Μασχάντ, Βόρειο Ιράν, 2001. Ενας serial killer που υπογράφει ως «αράχνη» διαπράττει μία σειρά από δολοφονίες ιερόδουλων, μάλιστα με τον ίδιο τρόπο: τις στραγγαλίζει με τη μαντήλα τους. Μετέπειτα, παίρνει τηλέφωνο έναν δημοσιογράφο αστυνομικού ρεπορτάζ και του αποκαλύπτει που θα βρουν το νέο πτώμα. Κάθε φορά, ο δολοφόνος τονίζει ότι είναι σε αποστολή από τον Αλλάχ: να καθαρίσει ο τόπος από τις βρωμιάρες. Μία δυναμική δημοσιογράφος καταφθάνει από την Τεχεράνη για να διερευνήσει την υπόθεση και βάζει τον εαυτό της ως δόλωμα. Κι ό,τι ακολουθεί ξεπερνά την κινηματογραφική φαντασία.
Οχι, όπως θα περίμενε κανείς. Ο Αλί Αμπάσι μάς φανερώνει τον δολοφόνο αρκετά νωρίς στην ταινία. Είναι ένας «ηθικός» οικοδόμος, πιστός σύζυγος και οικογενειάρχης, ο οποίος έχει βίαια ξεσπάσματα και στη δουλειά και στο σπίτι. Αλλά τίποτα το «παράξενο», τίποτα που η βαθιά πατριαρχική κοινωνία του Ιράν δεν θεωρεί αποδεκτό. Οχι, το μεγαλύτερο σοκ της ταινίας είναι πώς αντιμετωπίζουν ιρανικός λαός και φανατικοί μουσουλμάνοι τον δολοφόνο - ως εγκληματία ή ως θρησκευτικό ήρωα; Ή μήπως ως άγιο - «Holy Spider»;
Ο Αλι Αμπάσι επιστρέφει στις Κάννες (μετά το «Border») για να διεκδικήσει τον Χρυσό Φοίνικα με ένα πολύ διαφορετικό σκηνοθετικό στιλ από ό,τι μάς έχει συνηθίσει. Ο μαγικός ρεαλισμός της προηγούμενης ταινίας δίνει τη θέση του στον σκληρό, βίαιο ρεαλισμό. Το γοητευτικό παραμυθένιο σύμπαν του «Border» έχει αντικατασταθεί από τις άθλιες φτωχογειτονιές του Μασχάντ, όπου γυναίκες αφήνουν τα παιδιά τους να κοιμούνται σε παραπήγματα, βάφονται σε τουαλέτες φαστφουντάδικων και βγαίνουν στους δρόμους να κάνουν πιάτσα. Ο Αμπάσι κρατά την κάμερα σε σφιχτά κοντινά και μάς αναγκάζει να δούμε κάτω από τη μαντήλα, κάτω από το φτηνό μακιγιάζ τους, κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Αν κανείς μάλιστα διαθέτει γνώση της γλώσσας, θα καταλάβει ότι οι γυναίκες μιλούν μία διάλεκτο των Αφγανών προσφύγων. Αυτές οι γυναίκες είναι στη χειρότερη οικονομική κατάσταση και καταφεύγουν στην πορνεία. Και το φτηνό όπιο για να δραπετεύσουν της μιζέριας, της πενίας, του τραύματος.
Ο Αμπάσι δεν χαρίζεται ούτε στις σκηνές των δολοφονιών. Η βαρβαρότητα των γυναικοκτονιών αποτυπώνεται ξεκάθαρα και σε στιγμές θες να αποστρέψεις το βλέμμα από την αβάσταχτη εικόνα. Ομως για να μπορέσει να συζητηθεί ανοιχτά ένα τέτοιο θέμα πρέπει να σοκάρει. Αυτό μάς βρίσκει σύμφωνους. Επίθεση στις αισθήσεις, ώστε να ξυπνήσει η κλινική ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας που κρατά τις γυναίκες υποταγμένες ως σκλάβες - κάτω από το τσαντόρ, κάτω από την ανδρική γροθιά, κάτω από το χαλάκι της θρησκείας.
Εκεί που ο Αμπάσι χάνει τις ισορροπίες είναι στο πόσο υπογραμμίζει, πόσο αναλύει το μήνυμα. Πόσο διδακτικός γίνεται σε μια ταινία που δεν θα το χρειαζόταν. Είναι σαν να αναιρεί τη δύναμη της εικόνας του, να αμφιβάλει για το αν θα μεταφραστεί ηχηρά η κινηματογραφική γλώσσα.
Εξαιρετικές οι ερμηνείες των ηθοποιών του, ειδικά αυτή του (διάσημου στο Ιράν) Μεχντί Μπαλεστανί που φορά το ανδρικό δικαίωμα στο πέτο και παίζει το δολοφόνο γήινα, χαμηλότονα - δεν καταφεύγει στην ευκολία της παράνοιας. Και η Ζαρ Αμίρ Εμπραχίμι είναι δυνατή ερμηνευτικά, αν κι ο ρόλος της πεισματάρας, δυνατής, ανεξάρτητης ρεπόρτερ δεν ξεφεύγει από κάποια εύκολα κλισέ.
Το πιο δυνατό χαρτί του Αμπάσι είναι το πώς αντιπαραθέτει τον υπόλοιπο κόσμο στον εγκληματία, ανοίγοντας έναν τεράστιο διάλογο για το ποιος είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια γυναίκα στον ισλαμικό κόσμο: ένας δολοφόνος που μπορεί να συναντήσει (ή όχι) κάποια στιγμή ή μία συστημικά μισογυνική κοινωνία την οποία πρέπει να αντιμετωπίζει καθημερινά;