Το Σάββατο 11 Ιουνίου στο θρυλικό θερινό Ριβιέρα της οδού Βαλτετσίου στα Εξάρχεια το Midnight Express, η λέσχη που κρατάει γερά εδώ και τέσσερα χρόνια ενώνοντας θεατές και εμμονές σε ένα κοσμικό κινηματογραφικό «θέλω», προβάλλει - γιατί μπορεί και γιατί έπρεπε - το «The Lost Boys» του Τζόελ Σουμάχερ, σε μια τέλεια συνομιλία με το «Karate Kid» που ξεπούλησε το προηγούμενο Σάββατο, δεύτερη προβολή μετά την επετειακή «Suspiria» που εγκαινίασε τις φετινές προβολές του.
Τέσσερα χρόνια μετά τη σύλληψή του, το Midnight Express μπορεί να κάνει όνειρα για το μέλλον και να χαίρεται επειδή μεγαλώνει, χωρίς να χάνει ίχνος από την εφηβική του τρέλα. Ο εμπνευστής του και «καρδιά» του, Ακης Καπράνος πιάνει την ιστορία από τη μέση για να τη φτάσει μέχρι δέκα χρόνια μετά.
Από την προβολή του «Alien vs. Predator»
Τι είναι πλέον μετά από τέσσερα χρόνια το Midnight Express;
Μια μεγάλη παρέα που αγαπά πολύ το σινεμά. Ή μια αναχρονιστική ακίδα που δε λέει να ξεσκαλώσει. Ή ένα μεταμεσονύχτιο κύκλωμα προβολών απ’ όπου περνούν όλες οι ταινίες που θα ήθελα να δω στη μεγάλη οθόνη. Ή, πιο απλά, το μεγαλύτερο – και πιο κερδισμένο – στοίχημα που έβαλα ποτέ με τον εαυτό μου.
Πόσα μέλη καταγράφει επίσημα το Midnight Express;
Κάτι παραπάνω από δεκατρείς χιλιάδες. Ο αριθμός αυξάνεται ασταμάτητα. Μου φαίνεται ακόμα απίστευτο. Ξεκινήσαμε με διακόσιους. Στην αρχή, μόνο με γνωστούς μου. Αλλά σταδιακά, ολοένα και περισσότερος κόσμος άρχισε να έρχεται στην Ααβόρα – δίχως να έχουμε στείλει ποτέ δελτίο τύπου σε εφημερίδα ή περιοδικό. Μέχρι που γίναμε όλοι γνωστοί πια. Στην sold-out προβολή του “Suspiria” την προ-προηγούμενη εβδομάδα, ήρθε ένα παιδί και μου είπε «Ήμασταν άγνωστοι και μας έκανες οικογένεια». Δεν περιγράφεται το πως ένιωσα εκείνη τη στιγμή.
Από την προβολή του «The Fog» του Τζον Κάρπεντερ
Που βρίσκει τις προβολές η post pandemic εποχή; Τι άλλαξε μέσα σε αυτά τα (δύσκολα για το σινεμά και για όλα τα άλλα) χρόνια;
Οι αίθουσες δεινοπάθησαν και δεινοπαθούν εν τη απουσία κάποιας κρατικής μέριμνας καθώς το Υπουργείο Πολιτισμού σφυρίζει αδιάφορα, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα για μένα είναι πως αλλάζει πλέον το ίδιο το σινεμά. Οι ταινίες γυρίζονται γρήγορα – δηλαδή ασταμάτητα, μιας και οι πλατφόρμες, για τις οποίες πρέπει κάποια στιγμή να θεσπιστεί ένα νομικό πλαίσιο, πρέπει να τραφούν (και είναι πιο αχόρταγες από τα multiplex που, εγώ και κάποιοι άλλοι αφελείς, τα κράζαμε παλιά). Καθώς όμως γυρίζονται γρήγορα, πρέπει να διαβάζονται και γρήγορα: Δεν υπάρχει πλέον αυτό που λέμε «από κάτω κείμενο». Ολα από πάνω είναι, μας έχουν καβαλήσει κανονικά δηλαδή τα επιμύθια και οι διδαχές, όλα πρέπει να διαβάζονται στην πρώτη ανάγνωση, και να φεύγουν από τη μνήμη όσο γρήγορα ήρθαν, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως το εκπληκτικό «Θαύμα» από τη Ρουμανία. Για να μη μιλήσουμε για sui generis δημιουργούς σαν τον Μπερτράν Μαντικό, που η νέα ταινία του (την οποία στηρίζουμε) μπορεί και να μην επιβιώσει μια δεύτερη εβδομάδα στις αίθουσες αν ο κόσμος δεν την τιμήσει, όπως έκανε με τα «Αγρια Αγόρια». Νομίζω πως και οι κριτικοί κινηματογράφου έχουμε γίνει λίγο πιο τεμπέληδες πια (μερικοί ήταν από πάντα δηλαδή, but still). Δεν «σκάβουμε» στις ταινίες όσο παλαιότερα, επειδή δεν προλαβαίνουμε, δεν έχουν πια χρόνο να «κάτσουν» μέσα μας οι ταινίες. Προσωπικά προσπαθώ, αλλά το αναγνωρίζω, θέλει περισσότερη πίεση απ’ ότι παλαιότερα.
Τι αλλάζει πλέον στις επιλογές που κάνεις; Με τι γνώμονα γίνονται;
Καθώς έχουμε «περιοριστεί» στη Ριβιέρα, μέχρι το άνοιγμα της χειμωνιάτικης Ααβόρας δηλαδή, υπάρχουν ταινίες που δεν προγραμματίζω επειδή ξέρω πως χρειάζονται μια κλειστή αίθουσα για να λειτουργήσουν. Και είναι πάρα πολλές. Για να πιάσω μια ταινία που έχουμε ήδη παίξει, δεν μπορείς να δεις το «Tetsuo» σε θερινό για παράδειγμα, το μαύρο του πρέπει να βγάζει μάτι και ο ήχος να είναι στο +11 αλά «Spinal Tap». Ευτυχώς, μπορούμε να διατηρούμε τον ήχο σε αξιοπρεπέστατα επίπεδα, αλλά τι να κάνουμε, υπάρχουν και κάποιες ταινίες που τις καταλαβαίνεις μόνο όταν περάσουν από πάνω σου με φόρα νταλίκας. Αυτό το χάνεις στο θερινό.
Από την προβολή του «Blade Runner»
Το φετινό πρόγραμμα πώς θα το περιέγραφες;
Είναι σίγουρα πολυδιάστατο. Εχει τρεις κωμωδίες («Withnail and I», «Ακρως τρελό κι απόρρητο», «Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες»), κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί. Αλλά δίπλα τους, υπάρχει και το underground σινεμά του Σούζι Τεραγιάμα («Πετάχτε τα Βιβλία σας, Διαδηλώστε στους Δρόμους»), το ιταλικό σπλάτερ («Τα Ζόμπι Ξανάρχονται» του Λούτσιο Φούλτσι) και μια μεγάλη αποκλειστικότητα: η προβολή της αποκατεστημένης κόπιας του BFI του «Get Carter» του Μάικ Χότζες. Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό. Επίσης, για πρώτη φορά αφήνουμε την εστία μας για μια συνεργασία με το AOAFF, το Φεστιβάλ Θερινού Κιν/φου της Αθήνας. Η προβολή του «Δράκουλα» στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας, μέσα στον Ιούλιο, «ανοίγει» πολύ το scope μας. Με πιάνει μια κόμπλα όταν σκέφτομαι πως θα μιλήσω σε τόσο κόσμο, ευτυχώς θα είναι και ο Λουκάς μαζί μου.
Πόσο πιστεύεις στη δύναμη του σινεμά; Υπάρχει στ' αλήθεια φόβος ότι θα εκλείψει;
Μέχρι να ανοίξουν τα θερινά, είχα τις αμφιβολίες μου. Μετά είδα τα «Μαγνητικά πεδία» στη Ριβιέρα και μου πέρασε μέσα στα πρώτα λεπτά. Το σινεμά ήταν γεμάτο και μπορούσες να αφουγκραστείς την ευτυχία όλων μέσα στην αίθουσα, καθώς απολάμβαναν μια τρυφερή ταινία που άγγιζε την καρδιά τους. Δε θα χαθεί ποτέ αυτή η επιθυμία - και τίποτα δεν μπορεί να την αντικαταστήσει.
Το έχω ξαναπεί, το μεγάλο κέρδος του Midnight Express αλλά και εμού προσωπικά, είναι πως συντηρείται από τον κόσμο του που το αγαπά τόσο. Μακάρι να είναι δίπλα μας για τα επόμενα δέκα χρόνια.»
Από την προβολή του «Blade Runner»
Ποια θα ήταν μια ιδανική προβολή αν μπορούσες να την υλοποιήσεις όπως ακριβώς ήθελες με όποιους καλεσμένους ήθελες σε όποιον χώρο ήθελες;
Θα ήθελα να χτίσω ένα θερινό στη μέση του πουθενά, να το γεμίσω με τους φίλους μας, να παίξω το «Ολα είναι Δρόμος» και μετά να εμφανιστεί ο Παντελής Βούλγαρης με μια μπουλντόζα και να το γκρεμίσει. Δε νομίζω να γίνει ποτέ – αλλά αν κάποιος «κλέψει» την ιδέα (που δεν είναι δικιά μου, άνθρωπος του Midnight Express το σκέφτηκε και τον συμβουλεύω να την κατοχυρώσει αν το διαβάζει αυτό) λέω να ζητήσω ένα κάποιο credit αυτή τη φορά, γιατί έχουμε δώσει ιδέες σε πολύ κόσμο. Οχι πως έχω πρόβλημα με αυτό να σου πω την αλήθεια, με κολακεύει και λίγο.
Πώς φαντάζεσαι το midnight Express μετά από μια δεκαετία;
Γεμάτο νέους ανθρώπους με δίψα για αυτό που ονομάζουμε συλλογική εμπειρία. Αν βέβαια υπάρχει σε δέκα χρόνια από τώρα. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουμε μόνο επειδή μας στηρίζει αυτός ο κόσμος. Επιχορήγηση δεν έχουμε (ούτε θα θέλαμε, να σου πω την αλήθεια), μεγάλο σπόνσορα δεν έχουμε (έχουμε τη Noctua που, να ‘ναι καλά τα παιδιά, μας καλύπτουν το ένα τέταρτο του προϋπολογισμού μας), και όλο το υπόλοιπο καλύπτεται από αυτή την «οικογένεια» που λέγαμε πιο πάνω. Το έχω ξαναπεί, το μεγάλο κέρδος του Midnight Express αλλά και εμού προσωπικά, είναι πως συντηρείται από τον κόσμο του που το αγαπά τόσο. Μακάρι να είναι δίπλα μας για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Από την προβολή του «The Thing» του Τζον Κάρπεντερ