Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 90 όταν η Αλγερία ήταν στο μέσο ενός εμφυλίου πολέμου, σε μια περίοδο που ονομάστηκε «η μαύρη δεκαετία» και συναντάμε την δεκαοχτάχρονη Νεμτζά, την ώρα που αργά το βράδυ το σκάει από τους κοιτώνες του πανεπιστημίου με την καλύτερή της φίλη για να πάνε με ένα παράνομο ταξί σε ένα night club.
Στο πίσω κάθισμα κι ενώ η μουσική από την κασέτα που δίνουν στον οδηγό παίζει δυνατά, αλλάζουν από τα συντηρητικά τους ρούχα σε αυτά που κάθε δυτικό κορίτσι θα φορούσε σε ένα κλαμπ, φοράνε μέικ απ και ξεχειλίζουν νεανική ενέργεια. Μόνο που λίγο πιο κάτω στο δρόμο τους, ένα μπλόκο θα υπενθυμίσει την σκληρή πραγματικότητα που βιώνει η πατρίδα της: Αστυνομικοί με οπλα, μαντήλες που θα φορεθούν βιαστικά, σβήσιμο της μουσικής, μάτια που δεν κοιτάζουν τους άντρες.
Τα κορίτσια θα συνεχίσουν τον δρόμο τους, θα χορέψουν ξέφρενα, θα γνωρίσουν δύο αγόρια, όμως το περιστατικό δεν είναι παρά μια ακόμη υπενθύμιση ενός σκοτεινού κύματος που υψώνεται απειλητικό. Οι ειδήσεις μιλούν συνέχεια για τρομοκρατικές επιθέσεις, αφίσες στο δρόμο προτρέπουν τις γυναίκες να φοράνε χιτζάμπ, μαυροφορούσες φοιτήτριες επιβάλλουν με τη βία τη σεμνότητα την άκριτη πίστη και καταγγέλλουν τις αιρετικές επιστημονικές απόψεις των δασκάλων τους.
Σε αυτό το κλίμα στο οποίο οι περισσότεροι ονειρεύονται να φύγουν από τη χώρα, η Νεμτζά, όχι μόνο θέλει να μείνει στην Αλγερία, αλλά παθιασμένη με τη μόδα ονειρεύεται να οργανώσει το δικό της ντεφιλέ στην καφετέρια του πανεπιστημίου σαν αντίδραση απέναντι στον συντηρητισμό, τις απειλές, τη βία, την θρησκευτική οπισθοδρόμηση.
Η Μεντούρ, γεννημένη στην Αλγερία, σπουδαγμένη εκεί μέχρι την στιγμή που οι οικογένειά της μετά από απειλές εγκατέλειψε τη χώρα, ξέρει πολύ καλά για το τι ακριβώς μιλάει, αφού τα όσα περιγράφει είναι πράγματα που έχει βιώσει από πρώτο χέρι και παρ΄ ότι η ταινία της αναφέρεται στο παρελθόν το μήνυμά της είναι απόλυτα επίκαιρο σε μια εποχή που ο ισλαμικός φονταμενταλισμός δηλώνει έντονα την παρουσία του και που η κατάσταση των γυναικών στη χώρα της απέχει πολύ από το επιθυμητό.
Και ναι το «Papicha» (που σημαίνει κούκλα, ή όμορφο κορίτσι, ένα κομπλιμέντο που η Μεντούρ δείχνει με απόλυτη σαφήνεια πόσο ενοχλητικό ή καταπιεστικό μπορεί να είναι στο στόμα των ανδρών), είναι μια «στρατευμένη» ταινία, αλλά με έναν πολύ σοβαρό κι απαραίτητο σκοπό. Κι αν υπάρχουν στιγμές που το μήνυμα ακούγεται πιο δυνατά από τις κινηματογραφικές της αρετές, δεν παύει να ξεχειλίζει δύναμη κι ενέργεια, να βρίσκει το χιούμορ σε σκοτεινές εποχές και να σου δίνει την ευκαιρία να ρίξεις μια συναρπαστική ματιά στην δυναμική της γυναικείας συντροφικότητας και φιλίας, στο «τελετουργικό» των ζωών των νεαρών κοριτσιών.
Με την μαγνητική Λίνα Κουντρί (την οποία σύντομα θα δούμε στο «The French Dispatch» του Γουές Αντερσον) στον πρωταγωνιστικό ρόλο κι ένα θαυμάσιο καστ κοριτσιών να την συντροφεύουν, το «Papicha» είναι ένα συχνά σκληρό κινηματογραφικό κομπλιμέντο, όχι στην γυναικεία ομορφιά, αλλά σε κάτι πολύ πιο σημαντικό, την γυναικεία αποφασιστικότητα και δύναμη.
Tags: Κάννες 2019