Παρά τα όσα λέει ο κόσμος για τους μεγάλους μου ρόλους, δεν είμαι μια βαρετή, μονότονη γυναίκα που αναζητά συνεχώς την ταυτότητά της.»
Η Μόνικα Βίτι, η Ιταλίδα ηθοποιός με την απόκοσμη ομορφιά που στιγμάτισε το έργο του Μικελάντζελο Αντονιόνι και έγραψε τη δική της ιστορία στο ιταλικό και διεθνές σινεμά, πέθανε σε ηλικία 90 ετών, όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Πολιτισμού της Ιταλίας Ντάριο Φραντσεσκίνι. Σύμφωνα με την εφημερίδα Corriere Della Sera, η ηθοποιός που έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ τα τελευταία 15 χρόνια, πέθανε την Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου, έχοντας γιορτάσει τον περασμένο Νοέμβριο τα 90 της χρόνια.
«Αντίο Μόνικα Βίτι, αντίο στην βασίλισσα του ιταλικού σινεμά. Η σημερινή είναι μία ημέρα μεγάλης θλίψης, μία μεγάλη καλλιτέχνης και μία μεγάλη Ιταλίδα χάθηκε», αναφέρει στην ανακοίνωσή του ο υπουργός. Ο πρώην δήμαρχος της Ρώμης και κριτικός κινηματογράφου Βάλτερ Βελτρόνι, γνωστοποίησε την είδηση μέσα από ανάρτησή του στο Twitter.
Στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1962
Στις Κάννες το 1966
Η Μαρία Λουίζα Τσετσαρέλι (όπως ήταν το αληθινό όνομα της Μόνικα Βίτι) γεννήθηκε το 1931 στη Ρώμη, διεκδικώντας από ηλικία 14 ετών το όνειρό της που ήταν να γίνει ηθοποιός, κόντρα στην αυστηρή διαπαιδαγώγησή της. Σπούδασε στην Εθνική Δραματική Σχολή της Ρώμης, όπου και αποφοίτησε το 1953, περιόδευσε στη Γερμανία με μια ομάδα ηθοποιών και ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή στη Ρώμη για το «La Mandragola». Επαιξε μικρούς ρόλους στην τηλεόραση μέχρι να πάρει τον πρώτο της σημαντικό ρόλο στο «Le Dritte» του Μάριο Αμέντολα το 1958 και συναντήσει τον Μικελάντζελο Αντονίονι, πρώτα στη σκηνή και μετά στα κινηματογραφικά σετ.
Μέχρι και το τέλος της καριέρας της, στις αρχές του '90, πρωταγωνίστησε σε ταινίες του Λουίς Μπουνιουέλ («Το Φάντασμα της Ελευθερίας» του 1974) του Ντίνο Ρίζι («That's How We Women Are» του 1971), του Μάριο Μονιτσέλι (ανάμεσα σε πολλά το «The Girl with the Pistol» του 1968), του Τζόζεφ Λόουζι («Modesty Blaise» του 1966), όμως έγινε γνωστή κυρίως από τις ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι, του οποίου ήταν καλλιτεχνική μούσα και σύντροφος.
Με τον Μικελάντζελο Αντονιόνι
H Μόνικα Βίτι άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στην κλασική τριλογία του Μικελάντζελο Αντονιόνι («Περιπέτεια», «Νύχτα», «Εκλειψη»), ενώ πρωταγωνίστησε και στην «Κόκκινη Ερημο», ενσαρκώνοντας με μοναδικό τρόπο - και κόντρα στο κωμικό της timing - τη μελαγχολία και την υπαρξιακή αναζήτηση που υπήρξαν θεμελιώδεις λίθοι του έργου του Ιταλού σκηνοθέτη. Συνεργάστηκε και με άλλους μεγάλους δημιουργούς, αλλά έκανε και πολλές ταινίες, κυρίως κωμωδίες, στην Ιταλία, οι οποίες δεν πέρασαν ποτέ τα σύνορα της χώρας.
Το 1968, ο Αντονιόνι αποφάσισε να ζητήσει τη Μόνικα Βίτι σε γάμο. «Με αιφνιδίασε!», σχολίασε η Βίτι. «Σκεφθείτε ότι συμβιώνουμε έντεκα χρόνια και ποτέ δεν ετέθη ζήτημα γάμου...». Το 1995 παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Ρομπέρτο Ρούσο, μετά από 27 χρόνια σχέσης και με τον οποίο παρέμεινε παντρεμένη μέχρι και το τέλος της ζωής της. Ενδιάμεσα είχε μια σχέση με τον διευθυντή φωτογραφίας και σκηνοθέτη Κάρλο ντι Πάλμα.
Στην «Περιπέτεια» του Μικελάντζελο Αντονιόνι (1960)
Στην «Εκλειψη» του Μικελάντζελο Αντονιόνι (1962)
Στο «Modesty Blaise» του Τζόζεφ Λόουζι (1966)
Οι δύο μόνες φορές που έπαιξε σε αγγλόφωνες ταινίες ήταν το 1966 στο «Modesty Blaise» του Τζόζεφ Λόουζι με τον Τέρενς Σταμπ και τον Ντερκ Μπόγκαρντ και το 1979 στο «An Almost Perfect Affair» του Μάικλ Ρίτσι με τον Κιθ Καραντάιν.
Εχει λάβει πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών 9 βραβεία Νταβίντ ντι Ντονατέλο της Ιταλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, 11 ιταλικές Χρυσές Σφαίρες, μία Αργυρή Αρκτο Καλύτερης Ηθοποιού στη Berlinale για το «Flirt» του Ρομπέρτο Ρούσο και τον Τιμητικό Χρυσό Λέοντα για την προσφορά της στον κινηματογράφο.
Η τελευταία της κινηματογραφική δουλειά ήταν το «Secret Scandal», η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε και στην οποία πρωταγωνίστησε η ίδια μαζί με τον Ελιοτ Γκουλντ. Η ταινία συμμετείχε στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών και χάρισε στην Βίτι ένα βραβείο Νταβίντ ντι Ντονατέλο Καλύτερου Νέου Σκηνοθέτη. Το 1992 έπαιξε για τελευταία φορά, στην τηλεόραση, σε μια τηλεταινία με τίτλο «Ma tu mi Vuoi bene?».
Τα τελευταία είκοσι χρόνια ζούσε απομονωμένη στη Ρώμη με το συζυγό της Ρομπέρτο Ρούσο, πάσχοντας από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. To 1995, στο δεύτερο βιβλίο της έγραφε: «Σήμερα δεν γράφω για να θυμηθώ αλλά για να επανεφεύρω τα πάντα, για να σβήσω και να ανασκευάσω πρόσωπα και γεγονότα που γυρνούν γύρω μου και γελούν με μένα αλλά όχι για μένα.»