Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος γιορτάζουν την ελληνογαλλική φιλία, με τη διοργάνωση ενός εκτενούς αφιερώματος στην κοινή κινηματογραφική ιστορία των δύο χωρών.
Από τη γαλλική εμπειρία των Ελλήνων σκηνοθετών μέχρι την αμοιβαία αγάπη του γαλλικού και του ελληνικού κοινού για τις κινηματογραφικές παραγωγές των δύο χωρών, ο κινηματογράφος αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα του αδιάκοπου πολιτιστικού διαλόγου μεταξύ της Γαλλίας και της Ελλάδας.
Το αφιέρωμα αυτό ξεκινά επίσημα στο πλαίσιο του 21ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, όπου καλεσμένοι Έλληνες σκηνοθέτες θα παρουσιάσουν τις γαλλικές ταινίες της επιλογής τους: έργα που αγάπησαν, που τους σημάδεψαν ή τους ενέπνευσαν.
Τη σκυτάλη του αφιερώματος θα παραλάβει μετά η Ταινιοθήκη η οποία θα παρουσιάσει ένα πλούσιο πρόγραμμα ταινιών, σε τρεις θεματικές ενότητες. Η πρώτη θα παρουσιάσει ταινίες σταθμούς που σημάδεψαν τη σχέση μεταξύ της Ταινιοθήκης της Ελλάδος και της Γαλλικής Ταινιοθήκης, από τον Λανγκλουά στον Γαβρά, περνόντας από τον Ζαν Ρους και τον Κλοντ Μπερί. Η δεύτερη θα αναδείξει τις επιρροές του γαλλικού σινεμά στον ελληνικό κινηματογράφο με προβολές εμβληματικών ελληνικών ταινιών. Και αντίστοιχα η τρίτη ενότητα θα παρουσιάσει την απεικόνιση της Ελλάδας, τόσο της κλασικής όσο και της σύγχρονης, στο γαλλικό κινηματογράφο.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το 21ο Φεστιβάλλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας που θα διαρκέσει μέχρι και την Τετάρτη 14 Απριλίου στο επίσημο site του Φεστιβάλ και στην επίσημη σελίδα του στο Facebook. Γραφτείτε στο νέο newsletter του Φεστιβάλ για ακόμη περισσότερα νέα και εκπλήξεις.
Δείτε παρακάτω τις ταινίες που προβάλλονται online στο τμήμα «Ελλάς - Γαλλία συμμαχία» στο πλαίσιο του 21ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου και διαβάστε ή δείτε την παρουσίασή τους από τους Ελληνες σκηνοθέτες που τις επέλεξαν. Πατώντας πάνω στον τίτλο της κάθε ταινίας μεταφέρεστε στη σελίδα όπου μπορείτε να τη δείτε online.
Η Στέλλα Θεοδωράκη επιλέγει την «Περιφρόνηση» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ (1963)
Ο ταπεινός θεατρικός συγγραφέας Πολ Τζαβάλ εξελίσσεται σε πετυχημένο σεναριογράφο που ζει ευτυχισμένα μαζί με τη σύζυγό του, Καμίγ. Γράφει ένα σενάριο με θέμα την Οδύσσεια, που θα σκηνοθετήσει ο Φριτζ Λανγκ, σε παραγωγή του Αμερικανού Τζέρεμι Προκός. Ενώ ο πρώτος θέλει να γυρίσει μια ταινία ψυχολογικού χαρακτήρα, ο δεύτερος θέλει μια επική ταινία. Οσο για τον Paul, που νοιάζεται πάνω απ' όλα για τα οικονομικά του προβλήματα, κολακεύει και τους δύο, ενθαρρύνοντας μέχρι και το φλερτ που ξεκινά ο Τζέρεμι με την Καμίγ.
Ανάμεσα στις ταινίες που μ’ εντυπωσίασαν και με τάραξαν στα φοιτητικά μου χρόνια είναι Η Περιφρόνηση του Γκοντάρ, από το βιβλίο του Μοράβια. Ίσως γιατί είχα μια δυσκολία να κατανοήσω πως όταν αγαπάς τον άλλο “totalement” και “tragiquement”, μπορεί στη συνέχεια και να τον περιφρονείς. Το συνειδητοποίησα ακόμη περισσότερο, όταν κάποια στιγμή αργότερα η ταινία έγινε σημείο αναφοράς σ’ ένα έργο μου. Ηρθε φυσικά χωρίς πρόβλεψη, σαν τα συναισθήματα της Καμίγ που η περιφρόνηση έρχεται σαν το κρύο ή τη ζέστη.
Ένας επιπλέον λόγος της αγάπης μου γι’ αυτήν την ταινία είναι πως όταν η πολιτική στάση ενός δημιουργού μετατρέπεται σε συναίσθημα, προκαλεί μια ενεργοποίηση του θεατή, της σκέψης του και των αισθήσεών του ιδιαίτερα καθαρτική. Στο σινεμά δεν υπάρχουν στεγανά. Σ’ έναν τρόπο έκφρασης όλα συμπλέκονται μεταξύ τους. Η ζωή είναι μία και μόνη. Και σ’ αυτήν τη μία ζωή ο Οδυσσέας μπορεί να κάνει παρέα με τον Φριτς Λανγκ που προτιμάει το “Μ” le Maudit απ’ όλες τις ταινίες του. Να σκηνοθετεί το έργο ενός παραγωγού με έπαρση, που δεν τον δημιούργησαν οι Θεοί, αφού ο άνθρωπος είναι αυτός που τους δημιούργησε.
Η Καμίγ μπορεί να εμπνέει το σύντροφό της συγγραφέα Πολ, που η παιδική σχεδόν ανάγκη του για αυτοεπιβεβαίωση τον καθιστά τραγικό ήρωα. Ακόμη κι όταν η συμπεριφορά του παραπέμπει σε μια αδιόρατη κοινωνική εκπόρνευση, αναρωτιέται γιατί η απρόβλεπτη γοητευτική Καμίγ τον περιφρονεί.
Πρόσωπα χαμένα σ’ένα τοπίο ξένο που αντικαθιστούν το ελληνικό χαμόγελο της κατανόησης και της πιθανής ειρωνείας των αγαλμάτων, μ’ ένα σύγχρονο αβέβαιο περιφρονητικό χαμόγελο. Ο θάνατος όμως δεν είναι η λύση, όταν υπάρχει το βλέμμα του Οδυσσέα που χάνεται στην απεραντοσύνη της θάλασσας επιστρέφοντας στην πατρίδα του.
Κι ύστερα έρχεται ανεξίτηλη στα όνειρά μου η εικόνα της κόκκινης βίλας Μαλαπάρτε, δίπλα στο μπλε της θάλασσας και στο κίτρινο του ήλιου, με τα σκαλιά φυτεμένα στα βράχια και την “ανεμοδαρμένη” μουσική του Ντελερί, που σου θυμίζει συνεχώς τη δύναμη του σινεμά που τ’ αγκαλιάζει όλα .“Δεν θα σου πω ποτέ γιατί σε περιφρονώ” ! Αυτό το αδιόρατο όριο ανάμεσα στον έρωτα και στην αποδοχή του χρήματος, που διαβρώνει τον έρωτα, την τέχνη, τη ζωή... “Αστείο παιχνίδι που είναι η ζωή”, όπως λέει και ο Γκοντάρ.
Ο Σύλλας Τζουμέρκας επιλέγει τον «Αγνωστο της Λίμνης» του Αλέν Γκιροντί (2013)
Καλοκαίρι. Κρυμμένο στις όχθες μιας λίμνης, ένα μέρος όπου φλερτάρουν άντρες. Ο Φρανκ ερωτεύεται τον Μισέλ, έναν άντρα όμορφο, ισχυρό και θανατηφόρα επικίνδυνο. Ο Φρανκ το ξέρει, αλλά θέλει να ζήσει αυτό το πάθος.
Η Αθηνά Τσαγγάρη επιλέγει το «A Nos Amours» του Μορίς Πιαλά (1983)
Η Σουζάν είναι δεκαπέντε χρονών και ζει τη ζωή ενός κοριτσιού της ηλικίας της. Εχει ένα κύκλο φιλενάδων, κορίτσια λυκείου σαν κι αυτή με γονείς του ιδίου οικογενειακού υπόβαθρου, τεχνίτες και έμποροι που εργάζονται σκληρά και δεν έχουν το χρόνο να αφοσιωθούν στα παιδιά τους. Τα κορίτσια δεν μοιράζονται απλά τα φλερτ και τις ιστορίες τους, αλλά αναδημιουργούν αυτό που δεν έχουν: μια στοργική οικογένεια.
Ο Γιάννης Οικονομίδης επιλέγει το «Δεν Φιλώ στο Στόμα» του Αντρέ Τεσινέ (1991)
Ο Πιερ δεν είχε ως στόχο να κατακτήσει το Παρίσι όταν εγκατέλειψε τον τόπο που γεννήθηκε στη Νοτιοδυτική Γαλλία, αλλά να ζήσει απλά τη ζωή του στην πρωτεύουσα, μακριά από τα δεσμά και τις συμβάσεις. Για να ζήσεις τη ζωή σου βέβαια, σημαίνει πως πρώτα πρέπει να την κερδίσεις. Οταν όμως έχεις ένα δίπλωμα τραυματιοφορέα ως μοναδική αποσκευή, είναι δύσκολο. Ευτυχώς, ο Πιερ είναι επινοητικός και πονηρός· διαθέσιμος και χωρίς προκαταλήψεις. Από τους διαδρόμους ενός νοσοκομείου μέχρι τα σαλόνια μιας κάποιας παρισινής διανόησης, θα γνωρίσει ένα σύμπαν τρυφερότητας ή και βίας, ανθρώπους που θα αλλάξουν την οπτική του για την ύπαρξη.
Η Ευαγγελία Κρανιώτη επιλέγει τον «Σταθμό Αποχαιρετισμού» του Κρις Μαρκέρ (1962)
Ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει επεκταθεί σε όλη τη γη. Η ραδιενέργεια διαχέεται. Μοναδική σωτηρία αποτελεί η φυγή μέσα στο χρόνο, είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον. Οι επιστήμονες εργάζονται στα υπόγεια στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο πρωταγωνιστής θα ζήσει, πριν το δραματικό τέλος του, μια ιστορία αγάπης με μια γυναίκα από άλλο χωροχρόνο.
Ο Πάνος Χ. Κούτρας επιλέγει τη «Μουσέτ» του Ρομπέρ Μπρεσόν (1967)
Η Μουσέτ, μια λιγομίλητη έφηβη με πατέρα αλκοολικό και μητέρα βαριά άρρωστη, ζει μέσα στη μοναξιά. Ενα βράδυ µε καταρρακτώδη βροχή, χάνεται στο δάσος καθώς επιστρέφει από το σχολείο στο σπίτι. Εκείνο το βράδυ την φιλοξενεί ο Αρσέν, ένας λαθροκυνηγός, ο οποίος την κακοποιεί. Επιστρέφοντας στο σπίτι, η μητέρα της Μουσέτ πεθαίνει, πριν προλάβει η μικρή να της εκμυστηρευτεί αυτό που της συνέβη...
Mouchette (1967): Μία πανκ ταινία
Στην μακρά σχέση μου με το σινεμά του Ρομπέρ Μπρεσόν (αλλά και τον ίδιο, αφού η μοίρα με έφερε να νοικιάσω ένα διαμέρισμα που ανήκε στην γυναίκα του στην rue Dauphine 11, εν μέσω των ταραγμένων 80s), η «Μουσέτ» έχει μια ξεχωριστή θέση.
Ήταν η ταινία του με την οποία, σαν έφηβος πανκ τότε, ταυτίστηκα περισσότερο απ’ όλες του.
Αυτή που κατάλαβα βαθιά χωρίς να την πολυσκεφτώ, αυτή με την οποία έκλαψα αβίαστα, αγανάκτησα και αποφάσισα για ακόμα μια φορά πως στην ζωή μου θα έκανα σινεμά.
Η «Μουσέτ» εξέφρασε τότε όλα αυτά που προσπαθούσαμε να πούμε και δεν μπορούσαμε γιατί δεν είχαμε τις λέξεις ακόμα. Έφηβοι χωρίς κατανόηση από τους άλλους, γκέι χωρίς δικαιώματα, κορίτσια χωρίς φωνή….
Δεύτερη ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν βασισμένη σε μυθιστόρημα του Ζορζ Μπερνανός, μετά το «Ημερολόγιο Ενός Επαρχιακού Εφημέριου», η «Μουσέτ» είναι το πορτρέτο μιας τραγικής ενηλικίωσης στη συσκευασία μιας βιβλικής πανκ παραβολής.
Ακριβώς όπως οι μεγαλύτεροι ήρωες στην φιλμογραφία του - ο Εφημέριος στο «Ημερολόγιο Ενός Επαρχιακού Εφημέριου», ο Μισέλ στο «Pickpocket», ο Φοντέν στο «Ένας Καταδικασμένος σε Θάνατο Δραπέτευσε», η Ιωάννα της Λωραίνης στη «Δίκη της Ζαν ντ’ Αρκ», ο γάιδαρος Μπαλταζάρ στο «Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ», η Μουσέτ είναι κι αυτή μόνη, εγκλωβισμένη σε μια οικογένεια από την οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποδράσει, θύμα του αλκοολισμού, της εξαθλίωσης και του bullying που δέχεται στο σχολείο από τα υπόλοιπα κορίτσια που την κοροϊδεύουν τα υπερμεγέθη τσόκαρά της και τα αχτένιστα μαλλιά της. (Η απόλυτη πανκ εικόνα για την εποχή.)
Ενσάρκωση ενός ακόμη «Ιησού» που - στο δρόμο προς την πανανθρώπινη θυσία του και τη «χάρη» - κουβαλά πάνω στο εφηβικό σώμα της το βάρος όλου του κόσμου, η Μουσέτ θα γίνει κόρη, μητέρα κι ερωμένη με τον πιο βίαιο, αποτρόπαιο, κακοποιητικό τρόπο, δέσμια μιας πατριαρχικής κοινωνίας, ένα χαμένο κορίτσι που δεν θα προλάβει ποτέ να γίνει γυναίκα. Η «εκδίκηση» της δεν θα γίνει με συμβατικούς όρους, αλλά σαν μια γνήσια πράξη από το μεγάλο βιβλίο του πανκ: με την αυθάδεια και την περιφρόνηση της νεότητας, με την οργισμένη «μόνη εναντίον όλων» θέση της απέναντι στη ζωή, με την αφοπλιστική αθωότητα που εμπεριέχει τελικά η αποδοχή του θανάτου.
«Δεν χρειάζεται να τρέχεις πίσω από την ποίηση. Τα καταφέρνει να εισχωρεί μόνη της μέσα από τις χαραμάδες», θα έγραφε o Ρομπέρ Μπρεσόν στις πολύτιμες «Σημειώσεις Πάνω στον Κινηματογράφο» του που εκδόθηκαν το 1975.
Ιδανική περιγραφή για κάθε του ταινία, ιδανικότερη όμως για τη «Μουσέτ» που σε κάθε της πλάνο νιώθεις σχεδόν σωματικά την επίθεση μιας παραβολής που μοιάζει την ίδια στιγμή με προσευχή, επανάσταση και με την ιστορία του κόσμου από την αρχή.
Ο Χρήστος Νίκου επιλέγει τους «Εραστές της Γέφυρας» του Λεός Καράξ (1991)
Ο Αλεξ ζει στο Παρίσι, στην γέφυρα Pont Neuf, μαζί με τον Χανς, τον ηλικιωμένο σύντροφό του που τον βοηθά να κοιμηθεί. Η «ήσυχη» ζωή τους διαταράσσεται από την άφιξη της Μισέλ. Η Μισέλ χάνει την όρασή της και ο Αλεξ ανακαλύπτει την αγάπη. Μαζί, θα ζήσουν, θα γελάσουν, θα πιούν, θα χορέψουν με τον ρυθμό των παριζιάνικων ορχηστρών και κάτω από τα φώτα των εορτασμών των διακοσίων χρόνων από τη Γαλλική Επανάσταση.
Η Εύα Στεφανή επιλέγει το «Στην Τύχη ο Μπαλταζάρ» του Ρομπέρ Μπρεσόν (1966)
__Ο Μπαλταζάρ είναι το «κλοτσοσκούφι», το θύμα. O καθένας από τους αφέντες του ενσαρκώνει ένα ελάττωμα της ανθρωπότητας και με κάθε έναν από τους αφέντες του, ο Μπαλταζάρ θα υποφέρει έναν διαφορετικό πόνο. Αυτό που σκέφτεται, κανείς δεν το γνωρίζει. Αλλά έχει το μάτι ενός δικαστή. Η γαλήνια ζωή του αντιβαίνει στη ταραχώδη ύπαρξη των ανθρώπων. Τελικά πεθαίνει, επειδή φέρει την αμαρτία τους: τον χρυσό που του φόρτωσαν λαθρέμποροι στο δρόμο τους προς τα ισπανικά σύνορα.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το 21ο Φεστιβάλλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας που θα διαρκέσει μέχρι και την Τετάρτη 14 Απριλίου στο επίσημο site του Φεστιβάλ και στην επίσημη σελίδα του στο Facebook. Γραφτείτε στο νέο newsletter του Φεστιβάλ για ακόμη περισσότερα νέα και εκπλήξεις.