Παρίσι, σήμερα. Εξω από την εκκλησία Saint-Sulpice έχει κατασκευαστεί ένα μεγάλο συντριβάνι, κατ΄εικόνα και καθ'ομοίωση της Fontana di Trevi. H λευκή κάμπριο Lancia που οδηγούσε ο Μαρτσέλο είναι παρκαρισμένη μπροστά, κι απέναντι φώτα, ανεμιστήρες τεχνητού αέρα και δεκάδες βοηθοί περιμένουν την Κιάρα Μαστρογιάνι να τελειοποιήσει το μακιγιάζ της και να βγει από το τρέιλερ της για να αρχίσει η φωτογράφηση. Ντυμένη σαν την εμβληματική φιγούρα της Aνίτα Εκμπεργκ, με μαύρο μακρύ φόρεμα και ξανθιά περούκα η Κιάρα ακολουθεί τις οδηγίες της φουριόζας για να μη χάσει το φως Ισπανίδας φωτογράφου, μπαίνει στο νερό, παίζει με το νερό, σκαρφαλώνει τα μάρμαρα, τινάζει τα μαλλιά της, κουνάει τα χέρια της. Η φωτογράφος ουρλιάζει: «πες το, πες το, κάλεσε τον Μαρτσέλο σου....» Η βρεγμένη σα γατί, ξεβαμμένη, ξεμαλλιασμένη, λερωμένη Κιάρα κοιτά το φακό και φωνάζει «Marcello, mio» ενώ νερά (και δάκρυα;) τρέχουν στο πρόσωπό της.
Η γελοιότητα της στιγμής είναι η ζωή της Κιάρα Μαστρογιάνι. Ναι, είναι η κόρη ενός iconic, μυθικού ζευγαριού -της Κατρίν Ντενέβ και του Μαρτσέλο Μαστρογιάνι- αλλά στα 52 της χρόνια, με 32 από αυτά προσωπικής καριέρας, θα ήθελε να πιστεύει ότι είναι πολλά περισσότερα: ο εαυτός της. Αυτό απαντά και στην Νικόλ Γκαρσιά, η οποία την φωνάζει για να περάσει ακρόαση («μαμά, ποια ήταν η τελευταία φορά που για να πάρεις ρόλο έπρεπε να περάσεις ακρόαση;» αποστομώνει την Ντενέβ που τη συμβουλεύει να μην αγχώνεται) για τη νέα της δραμεντί, δίπλα στον Φαμπρίς Λουκινί. Οταν το ζευγάρι των ηθοποιών ολοκληρώνουν την σκηνή τους, η Γκαρσιά δεν είναι ευχαριστημένη από την Κιάρα. «Θα ήθελα να παίξεις την ηρωίδα ως... Μαστρογιάνι, και λιγότερο ως Ντενέβ». «Νόμιζα ότι ήθελες να παίξω ως Κιάρα, αλλά τέλος πάντων...»
Τα δύο περιστατικά την κλονίζουν. Κοιτάει τον καθρέφτη της κι ο πατέρας της είναι εκεί - το πρόσωπό του, στο πρόσωπό της. Τον Μαρτσέλο θέλουν; Μαρτσέλο θα γίνει. Φοράει το μαύρο κοστούμι, τα κοκκάλινα γυαλιά και το καπέλο του και ξεκινάει μία Οδύσσεια - από το Παρίσι στη Ρώμη και πίσω, όπου μιλά, χαμογελά, συναναστρέφεται και περπατά στα βήματα του. Συναντιέται με κάποιους που τον γνώρισαν, σημαντικούς και φευγαλέους, συνεργάτες και ερωμένες μιας νύχτας. Περνάει από τα μέρη που σύχναζε, τα ξενοδοχεία που έμενε, τα μπαρ που έπινε. Παραγγέλνει το ουίσκι του, καπνίζει τα τσιγάρα του, μειδιά με το ύφος του, τραγουδά τα τραγούδια του. Επιστρέφει στο σπίτι στο Παρίσι που μεγάλωσε (η Μαρία Κάλας έμενε στον κάτω όροφο και την άκουγε ανάμεσα στα σανίδια να τραγουδά τις άριές της) κι αντιμετωπίζει την Ντενέβ σε κουβέντες που το ζευγάρι δεν τόλμησε να κάνει ποτέ.
Η Κιάρα Μαστρογιάνι είναι η μούσα του Κριστόφ Ονορέ. Κι εδώ ο Γάλλος σκηνοθέτης («Οι Χτύποι της Καρδιάς μου», «Μια Νύχτα Μαγική», «Τα Τραγούδια της Αγάπης», «Επιστροφή στο Παρίσι») θέλει να την κρύψει κάτω από όσα τη βαραίνουν, για να την αποκαλύψει. Ως προσπάθεια να δειξει τον ελέφαντα στο δωμάτιο («Κιάρα, είσαι nepo baby»), να τον ξορκίσει, να τον πάρει από τους ώμους της.
Την πλαισιώνει με τα πραγματικά πρόσωπα της ζωής της: η Ντενέβ είναι η Ντενέβ, ο πρώην σύντροφός της Μπενζαμέν Μπιολέ είναι ο Μπενζαμέν Μπιολέ, ο πρώτος της έρωτας Μελβίλ Πουπό, επίσης. Βρίσκονται απέναντί της και δίπλα της, συγκρούονται με την ίδια, αλλά και τη φιγούρα του πατέρα της. Πώς άλλωστε; Ποιος την πλησίασε σ' αυτή τη ζωή, ποιος την αγάπησε και δεν αγκάλιαζε και το εκτόπισμα των γονιών της;
Υπάρχουν κάποιες ωραίες ιδέες στην ταινία, υπάρχουν και στιγμές βαθιά συγκινητικές. Η Κιάρα-Μαρτσέλο να ομολογεί στο πίσω μέρος ενός ταξί, βγάζοντας το κεφάλι της στο παράθυρο σαν μελαγχολικό κουτάβι στο νυχτερινό Παρίσι, ότι θα προτιμούσε οι γονείς της να ήταν παντρεμένοι στην αληθινή ζωή κι όχι σε 3 ταινίες. Ή όταν η Ντενέβ ομολογεί πόσο την σπάραξαν τα ψέματα και οι απιστίες του. Υπάρχει ένα έκδηλο παιχνίδι του μπρος και πίσω από τις κάμερες - το παιχνίδι με τις ταινίες του Μαστρογιάνι, οι κρυμμένες αναφορές για όσους θέλουν να τις αναγνωρίσουν. Η μαγεία του σινεμά, ο μύθος των πρωταγωνιστών, η πραγματική ζωή που έκρυβε προδοσία και πόνο, η λάμψη, η κληρονομιά, το βάρος, το προνόμιό της. Υπάρχει και μία -αμήχανη- queer υπόκλιση - στην μεταμόρφωση εαυτού, στην αντιμετώπιση των άλλων, στην αποδοχή, την επιφύλαξη, την απόρριψη.
Ο Ονορέ κρατά τον τόνο κωμικό, φωτίζει σκηνές με τον γνωστό του πανοραμίκ ρομαντισμό, αφήνεται στον τραγέλαφο, ρίχνει τους ηθοποιούς του στα βαθιά μίας (όχι επιτυχημένης) φάρσας.
Πάνω από όλα, αφήνει την Κιάρα να αναμετρηθεί ψυχαναλυτικά με τα φαντάσματα, που τη στοιχειώνουν, που την οργίζουν, που λατρεύει, που την ευνούχισαν, που την προίκισαν. Και κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ενώ η ταινία υπόσχεται να την προστατέψει, την αφήνει και πάλι εκτεθειμένη. Να πρέπει να απαντήσει σε εμάς τους θεατές για το αν τής επιτρέπεται, σήμερα στου δρόμου τα μισά, να αναζητά ταυτότητα, εκείνη ένα «nepo baby» της κινηματογραφικής αριστοκρατίας.
Μπες στο νερό Κιάρα και χαμογέλα στο φακό - η ζωή σου είναι γλυκιά.