Το να αγαπάς τον άνθρωπο, παρόλο που τον κοιτάς κατάματα αποτυπώνοντας όλες τις αδυναμίες, τις ανασφάλειες και τις ατέλειες του, δεν είναι μία ποιότητα ξεχωριστή από όλα αυτά που σε κάνουν μεγάλο κινηματογραφιστή. Κι ο Χιροκάζου Κόρε-Εντα αποδεικνύει ταινία με ταινία, ότι διαθέτει μία συγκινητική φυσική ευγένεια κι έναν βαθύ ανθρωπισμό που δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο ακόμα και τον θεατή που τελικά θα καταλήξει να μην του αρέσουν τα φιλμ του.
Στο «Our Little Sister», την τέταρτη ταινία της φιλμογραφίας του («Like Father, Like Son», «Nobody Knows», «I Wish»), ο Κόρε-Εντα διασκευάζει τη νουβέλα του manga artist Ακόμι Γιοσίντα «Diary of a Seaside Town», ακολουθώντας τις ζωές 4 αδελφών που εγκαταλειμένες (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) από τους γονείς τους, συνθέτουν μία εναλλακτική οικογένεια.
Οι αδελφές Κόντα (η μεγάλη και συνετή Σάκι, η επιπόλαιη Γιοσίνο και η εκκεντρική Τσίκα) ζουν ακόμα στο πατρικό, παλιό σπίτι της γιαγιάς τους στην ιστορική παραθαλάσσια πόλη της Καμακούρα - μία ώρα με το τρένο από το Τόκιο. Οταν φθάνουν τα νέα ότι ο πατέρας τους πέθανε, τα παιδικά τραύματα ανασύρονται: ο πατέρας τους είχε παρατήσει την μητέρα τους για μία άλλη γυναίκα, όταν εκείνες ήταν πολύ μικρές, και η οικογένεια τότε διαλύθηκε. Η μητέρα τους έφυγε και η ίδια για να ξεχάσει και να ξεχαστεί, αφήνοντας τις κόρες της στη γιαγιά, ο πατέρας έκανε άλλη μια κόρη με την νέα του οικογένεια - την μικρή τους αδελφή, Σούζου. Η Σάκι, αναγνωρίζοντας ότι το 13χρονο κορίτσι είναι αίμα τους κι έχει μείνει κι αυτό μόνο στη ζωή, καλεί την Σούζου να έρθει να μείνει μαζί τους στην Καμακούρα. Κι έτσι ξεκινά η πορεία τεσσάρων κοριτσιών που τους ενώνει κάτι παραπάνω από το κοινό τους DNA: η υπόσχεση που δίνει η κάθε μία στον εαυτό της για επούλωση, κόψιμο του ομφάλιου λώρου, προσωπική ευτυχία.
Ο Κόρε-Εντα κινηματογραφεί γοητευτικά την τόσο φωτογενή πόλη της Καμακούρα (χρησιμοποιώντας ξανά τον πιστό του διευθυντή φωτογραφίας Τακιμότο Μικίγια), η τρυφερότητά του όμως είναι ακόμα πιο ανεξάντλητη κάθε φορά που συλλαμβάνει την καθημερινότητα των 4 αδελφών. Τις παρακολουθεί στις μικρές τους ανεπαίσθητες κινήσεις, τις συνομιλίες τους για το τίποτα, τα εκτενή τους γεύματα, σε μεσαία γενναιόδωρα πλάνα που αποτυπώνουν την μεταξύ τους χημεία, την εκφραστικότητα, τις μικρές στιγμές που μας κάνουν ανθρώπους.
Μέσα από την κάμερά του που παρατηρεί, αλλά και σε στιγμές απογειώνει το λυρισμό (μια βόλτα με ποδήλατο κάτω από τις κερασιές, μία νύχτα με πυροτεχνήματα, οι τέσσερις κοπέλες να περπατούν στην παραλία) σχηματίζεται όχι μόνο στην οθόνη αλλά και στις καρδιές μας μία βαθιά ενδοσκόπηση της ανθρώπινης κατάστασης - πώς οι ενήλικες μπορεί να χαράξουν ανεξίτηλα τις παιδικές καρδιές με βάσανα που τα παιδιά οφείλουν να αποτινάξουν και να βρουν στην μεταξύ τους αγάπη την ελπίδα για το μέλλον.
Οι αδελφές θυμίζουν τις αδελφές του Τσέχοφ, χωρίς όμως τη βαριά ατμόσφαιρα του ρωσικού αδιέξοδου, ή τη βαλκανική μελαγχολία των έργων του σπουδαίου συγγραφέα. Αντιθέτως, η κινηματογράφηση του Κόρε-Εντα είναι τόσο ανάλαφρη, αβίαστη, αέρινη που τα κορίτσια του τα αγαπάς, θέλεις να τα χαζεύεις, κοιτάς την μεγάλη οθόνη χαμογελαστά και με την καρδιά σου ανοιχτή.
Το μόνο πρόβλημα που συναντά κανείς, όπως πάντα στις ταινίες του δημιουργού, είναι ο ρυθμός: υπάρχουν αφηγηματικές κοιλιές, ένας περιττός θαρρείς ενδιάμεσος χρόνος, μία επαναλαμβανόμενη λούπα συναισθηματικών παρατηρήσεων που θα μπορούσε να λείπει, ώστε να παραδώσει ένα σφιχτό, επικεντρωμένο δράμα που με οικονομία θα μετέφερε το οικουμενικό μήνυμά του. Του το συγχωρούμε με όλη μας την καρδιά - αυτή που για ακόμα μία φορά άγγιξε.
Διαβάστε ακόμα:
Κάννες 2013: ο συγκινητικός Χιροκάζου Κόρε-Εντα εξομολογείται στο Flix