Buzz

Μπέτυ Βακαλίδου και Ελενα Τοπαλίδου σε «Μάχη» για τον Ηλία Γιαννακάκη

στα 10

Η νέα ταινία του σκηνοθέτη της «Χαράς» έρχεται με μια δυνατή ιστορία και δύο δυνατές ερμηνείες που ισορροπούν ανάμεσα στην σκληρότητα και την τρυφερότητα.

Μπέτυ Βακαλίδου και Ελενα Τοπαλίδου σε «Μάχη» για τον Ηλία Γιαννακάκη

Στην τρίτη του απόπειρα μυθοπλασίας - που τρυπώνει πάντα ανάμεσα στις ταινίες τεκμηρίωσης αλλά και στη θητεία του στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ - ο Ηλίας Γιαννακάκης αφηγείται μια παράξενη οικογενειακή ιστορία, έχοντας στο κέντρο δύο γυναίκες που η κάθε μια κουβαλά τη δική της Ιστορία, εντός και εκτός οθόνης.

Στη «Μάχη» πρωταγωνιστεί η θρυλική Μπέτυ Βακαλίδου, σύμβολο της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, συγγραφέας, η «Μπέτυ» του Δημήτρη Σταύρακα και η Μαίρη της «Στρέλλας» του Πάνου Χ. Κούτρα, μια σπουδαία ηθοποιός που τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά συνεχίζει να εκπλήσσει με το ανεξάντλητο ταλέντο και την ορμή της. Μαζί της η Ελενα Τοπαλίδου στην πορεία μιας καριέρας που την βρίσκει τα τελευταία χρόνια - μετά τα «Μαγνητικά Πεδία» - στο κάτω από το φως των προβολέων.

Μαζί αναμοχλεύουν την ελληνική Ιστορία γραμμένη μέσα από μια ιστορία σκληρότητας και τρυφερότητας.

Δείτε παρακάτω το τρέιλερ και διαβάστε όλα όσα μας είπε ο Ηλίας Γιαννακάκης για την ταινία που μόλις ολοκληρώθηκε.

Μάχη

Τι είναι η «Μάχη»;

Μάχη είναι το όνομα που μοιράζονται οι δύο βασικές ηρωίδες της ταινίας.

Η πιο μεγάλη, που υποδύεται η Μπέττυ Βακαλίδου, επιστρέφει στην Ελλάδα ύστερα από πενήντα χρόνια και σε μία τηλεοπτική συνέντευξη – έτσι ξεκινά η ταινία – αφηγείται την τόσο ιδιαίτερη διαδρομή της. Κάπως έτσι μαθαίνουμε ήδη από τα πρώτα πέντε λεπτά της ταινίας, στην οποία δεν υπάρχει ποτέ flash back, ότι το 1973, στη διάρκεια της δικτατορίας, η σχεδόν ογδοντάχρονη αλλά υπέροχη γυναίκα που δίνει σήμερα την τηλεοπτική συνέντευξη, ήταν τότε λοχαγός του ελληνικού στρατού, ονομαζόταν Γεώργιος και υπηρετούσε στο στρατόπεδο της Τρίπολης. Αν και ήταν οικογενειάρχης, πιστός βασιλόφρων και πατέρας δύο παιδιών, ενός κοριτσιού κι ενός αγοριού, ερωτεύθηκε έναν νεαρό στρατιώτη, σύντομα όμως τους ανακάλυψαν και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές. Εκεί, ο Γεώργιος αντιμετώπισε μία κόλαση ξυλοδαρμών, διαπόμπευσης και βιασμών. Επιπροσθέτως, η σύζυγός του τού διαμήνυσε ότι δεν θα ξαναδεί ποτέ ούτε εκείνην, ούτε τα παιδιά τους. Ο Γεώργιος θα φύγει στο εξωτερικό μετά την πτώση της δικτατορίας, ύστερα από λίγα χρόνια θα αλλάξει φύλο και θα γίνει μία ιδιοσυγκρασιακή ερμηνεύτρια έντεχνων, λαϊκών αλλά και δημοτικών τραγουδιών, στην τότε Δυτική Γερμανία, όπου λατρεύτηκε από τους έλληνες ομογενείς. Ως γυναίκα, υιοθέτησε το όνομα Μάχη, όπως έλεγαν την λατρεμένη της κόρη.

Αμέσως μετά την τηλεοπτική συνέντευξη, ενώ ακόμα πέφτουν οι τίτλοι της ταινίας, βλέπουμε την άλλη βασική ηρωίδα της ταινίας, τη μικρή Μάχη, την οποία υποδύεται η Ελενα Τοπαλίδου, να διασχίζει με ένταση το διάδρομο ενός νοσοκομείου. Ο αγαπημένος και λίγο μικρότερος αδελφός της - που υποδύεται ο γνωστός σκηνοθέτης και φίλος Γιάννης Οικονομίδης – νοσηλεύεται με βαριά τραύματα στην εντατική ύστερα από απόπειρα αυτοκτονίας, έχοντας μόλις παρακολουθήσει την τηλεοπτική συνέντευξη της γυναίκας που ήταν κάποτε πατέρας του. Βίωνε την πατρική απουσία επί τόσες δεκαετίες, πιστεύοντας από ένα σημείο κι έπειτα ότι ο πατέρας του είχε πέσει ηρωικά μαχόμενος το 1974 στην εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Μία κατασκευασμένη ιστορία που είχε επιβάλλει η μητέρα των δύο παιδιών ως δικαιολογία προς τον έξω κόσμο.

Οι δύο γυναίκες που φέρουν το όνομα Μάχη, πολύ σύντομα θα συναντηθούν. Η μικρή, που επί τόσα χρόνια ονειρευόταν μόνο τη στιγμή που θα ξαναέβλεπε τον πατέρα της έστω και ως γυναίκα, ξεκαθαρίζει ότι αν ο αδελφός της δεν ανακάμψει πλήρως ύστερα από την απόπειρα, για την οποία ρίχνει απολύτως την ευθύνη στη μεγάλη, θα την σκοτώσει. Μέχρι τότε όμως, θέλει να ζουν συνεχώς μαζί. Την φέρνει στο παλιό πατρικό στα Πατήσια, όπου πριν από πενήντα χρόνια αποτελούσε τον σεβαστό στρατιωτικό - πατέρα μιας αγαπημένης οικογένειας. Και κάπως έτσι, ξεκινά μια αναπάντεχη συμβίωση.

Οι δύο γυναίκες, που εξακολουθούν να λατρεύουν η μία την άλλη, όπως τότε ως πατέρας με την επτάχρονη κόρη του, καλούνται να υπερβούν τεράστια εμπόδια και να αναβαπτίσουν εκ νέου το νήμα που τις ένωνε. Η ταινία οδηγείται σε ένα αναπάντεχο φινάλε, όπου πολλά παραμένουν ανοιχτά, εκτός από τη βεβαιότητα ότι οι δύο γυναίκες είναι τόσο ενωμένες σαν να αποτελούν ένα σώμα και μία ψυχή.

Η "Μάχη" κινείται στο δρόμο και το ύφος μιας ανεξάρτητης παραγωγής. Κάτι που, παρά τις οικονομικές και όχι μόνο δυσκολίες, προσφέρει τη δυνατότητα ουσιαστικού δημιουργικού ελέγχου και συνακόλουθα εμβάθυνσης. Ειδικά σε ένα τέτοιο επικίνδυνο και ιδιαίτερο θέμα, όπου οι παγίδες της υπερδραματοποίησης και των κάθε είδους κλισέ, αποτελούν τις πιο προφανείς δυσκολίες. Από την πλευρά μου ο ένας και μόνος στόχος ήταν η υπαρξιακή - ψυχική προσέγγιση αυτής της ιστορίας, στην απόλυτη αλήθεια της.»

Μάχη

Πόσο βιωματική είναι η ιδέα της «Μάχης»; Πώς προέκυψε;

Σε όλες τις ταινίες μυθοπλασίας που έχω κάνει μέχρι στιγμής («Αλεμάγια» το 2004, «Χαρά» το 2012 και τώρα, το 2025, η «Μάχη») το βασικό θέμα ή το υπόστρωμα, συνδέεται με διαλυμένες οικογένειες. Οσο πιο ανυπέρβλητα φαντάζουν τα εμπόδια, εντός της οικογένειας, τόσο πιο ενδιαφέρουσα είναι για μένα η προοπτική να δείξω μέσα από μία ταινία τα αόρατα νήματα που μάς οδηγούν σε τόσο περίπλοκες ψυχικές καταστάσεις και μάς ακολουθούν για πάντα.

Γράφω πάντα μόνος τα σενάρια των ταινιών μου, επειδή ακριβώς ακουμπάνε σε βαθιά προσωπικές οικογενειακές καταστάσεις. Κάθε φορά (αν εξαιρέσω την «Αλεμάγια» που αναφερόταν ευθέως στο οικογενειακό μου βίωμα) μού είναι αρκετή μία πολύ μικρή αφορμή για να σκαλίσω ψυχικά και συναισθηματικά ζητήματα, γράφοντας σενάρια για πρόσωπα και δυσλειτουργικές οικογενειακές καταστάσεις. Που δεν αναφέρονται στις δικές μου, όμως ουσιαστικά εκεί εδράζονται.

Στη «Χαρά» ήταν ένα δημοσίευμα μιας εφημερίδας που δεν ξεπερνούσε τις πέντε σειρές, η αφορμή για να γράψω το σενάριο που έγινε ταινία, με ηρωίδα μία γυναίκα στα όρια, που αρπάζει ένα μωρό για να το αγαπήσει πιο πολύ και από τον εαυτό της. Περνά δυο μέρες μαζί του, του σώζει τη ζωή, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε ισόβια.

Στην περίπτωση της «Μάχης», ήταν η ιστορία της βρετανίδας Τζαν Μόρις που λειτούργησε ως έμπνευση. Διαβάζοντας τα σπουδαία ταξιδιωτικά βιβλία της για την Τεργέστη και τη Βενετία, βρέθηκα μπροστά στις βιογραφικές λεπτομέρειες της ζωής της. Στο παρελθόν ήταν άντρας που είχε υπηρετήσει στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και στη συνέχεια απέκτησε σύζυγο με την οποία έκανε πέντε παιδιά. Οταν αργότερα ανακοίνωσε στην οικογένειά του ότι ήθελε να αλλάξει φύλο, καθώς από παιδί ήθελε να είναι γυναίκα, δεν συνέβη το παραμικρό. Αντιθέτως, ήταν οι πάντες παρόντες στην επέμβαση που έκανε στην Καζαμπλάνκα και κράτησαν αγαστές σχέσεις μέχρι το θάνατό της σε προχωρημένη ηλικία, πριν από λίγα χρόνια.

Τι θα συνέβαινε, σκέφτηκα, αν ένα παρόμοιο περιστατικό είχε λάβει χώρα στην Ελλάδα της χούντας;

Κάπως έτσι, προέκυψε, αβίαστα, η βασική ιστορία της Μάχης, με μοναδικό έναυσμα τις ελάχιστες πληροφορίες όχι από κάποιο βιβλίο που είχε γράψει, αλλά από το βιογραφικό της Τζαν Μόρις που κάποτε λεγόταν Τζέιμς Μόρις. Η περίπτωση της Μόρις μου πρόσφερε ένα θεματικό πλαίσιο όπου η δυσκολία αποδοχής του πρώην πατέρα που απουσίασε επί 50 χρόνια και επιστρέφει ως γυναίκα, προκαλώντας μάλιστα την απόπειρα αυτοκτονίας του γιου, φάνταζε ως ανυπέρβλητη. Μία τέτοια, στα όρια του αδύνατου, κατάσταση αναζητούσα ώστε να αναπτυχθεί πάνω της η ταινία.

Χρειάστηκαν, φυσικά, πάνω από 15 drafts σεναρίου και τέσσερα χρόνια, μέχρι να ξεκινήσουν οι τελικές πρόβες και το γύρισμα, ώστε η ταινία να αποκτήσει την οριστική της μορφή.

Σε όσες ταινίες μυθοπλασίας έχω πραγματοποιήσει, όπως και στα ντοκιμαντέρ, στοχεύω στα πρόσωπα, στις μορφές, στους χαρακτήρες. Στη «Μάχη», όπως άλλωστε και στις προηγούμενες ταινίες μου, γνώριζα ότι χωρίς πραγματικά υψηλού επιπέδου ηθοποιούς, δεν θα έκανα τίποτα.»

μάχη

Γιατί η Μπέτυ Βακαλίδου; Γιατί η Ελενα Τοπαλίδου;

Αν και έχω πραγματοποιήσει μεγάλο αριθμό ντοκιμαντέρ τα τελευταία 25 χρόνια, γνωρίζω ότι η μυθοπλασία είναι αυτή που μού προσφέρει τη μεγαλύτερη ψυχική ικανοποίηση αλλά και τη βεβαιότητα ότι εκεί είμαι πιο δημιουργικός και ολοκληρωμένος. Εχοντας διαμορφωθεί ως σκηνοθέτης στην ιστορική σειρά «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ, όπου έκανα πορτρέτα με στόχο να εμβαθύνω στα πρόσωπα, δεν θα μπορούσε η προσέγγισή μου στη μυθοπλασία να διαφέρει.

Σε όσες ταινίες μυθοπλασίας έχω πραγματοποιήσει, όπως και στα ντοκιμαντέρ, στοχεύω στα πρόσωπα, στις μορφές, στους χαρακτήρες. Στη «Μάχη», όπως άλλωστε και στις προηγούμενες ταινίες μου, γνώριζα ότι χωρίς πραγματικά υψηλού επιπέδου ηθοποιούς, δεν θα έκανα τίποτα.

Η επιλογή στο πρόσωπο της Μπέττυς Βακαλίδου, την οποία δεν είχα ποτέ γνωρίσει από κοντά μέχρι τότε, ήρθε ως κάτι αυτονόητο. Αν δεν είχε δεχτεί, δεν θα γινόταν η ταινία. Κουβαλά το βίωμα της αλλαγής φύλου, στοιχείο απολύτως απαραίτητο για μένα, όμως επιπροσθέτως γνώριζα ότι είναι μία σπουδαία γυναίκα, με ισχυρή προσωπικότητα και μοναδική υπόσταση.

Δουλέψαμε επί σχεδόν δύο χρόνια σε αυτόν τον τόσο απαιτητικό χαρακτήρα του βασιλόφρονα, οικογενειάρχη, πρώην αξιωματικού εκείνης της εποχής, δηλαδή ενός εξ ορισμού συντηρητικού ανθρώπου, που όμως αλλάζει φύλο. Μία πράξη φαινομενικά εκτός λογικής, σαν γροθιά στο μαχαίρι, ρηξικέλευθη και χωρίς επιστροφή. Επρεπε να συνυπάρχουν στον χαρακτήρα της, συνεπώς, τόσο ο συντηρητικός και συγκρατημένος πρώην λοχαγός, αλλά εξίσου και η γυναίκα που συνειδητά άλλαξε ζωή, αυτοεξορίστηκε και έλαμψε ως τραγουδίστρια. Να είναι ταυτόχρονα ο πρώην πατέρας αλλά κυρίως η γυναίκα που δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά της, ειδικά την κόρη της, και θέλει να πεθάνει στην πατρίδα της ως αυτό που επέλεξε να είναι. Επρεπε να είναι, ερμηνευτικά, συγκρατημένη, κρύβοντας τα τραύματα και τα συναισθήματά της, αφήνοντάς τα να διαφανούν μόνο μέσα από τις ρωγμές και τις σιωπές. Η Μπέττυ όχι απλώς ανταποκρίθηκε αλλά έλαμψε, κατά τη γνώμη μου, αποδίδοντας με λιτότητα αλλά και βαθύ συναίσθημα το πρόσωπο που υποδύθηκε. Πειθαρχημένη, εργατική, πανέξυπνη, έφερε σε πέρας έναν ρόλο εντελώς αντίθετο από τα βιώματά της, με την εξαίρεση ασφαλώς της μετάβασης φύλου.

Την Ελενα Τοπαλίδου την γνώριζα λίγο, καθώς είχαμε συνυπάρξει σε κάποια ντοκιμαντέρ που είχα κάνει για παραστάσεις στις οποίες έπαιζε. Δεν την είχα σκεφτεί εξαρχής. Όμως όταν την είδα στα υπέροχα «Μαγνητικά Πεδία» από το πρώτο κιόλας λεπτό σκέφτηκα ότι καμία άλλη δεν θα μπορούσε να κάνει τη μικρή Μάχη. Την επόμενη μέρα της τηλεφώνησα και ευτυχώς δέχτηκε. Η Ελενα κατάφερε με απίστευτο τρόπο να αποδώσει αυτόν τον φαινομενικά αλλόκοτο χαρακτήρα μιας ιδιόμορφης και εκρηκτικής κομμώτριας, βαθιά θρησκευόμενης, τραυματισμένης ψυχικά, που ακούει βαριά λαϊκά και καψουροτράγουδα, είναι απολιτικ αλλά ακουμπά συναισθηματικά στον χαμηλών τόνων αριστερό σύντροφό της, τον έξοχο Μανώλη Μαυροματάκη. Σε πλήρη αντίθεση από τη μεγάλη Μάχη. Στον αντίποδα. Η μικρή Μάχη είναι ένα πλάσμα γεμάτο αγάπη και τρυφερότητα. Και δεν το κρύβει. Ποτέ δεν σταμάτησε να λατρεύει τον πατέρα της, ούτε όταν έμαθε ως παιδί ότι έγινε γυναίκα. Εξίσου λατρεύει τον αδελφό της, δεν την ενδιαφέρει που αυτός είναι ακραίος εθνικιστής ενώ ο σύντροφός της ρομαντικός κομουνιστής παλιάς κοπής. Ισορροπεί τα πάντα ενώ προς τα έξω φαντάζει κουνημένη. Ουσιαστικά αποτελεί τον χαρακτήρα που κινητοποιεί την ψυχική και συναισθηματική εξέλιξη της δράσης. Ηταν εξαιρετικά δύσκολο αυτό που κατάφερε και το έκανε σαν παιχνιδάκι. Η Ελενα είναι μία ανεπανάληπτης ποιότητας ηθοποιός, ειδικά όταν της προσφέρεις πρωταγωνιστικό ρόλο. Γιατί είναι γεννημένη γι αυτό.

Είμαι ευγνώμων που είχα την τύχη να συνεργαστώ με την Μπέττυ και την Έλενα. Οπως είμαι επίσης ευγνώμων σε όλα τα μέλη μιας εξαιρετικής κινηματογραφικής ομάδας.

Θα αναφέρω, για λόγους οικονομίας χώρου, μόνο τον Κλαούντιο Μπολιβάρ στη φωτογραφία και την Δώρα Μασκλαβάνου στο μοντάζ που με βοήθησαν καθοριστικά σε όλα τα στάδια της ταινίας, τον Μιχάλη Σαμιώτη ως production designer και μάλιστα πολύ υψηλού επιπέδου, την Μυρτώ Δασκαρόλη ως σκηνογράφο, την Βασιλική Σύρμα στα κοστούμια, τον Παναγιώτη Σιμόπουλο στην οργάνωση παραγωγής την Γιώτα Σκουβαρά ως location manager, τον Αντώνη Σαμαρά στον ήχο, τον Κώστα Φυλακτίδη στο μιξάζ και ασφαλώς την Αποστολία Παπαϊωάννου που ήταν μία γενναία και με βαθιά ενσυναίσθηση παραγωγός, σε μία ταινία με πάρα πολλές δυσκολίες. Και ασφαλώς δεν ξεχνώ τους υπόλοιπους σπουδαίους ηθοποιούς που βοήθησαν καθοριστικά σε μικρότερους ρόλους, όπως ο Γιάννης Καρατζογιάννης, η Λυδία Φωτοπούλου, ο Άγγελος Παπαδημητρίου, η Michelle Valley, η Ράνια Οικονομίδου, η Αγγελική Παπαθεμελή, ο Δημήτρης Καταλειφός και η Υβόννη Μαλτέζου, ανάμεσα σε άλλες και άλλους.

Η ταινία είναι μία ανεξάρτητη παραγωγή, που χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, σημερινό ΕΚΟΜΕΔ, την ΕΡΤ και το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.


Δείτε εδώ το τρέιλερ της «Μάχης» του Ηλία Γιαννακάκη: