Μετά το «Plaire, Aimer et Courir Vite», ο Κριστόφ Ονορέ επιστρέφει με μια «ταινία δωματίου», αφοπλιστικά διασκεδαστική, ελαφρώς πικρή μα ξεκάθαρα τρυφερή και χαριτωμένη. Αν εκείνο το φιλμ είχε την αίσθηση μιας μεγαλόπρεπης κινηματογραφικής σύνθεσης γεμάτης βάθος, το «Chambre 212» μοιάζει με ένα ελαφρύ divertimento, ένα ανάλαφρο κομμάτι δωματίου.

H Μαρία (Κιάρα Μαστρογιάνι), μια καθηγήτρια της νομικής κι ο άντρας της Ρισάρ (Μπενζαμίν Μπιολέι), ένας απογοητευμένος μουσικός, είναι παντρεμένοι εδώ και είκοσι χρόνια και η κοινή τους ζωή ακόμη κι αν δεν υπολείπεται αγάπης, μοιάζει με αυτή δυο αδελφών όπως την περιγράφει εκείνη. Ομως η τακτοποιημένη συνυπαρξή τους θα διαταραχθεί, όταν ο Ρισάρ ανακαλύψει στο κινητό της μια σειρά από μηνύματα από τον εραστή της -ή καλύτερα τον τελευταίο εραστή της- και η συζήτηση για τη σχέση τους θα οδηγήσει τη Μαρία να περάσει τη βραδιά στο ξενοδοχείο απέναντι από το σπίτι τους.

Και θα είναι εκεί όπου θα δεχτεί την απροσδόκητη επίσκεψη του νεαρού Ρισάρ (Βενσάν Λακόστ), όπως τον γνώρισε στα είκοσί του, αλλά και της δικής του πρώτης αγάπης και της (νεκρής) μητέρας της, των εραστών της από το παρελθόν, αλλά ακόμη και της θέλησής της, με τη μορφή ενός μεσήλικα άντρα με λεοπάρ σακάκι που θυμίζει τον Σαρλ Αζναβούρ.

Και κάπως έτσι, ανάμεσα στο μπουρλέσκ, μια σκαμπρόζικη φάρσα, μέσα σε απόηχους από το «Μια Υπέροχη Ζωή» και τις κομεντί του παλιού Χόλιγουντ, με τη βοήθεια μπόλικης μουσικής, του γοητευτικού set design και με το καστ να δείχνει να το διασκεδάζει, ο Ονορέ θα στήσει ένα μικρό μα αξιαγάπητο φιλμ δωματίου, εξαιρετικά στιλιζαρισμένο, ηθελημένα «τεχνητό», αφού οι «ραφές» του πατρόν του θέλει να φαίνονται, μα τελικά, αφοπλιστικά διασκεδαστικό.

Το «Chambre 212» έχει την ελαφρότητα μιας μεγάλης κουταλιάς σαντιγί και αφήνει την αίσθηση ότι δεν είναι ακριβώς σίγουρο πώς να συνδέσει όλα τα στοιχεία του σε κάτι μεγαλύτερο και πιο βαθύ, αλλά ακόμη κι έτσι δεν φοβάται να αντιμετωπίσει μερικές σκληρές αλήθειες για τις σχέσεις, τις ρουτίνες, τα μεγαλα «κι αν;» στην ζωή του καθενός μας με ειλικρίνεια και ανοιχτή καρδιά.

Ο Ονορέ, ακόμη κι όταν ενδιαφέρεται περισσότερο απ΄όλα να παίξει με τη φόρμα, τα είδη και τους ηθοποιούς του, δεν παύει να είναι ένας γεμάτος ακρίβεια παρατηρητής της ανθρώπινης κατάστασης, κάτι που κάνει κι εδώ με κέφι και χαλαρότητα. Στήνοντας στην πορεία μερικές αληθινά γοητευτικές στιγμές και κατορθώνοντας να κάνει ακόμη και το «Could It Be Magic» του Μπάρι Μάνιλοου να ακούγεται σαν κάτι βαθύτερο και γεμάτο επίπεδα.