφανίστηκε σε μικρές θεατρικές παραγωγές, τις οποίες μερικές φορές έγραφε και σκηνοθέτησε. Στη δεκαετία του 1950 εμφανίστηκε στη σκηνή με τους New York Shakespeare Festival, και το 1959 σκηνοθέτησε μια παράσταση οff-Broadway. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Μπογκντάνοβιτς έγραφε κριτική και άρθρα σε διάφορα περιοδικά, σαν το Esquire. Τις μονογραφίες του για τον Ορσον Γουέλς, τον Χάουαρντ Χοκς και τον Αλφρεντ Χίτσκοκ για λογαριασμό του Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης στο οποίο εργαζόταν, ακολούθησαν τόμοι για τους Φριτς Λανγκ, Τζον Φορντ και άλλους σκηνοθέτες, ανάμεσα στους οποίους και αγαπημένους του δημιουργούς που ήθελε να βγάλει από την αφάνεια, όπως τον Αλαν Ντουάν.
Με τον Τζον Φορντ, το 1972
Ο Μπογκντάνοβιτς ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα ως βοηθός σκηνοθέτης στο «The Wild Angels» του Ρότζερ Κόρμαν το 1966 και στη συνέχεια με τη βοήθεια του βασιλιά των b-movies σκηνοθέτησε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, «Targets» (1968), ένα «σινεφιλικό» θρίλερ με τις παράλληλες ιστορίες ενός βετεράνου του Πολέμου του Βιετνάμ (Τιμ Ο' Κέλι) και ενός σταρ ταινιών τρόμου - ο Μπόρις Καρλόφ στον τελευταίο σημαντικό ρόλο της καριέρας του - που σκέφτεται τη συνταξιοδότηση.
Με τον Μπόρις Κάρλοφ στο «Targets»
Με τον Τζεφ Μπρίτζες και τον Τίμοθι Μπότομς στα γυρίσματα της «Τελευταίας Παράστασης»
Η επόμενη ταινία του Μπογκντάνοβιτς, το «Τhe Last Picture Show» του 1971 ήταν κριτική και εμπορική επιτυχία, μια ασπρόμαυρη μελαγχολική και νοσταλγική απεικόνιση της ψευδαίσθησης του αμερικανικού ονείρου με τους Σίμπιλ Σέμπερντ, Τζεφ Μπρίτζες, Τίμοθι Μπότομς, την Κλόρις Λίτσμαν και τον Μπεν Τζόνσον. Η ταινία ήταν υποψήφια για 8 Οσκαρ, ανάμεσα στα οποία αυτά για τη σκηνοθεσία και το σενάριο για τον ίδιο τον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, μια από τις ωραιότερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών και η καλύτερη της καριέρας του δημιουργού της.
Στα γυρίσματά της «Τελευταίας Παράστασης» θα γνώριζε και θα ερωτευόταν την Σίμπιλ Σέπερντ, με την οποία θα έμεναν μαζί από το 1971 (όταν και χώρισε από τη μέχρι τότε σύζυγό του, Πόλι Πλατ) μέχρι και το 1978.
Με τη Σίμπιλ Σέπερντ
Στα γυρίσματα του «What's Up Doc?»
Μεγάλη εμπορική επιτυχία ήταν και το «What's Up Doc?» του 1972 με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ και τον Ράιαν Ο' Νιλ, μια αναφορά στο «Bringing Up Baby» του αγαπημένου του Χάουαρντ Χοκς, ενώ ακολούθησε, επίσης με επιτυχία, και το ασπρόμαυρο «Paper Moon» το 1973 με τον Ράιν Ο' Νιλ και την Τατούμ Ο' Νιλ, με την τελευταία να γίνεται η μικρότερη ηθοποιός που κέρδισε ποτέ το Οσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου σε ηλικία 10 ετών.
H κωμωδία είναι το πιο δύσκολο πράγμα να πετύχεις. Θυμάμαι ένα αστείο που κάναμε στο "What's Up Doc?" που δεν προκαλούσε κανένα γέλιο. Οπότε μετακίνησαμε τη σκηνή ενάμιση βήμα πιο κει και ξαφνικά, όλοι γέλασαν. Αυτή η τόσο εύθραυση ισορροπία μπορεί να σε τρελάνει.»
Το «Paper Moon» ήταν και η τελευταία πραγματικά επιτυχημένη ταινία του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς στα 70s. Ακολούθησαν τα «Daisy Miller» (1974), μια διασκευή του μυθιστορήματος του Χένρι Τζέιμς, με την Σίμπιλ Σέπερντ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το «Αt Long Last Love» το 1975, ένα αφιέρωμα στα μουσικά ρομάντζα της δεκαετίας του 1930 με τραγούδια του Κόουλ Πόρτερ, το «Nickelodeon» για τους πρωτοπόρους του σινεμά με ιστορίες που γνώριζε από τους Αλαν Ντουάν, Τζον Φορντ και Ραούλ Γουόλς και η δεκαετία θα εκλεινε με το γκανγκστερικό «Saint Jack» με τον Μπεν Γκαζάρα σε παραγωγή του Ρότζερ Κόρμαν ο οποίος ήταν ο μόνος πλέον που εμπιστευόταν τον Μπογκντάνοβιτς μετά από τόσες αποτυχίες.
Με τον Μπεν Γκαζάρα στο «Saint Jack»
Η δεκαετία του '80 τον βρήκε να συνεργάζεται με την Οντρεϊ Χέπμπορν στο «They All Laughed» του 1981.
Σε αυτήν την ταινία θα γνώριζε και την Ντόροθι Στράτεν με την οποία θα διατηρούσε μια σύντομη σχέση, αφού η νεαρή ηθοποιός θα έπεφτε θύμα δολοφονίας στα 20 της χρόνια από τον πρώην συζυγό της σε μια από τις πιο τραγικές χολιγουντιανές ιστορίες των τελευταίων δεκαετιών. Το 1984 ο Μπογκντάνοβιτς θα έγραφε το «The Killing of the Unicorn» για το θάνατο της Στράτεν, τα γυρίσματα του «They All Laughed» αλλά και με έντονη κριτική για τον Χιου Χέφνερ και την επιρροή του Playboy στη νεαρή αδικοχαμένη σταρ. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1988, προκλήθηκε δημόσιο σκάνδαλο όταν παντρεύτηκε τη μικρότερή της αδερφή, Λουίζ.
Με την Οντρεϊ Χέπμπορν στο «They All Laughed»
Η μοναδική και τελευταία επιτυχία του Μπογκντάνοβιτς μέσα στα 80s ήταν το «Mask» του 1985, με τη Σερ να υποδύεται τη μητέρα ενός εφήβου που πάσχει από μια ασθένεια που προκαλεί σοβαρή παραμόρφωση του προσώπου. Οι σχέσεις των δύο - σκηνοθέτη και πρωταγωνίστριας - δεν ήταν ιδανικές, όπως παραδέχτηκε στη συνέχεια ο Μπογκντάνοβιτς, αλλά η ταινία υπήρξε και για τους δύο μια ευτυχής στιγμή. Που δεν επαναλήφθηκε για τον Μπογκντάνοβιτς αφού μέχρι και την τελευταία του ταινία, το «She's Funny That Way» του 2014 δεν κατάφερε να υπάρξει επίκαιρος, μοντέρνος ή τουλάχιστον όσο σινεφίλ ήθελε.
Εκανα πολλά λάθη όταν ήμουν πετυχημένος στα 70s. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο για την επιτυχία... Ονομάζεται ζήλεια, φθόνος και μίσος, παρόλο που σε πλησιάζουν με χαμόγελα γιατί θέλουν κάτι από σένα. Οπότε βγάζεις μπροστά την αλαζονία για να καλύψεις την ανασφάλεια.»
Συνέχισε ωστόσο να συνεργάζεται με σταρ της κάθε εποχής, ακολουθώντας το παράδειγμα των ασπρόμαυρων ταινιών που αγαπούσε όταν ήταν μικρός: Ρομπ Λόου στο «Illegally Yours» του 1988, Τζεφ Μπρίτζες και Σίμπιλ Σέπερντ ξανά σε ένα απότυχημένο σίκουελ της «Τελευταίας Παράστασης» με τίτλο «Texasville» το 1990, Μάικλ Κέιν και Κρίστοφερ Ριβ ανάμεσα σε άλλους στο «Noises Off» του 1992, Ρίβερ Φίνιξ και Σάντρα Μπούλοκ στο «The Thing Called Love» του 1993, Κίρστεν Ντανστ στο «The Cat's Meow» του 2001 και Τζένιφερ Ανιστον στο «She's Funny That Way».
Με την Τζένιφερ Ανιστον στα γυρίσματα του «She's Funny that Way»
Το 2014 στη συνέντευξη Τύπου για το «She's Funny That Way» στο Φεστιβάλ Βενετίας, ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς είχε μιλήσει για το Χόλιγουντ σήμερα:
«Δε μ’ αρέσει να δαγκώνω το χέρι που… δε με ταΐζει, αλλά δυστυχώς το Χόλιγουντ έχει πάρει λάθος κατεύθυνση, έχει γεμίσει σίκουελς, πρίκουελς, καρτούν, υπερηρωικά υπερθεάματα. Παλιά, όταν ο Κάμερον έκανε τον "Τιτανικό", όλοι έλεγαν θ’ αποτύχει, αλλά όταν πέτυχε όλοι ήθελαν να κάνουν το ίδιο μ’ αυτόν. Εμένα μ’ αρέσουν οι μικρότερες ταινίες, όχι με πολλά λεφτά, ανεξάρτητες, ενδιαφέρουσες ταινίες. Υπάρχουν άνθρωποι στην Αμερική που ενδιαφέρονται να τις κάνουν. Πρέστον Στέρτζες, Ερνστ Λιούμπιτς, Χάουαρντ Χοκς αυτές τις μέρες δεν υπάρχουν πια, υπάρχει μόνο το πόσα εκατομμύρια δολάρια θα κάνεις το πρώτο Σαββατοκύριακο. Βλέπω τις ταινίες του Γουες Αντερσον, του Νόα Μπόμπακ, του Κουέντιν Ταραντίνο, που δε γίνονται με καλούπι ή ειδικά εφέ και συνέρχομαι. Ο Μπάστερ Κίτον όταν έπεφτε και χτύπαγε το κεφάλι του στο δρόμο, ο Φρεντ Αστέρ όταν έκανε κύκλους την Τζίντζερ Ρότζερς χορεύοντας, τα έκαναν πραγματικά αυτά που έβλεπες, τώρα με τα ειδικά εφέ δεν πιστεύεις τίποτα. Γι’ αυτό κι εγω δεν ενδιαφέρομαι πια, αν ο Σπάιντερμαν μπορεί να πετά πάνω απ’ την πόλη. Μ’ αρέσει κυρίως να κάνω μια ταινία και ν’ ακούω τον κόσμο να γελά, είναι το ωραιότερο συναίσθημα. Κάποτε μου είπε ο Κάρι Γκραντ, έπαιζε το "What’s Up Doc?" στο Radio City, τεράστια αίθουσα και μου λέει, πήγαινε να τους ακούσεις να γελούν, θα κάνει καλό στην καρδιά σου. Είναι το μεγαλύτερο δώρο ανάμεσα σ’ ένα σκηνοθέτη και το κοινό, η χαρά του γέλιου.
Η δουλειά του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς πάνω στα αρχεία του αμερικάνικου σινεμά, τα κείμενά του, τα ντοκιμαντέρ του (για τον Μπάστερ Κίτον, τον Τζον Φορντ). αλλά και οι εισαγωγές του σε κλασικές ταινίες, τα βιβλία του και η αδιάκοπη αγάπη του για την ιστορία του σινεμά, παραμένει, μαζί με την «Τελευταία Παράσταση» και μεμονωμένες υπέροχες σκηνές - φόρο τιμής στα ειδωλά του - από την φιλμογραφία του, η κληρονομιά που αφήνει για τις επόμενες γενιές.
Ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς πέθανε σε ηλικία 82 ετών στις 6 Ιανουαρίου του 2022 από φυσικά αίτια στο σπίτι του στο Λος Αντζελες. Κανείς δεν ξέρει ποια ήταν η τελευταία ταινία που είδε πριν πεθάνει.
Δεν υπάρχουν "παλιές" ταινίες. Μόνο ταινίες που έχεις ήδη δει και άλλες που δεν έχεις δει.»
Ακούστε εδώ από τη σειρά podcasts The Plot Thickens του TCM τη σειρά «I’m Still Peter Bogdanovich» με ένα ηχητικό πέρασμα σε όλα όσα ήταν και θα είναι ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς για το αμερικάνικο σινεμά:
Δείτε εδώ μια συνέντευξη του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς για την καριέρα του:
Δείτε εδώ ολόκληρο το «Directed by John Ford» του 1971: