Γυναικεία ακροδάχτυλα που γλιστρούν σε ανδρικές τσέπες σε μία παιχνιδιάρικη αγκαλιά. Χείλια που βάζουν βούτυρο κακάο κι όλα μοιάζουν με ανεκπλήρωτο φιλί. Τα χέρια του και τα χέρια της να καθαρίζουν το τραπέζι μετά από ένα γεύμα, μια συντονισμένη χορογραφία που ανήκει σε ζευγάρια που μένουν χρόνια μαζί. Η φιγούρα της κουλουριασμένη στον καναπέ, μέσα από τα αστυνομικά του κυάλια. Η σκιά του στο παρκαρισμένο αμάξι κάτω από το σπίτι της, μέσα από τις γρίλιες της. Ερωτήσεις ανάκρισης που μετατρέπονται σε συνωμοτικές εξομολογήσεις. Φωτογραφίες των αμυχών στους μηρούς της, ο λόγος να κοιτά τον τοίχο του τα βράδια. Ο τρόπος που εκείνος στέκεται ευθυτενώς αξιοπρεπής μέσα στα όρια, ο λόγος να τον ξεχωρίσει. Ο τρόπος που κάνει την καρδιά του να χτυπάει, ο λόγος να παραβεί κάθε όριο. «Είσαι ο μόνος τίμιος άντρας» του λέει. «Ημουν, μέχρι που με διέλυσες» της απαντά. Και τότε, τον ερωτεύεται εκείνη.
Ο Χέι-τζουν είναι ένας 35χρονος αστυνομικός επιθεωρητής στη Μπουσάν - μια πόλη που το έγκλημα δουλεύει υπερωρίες. Ετσι του αρέσει η ζωή του: σε μια μεγαλούπολη με τα χτυποκάρδια της δουλειάς του να ξυπνούν την ληθαργική συζυγική του ζωή. Οι άλυτες υποθέσεις του να του κρατούν παρέα τα ατέλειωτα βράδια της χρόνιας αϋπνίας του. «Δεν είναι ότι έχασα τον ύπνο μου γιατί παρακολουθώ υπόπτους. Παρακολουθώ υπόπτους γιατί δεν έχω ύπνο» εξομολογείται στον νεαρό βοηθό του. Η γυναίκα του, ένα όμορφο πλάσμα - τετράγωνης λογικής και μετρημένης εκφραστικότητας-, μένει και εργάζεται στην Ιπο, μία πολύ μικρότερη παραθαλάσσια πόλη. Δύο άνθρωποι που εκτιμούνται, αλλά όλα τα υπόλοιπα έχουν χαθεί - αν υπήρξαν ποτέ.
Οταν ένας 60χρονος έμπειρος ορειβάτης βρίσκεται νεκρός (έπεσε από την κορυφή ενός βράχου που έχει σκαρφαλώσει πολλές φορές στο παρελθόν) και η Σο-Ρέι, η νεαρή του χήρα, δεν μοιάζει να θρηνεί ιδιαίτερα τον χαμό του, ο Χέι-τζουν την υποπτεύεται. Αστήριχτα, ανεξήγητα. Αλλωστε έχει άλλοθι. Κι την ερωτεύεται. Ανεξήγητα, ανομολόγητα. Αλλωστε, δεν έχει δικαιολογία. Ο διοικητής του περιμένει το φάκελο της υπόθεσης να κλείσει σύντομα, αλλά ο Χέι-τζουν κατασκηνώνει κάτω από το σπίτι της. Τη φωνάζει συνεχώς στο τμήμα - για εξακρίβωση στοιχείων, δείγμα DNA, περισσότερη ανάκριση. Παραγγέλνουν φαγητό και μιλάνε με τις ώρες, παρόλο που εκείνη είναι Κινέζα και τα κορεατικά της είναι περιορισμένα.
Ο Χέι-τζουν είναι σίγουρος για την ενοχή της, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να την ερωτευθεί παράφορα. Κι εκείνη χαμηλώνει το βλέμμα με συστολή, ή το σηκώνει και καρφώνει την κάμερα με πονηριά. Είναι αυτή που δείχνει; Μία φροντιστική, τρυφερή νοσοκόμα που έχασε τον άντρα της σ' ένα δυστύχημα; Ή μία αδίστακτη femme fatale που χειραγωγεί έναν άντρα στο δρόμο προς την αθώωσή της;
Ο Παρκ Τσαν-γουκ δε θα απαντήσει εύκολα την ερώτηση. Θα μάς πάρει μαζί του σ' ένα δαίδαλο στοιχείων, αποδείξεων κι ανατροπών. Θα μας βυθίσει σε πυκνή ατμόσφαιρα κλασικών νουάρ - που ο σκληρός άντρας κόβεται με την καρδιά μαρουλιού και η μοιραία γυναίκα τσακίζει κι εκείνη μπροστά στην αδιάφθορη ηθική του.
Ομως η μεγαλύτερη ανατροπή είναι ότι τον κορεάτη σκηνοθέτη (διάσημο για τα βίαια θρίλερ εκδίκησης («Old Boy», «Sympathy for Mr. Vengeance», «Lady Vengeance») δεν τον ενδιαφέρει να απαντήσει στην ερώτηση. Καθόλου δεν τον ενδιαφέρει το αστυνομικό μυστήριο. Μάς έχει παρασύρει σε αυτά τα σκοτεινά μονοπάτια, μόνο και μόνο για να μάς αποκαλύψει ότι η καρδιά της ταινίας είναι ο έρωτας. Ενας ανεκπλήρωτος, άλογος, ανομολόγητος έρωτας ανάμεσα σε δύο ίδιους ανθρώπους που κοιτάζονται μέσα από τις αντίθετες πλευρές ενός γινγκ γιανγκ αντικατοπτρισμού. Το Καλό και το Κακό. Ο αθωός και η ένοχη. Εκείνος που παραμένει σ' ένα γάμο από ηθική υποχρέωση, εκείνη που πάντα (ξε)φεύγει.
Ο Τσαν-γουκ μπερδεύει την αφήγηση, το χρόνο και το χώρο, τις φωνές εκείνου κι εκείνης. Χρησιμοποιεί ευφάνταστα την κινηματογραφική γλώσσα - τη γεωμετρική τοποθέτησή τους στα κάδρα του, το μοντάζ όπου ο ένας κάνει fade in στον άλλον, για να αποτυπώσει αυτό το συναισθηματικό και ασυνείδητό τους καθρέφτισμα. Και αυτή είναι όλη η ταινία.
Μπορεί ο σκηνοθέτης με καλογυρισμένες σεκάνς να υποκλίνεται ολοφάνερα στο ψυχαναλυτικό σινεμά του Χίτσκοκ, που χρησιμοποιούσε την παραβατικότητα ως πρόφαση για να μιλήσει για πολύ πιο σοβαρά πράγματα. Μπορεί το νουάρ να φλερτάρει με τα κλασικά στερεότυπα του είδους. Μπορεί ταυτόχρονα η δράση να ανεβοκατεβαίνει απότομες πλαγιές, να τρέχει ξέφρενα στην άσφαλτο και σε ταράτσες, ή να την παρασύρει το τσουνάμι της παλίρροιας. Τποτα όμως δεν μπορεί να συναγωνιστεί το χτυποκάρδι μας τις στιγμές που όλα σταματούν και όλοι μας κοιταζόμαστε βουρκωμένα - αυτός, αυτή, εμείς από τις καρέκλες μας.
Σ' ένα απροκάλυπτο μελό που θα μπορούσε να είχε συνυπογράψει η ερωτευμένη με το ρετρό κάμερα του Καρ Γουάι, ή η μοντέρνα αποτύπωσή του στις ταινίες του Αλμοδόβαρ.