Είναι νύχτα στην πολύβουη Μουμπάι. Η Πράμπα, μόνη στην κουζίνα, σιωπηλά, βγάζει από την κρυψώνα του το αντικείμενο που έχει βιαστικά καταχωνιάσει. Είναι ένας μεγάλος, γυαλιστερός, στρογγυλός, κόκκινος βραστήρας ρυζιού. Της τον έχει στείλει από τη Γερμανία ο σύζυγος που παντρεύτηκε κι αμέσως έχασε στην ξενιτιά. Η Πράμπα γονατίζει, αγκαλιάζει τον βραστήρα σαν να είναι κάτι πολύτιμο και τον νανουρίζει, λες κι είναι μωρό, λες κι είναι η ενσάρκωση της ελπίδας που είχε για μια όμορφη ζωή και που χάθηκε σ' ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, σε μια καθημερινότητα μαχητική, σε μια αγωνία αυταπόδειξης. Πόσο λείος, ήρεμος και χορταστικός στην αγκαλιά της, αλλά και πόσο μεγάλο υπαρξιακό βάρος για να σηκώσει ένας βραστήρας.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της, πραγματικά, σκηνής ανθολογίας, διαπερνούν ολόκληρη την ταινία τής Παγιάλ Καπάντια, δεύτερης μετά το αντίστοιχης συλλογιστικής υβριδικό ντοκιμαντέρ «A Night of Knowing Nothing» του 2021, ταυτόχρονα η πρώτη ταινία σκηνοθετημένη από Ινδή δημιουργό που φιλοξενείται ποτέ στο Φεστιβάλ Καννών και πρώτη ινδική ταινία εδώ και τρεις δεκαετίες στο Διαγωνιστικό Τμήμα. Ενας συνδυασμός ήσυχης θλίψης και λεπτού χιούμορ, σε μια αφήγηση που βρίσκεται στο μεταίχμιο του ονείρου κι ενός συνειδησιακού ξυπνήματος, σε μια σύγχρονη μετενσάρκωση του σινεμά του Σατγιαζίτ Ρέι, με την ποιητικότητα, την κοινωνική ευαισθησία και το ξεκάθαρα γυναικείο γένος του. Καθόλου τυχαία, το σετ της ιστορίας είναι η Μουμπάι, η ινδική πόλη των 20 εκατομμυρίων ανθρώπων, που ποτέ δεν ησυχάζει κι όπου τόσο εύκολα μπορείς να κρυφτείς. Τρεις γυναίκες, διαφορετικών γενεών, διανύουν τη διαδρομή από την αφάνεια στην εμφάνιση, στους ίδιους τους τους εαυτούς.
Η Πράμπα, γύρω στα 45, δουλεύει ως νοσοκόμα σ' ένα μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο της πόλης. Είναι εσωστρεφής, αξιοπρεπής, με μια ευγένεια που όμως δεν επιτρέπει την πρόσβαση, ούτε καν στον ξενόφερτο γιατρό που μοιάζει να την έχει ερωτευτεί. Ο άντρας που παντρεύτηκε με προξενιό έφυγε νωρίς για τη Γερμανία, με την υπόσχεση να την καλέσει σύντομα εκεί. Τα χρόνια έχουν περάσει και το ζευγάρι επικοινωνεί όλο και πιο λίγο, όλο και πιο τυπικά. Η Πράμπα προσφέρει τις γνώσεις και τη στοργή της απλόχερα μόνο στους ασθενείς της, ή στην κοπέλα που δεν αντέχει άλλες εγκυμοσύνες και στην οποία δίνει κρυφά αντισυλληπτικά, ή στη στενή της φίλη, την αρκετά μεγαλύτερή της Παρβάτι, που αντιμετωπίζει μια άδικη έξωση από το διαμέρισμά της. Η Πράμπα στο νοσοκομείο συνεργάζεται με τη νεαρή Ανού. Την ατίθαση, παρορμητική, ερωτική Ανού που έχει σκανδαλίσει τη μικρή τους επαγγελματική κοινότητα γιατί ολοφάνερα βγαίνει ραντεβού με τον Σιάζ που είναι και μουσουλμάνος. Η Πράμπα και η Ανού μοιράζονται το ίδιο διαμέρισμα, και τη φροντίδα μιας εγκύου γάτας που έχουν υιοθετήσει, αλλά οι αφορμές για να τσακωθούν αφθονούν: η Ανού θεωρεί την Πράμπα συντηρητική και συμβιβασμένη, η Πράμπα την Ανού επιπόλαια κι εγωίστρια.
Οι τρεις γυναίκες θα περάσουν λίγες μέρες μαζί, μακριά από τη Μουμπάι, όταν η Παρβάτι αποφασίσει να γυρίσει πίσω στο οικογενειακό σπίτι στο παραθαλάσσιο χωριό της. Κι αυτή η απόσταση, μαζί με την ανεμελιά της φύσης και τα συναρπαστικά μυστικά της, θα δώσει στην καθεμιά την ευκαιρία να σχεδιάσει τη ζωή και τις σχέσεις που θέλει για τον εαυτό της.
Η ταινία τής Καπάντια είναι τίποτε λιγότερο από μαγική. Τόσο βαθιά μελετημένη και τόσο νατουραλιστική στην επιφάνειά της. Στο πώς τοποθετεί τις ηρωίδες της στο χώρο (και στο χώρο τους), στο πώς γεμίζει τους διαλόγους της με ελαφριά κουτσομπολιά και τις σιωπές της με βαριές αλήθειες. Στο πώς ένας βραστήρας ρυζιού, ή μια μεταλλική κολώνα μέσα στο γεμάτο κόσμο λεωφορείο γίνονται, χωρίς να χρειάζεται εξήγηση, νησίδες σωτηρίας σε μια χωρίς πυξίδα ζωή. Η αποτύπωση της πόλης και των προσώπων της είναι γοητευτικά urban, της εξοχής υπέροχα φυσική, φροντίζοντας πάντα το φως, το αληθινό, να έρχεται από διαφορετικές, ευρηματικές πηγές: από τις επιγραφές στους δρόμους, από το ψυγείο, από τα λαμπιόνια, τα πυροτεχνήματα, τις ακτίνες του ήλιου που τρυπώνουν σε μια σπηλιά, κι αποκαλύπτουν τα δικά της μυστικά. Το μοντάζ είναι ατίθασο, μ' έναν ήρεμο, σχεδόν νωχελικό ρυθμό που διακόπτεται από ξεσπάσματα κι εκπλήξεις, οι ερμηνείες είναι υποδειγματικές, από ηθοποιούς που μοιάζει να μοιράζονται τις ζωές τους σ' ένα ντοκιμαντέρ.
Τρεις γυναίκες, τρεις γενιές, τρία διαφορετικά σετ επιθυμιών, ξυπνούν σιγά-σιγά ή απότομα, σ' ένα μελαγχολικό ρομάντζο της καθεμιάς με τις επιλογές της. Δύσκολα μια ταινία μπορεί να μιλήσει για τη θέση της γυναίκας, ειδικά στην Ινδία αλλά κι οπουδήποτε, τόσο διακριτικά, τόσο στέρεα και τόσο ξεκάθαρα. Την ίδια ώρα, η Καπάντια δίνεται σ' ένα φιλμ λυρικό, που αγγίζει το είδος του μαγικού ρεαλισμού, μόνο που το μαγικό στοιχείο είναι κι αυτό ανθρώπινο, απλώς πολλές φορές σκεπασμένο από σκοτάδι. Αυτή είναι η πορεία τριών ηρωίδων προς το να κερδίσουν εκείνο που οι ίδιες φαντάζονται ως φως στη ζωή τους, συχνά στη φαντασία πιο λυτρωτικό απ' ό,τι στην πραγματικότητα. Κι είναι μια ταινία τόσο πολύτιμη, που ισοπεδώνει με τη σπανιότητά της τη δυτικότροπη βιασύνη, αρνούμενη το σινεμά του εντυπωσιασμού, ελπίζοντας σ' έναν καλύτερο κόσμο και φέρνοντάς τον λίγο πιο κοντά, στο φως.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για τη βοήθεια πραγματοποίησης του ταξιδιού στο 77ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.