Tρεις ώρες οδήγηση βορειοανατολικά του Λος Αντζελες, στην καρδιά της ερήμου Moχάβι, συναντά κανείς την California City. Μία πόλη έκτασης 535 τετραγωνικών χιλιομέτρων και 14.000 κατοίκων που μισό αιώνα πριν... δεν υπήρχε. Ιδρύθηκε το 1964, όταν ο Νατ Μέντελσον, κτηματομεσίτης και Κοινωνιολόγος, αποφάσισε να κατασκευάσει την πόλη που θα διεκδικούσε την λάμψη του Λος Αντζελες. Εσκαψε την έρημο, βρήκε νερό, φύτεψε δέντρα, κατασκεύασε μία τεχνητή λίμνη στα πρότυπα του νεοϋορκέζικου Central Pak. Εκεί κατέφυγαν άνθρωποι με το Μεγάλο Ονειρο - να είναι οι πρώτοι άποικοι, να κάνουν μια νέα αρχή, να χτίσουν έναν νέο παράδεισο. Η εικόνα σήμερα είναι πολύ διαφορετική. Πράγματι, η πόλη είναι σε έκταση η τρίτη μεγαλύτερη της Πολιτείας της Καλιφόρνια (αμέσως μετά το Λ.Α. και το Σαν Φρανσίσκο) Ομως την κατοικεί μία φτωχική κοινότητα κατοίκων - τόσο συρρικνωμένη και εγκαταλειμμένη που πλέον θυμίζει μία πόλη-φάντασμα. Που πήγαν όλα αυτά τα όνειρα; Τι συνέβη; Και γιατί αυτοί οι λιγοστοί κάτοικοι επιμένουν να ζουν μέσα στην - κυριολεκτική και συμβολική- έρημο;
Ο Φαμπρίτσιο Μαλτέζε είναι ένας από τους μεγαλύτερους φωτογράφους των χολιγουντιανών σταρ. Οι φωτογραφίες του στο Hollywood Reporter και στο Sight and Sound είναι διάσημες, τα πορτρέτα του πολυβραβευμένα, και η δουλειά του έχει φιλοξενηθεί σε μεγάλες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Από το 2015, ο Μαλτέζε ασχολείται με το ντοκιμαντέρ («Twenty-Five Palms», «50 Days in the Desert», στρέφοντάς την κάμερά του σε θέματα που δε θα μπορούσαν να είναι πιο μακριά από το λαμπερό κόσμο του σινεμά.
Διαβάστε ακόμη: 21ο ΦΝΘ | Ο Λούι Ψυχογιός εξηγεί στο Flix πώς το σινεμά μπορεί να σώσει τον κόσμο
Στο California City (γυρισμένο εξ ολοκλήρου με ένα iPhone 8 ) ανακαλύπτει τους τίτλους τέλους του αμερικανικού ονείρου. Ομως, η επιτυχία του ντοκιμαντέρ του δεν είναι ότι αποτυπώνει το προφανές. Αντιθέτως, μέσα από τις προσωπικές ιστορίες μίας χούφτας κατοίκων, τις αφηγήσεις, την εξέλιξη της διαδρομής τους, ο Μαλτέζε ανακαλύπτει ανθρωπιά κι ελπίδα. Κι αυτό γιατί το σινεμά του παρατηρεί, αλλά δεν κρίνει κανέναν και τίποτα. Ο φακός του σέβεται ό,τι καταγράφει, δεν το χρησιμοποιεί για κλισέ συμπεράσματα.
Εμείς τον συναντήσαμε στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου οι προβολές του ήταν sold out, και τον ρωτήσαμε πώς επιλέγει τα θέματα των ντοκιμαντέρ του, ποια είναι η πρόκληση του σινεμά απέναντι στη φωτογραφία πορτρέτων, και τι ανακάλυψε όταν χάθηκε στην αμερικανική έρημο μέσω αυτής της εμπειρίας.
Αυτή είναι η τρίτη σου ταινία. Η "κανονική" σου δουλειά είναι στο Hollywood Reporter - είσαι ένας από τους πιο διάσημους, καλοπληρωμένους φωτογράφους των σταρς. Τα πορτρέτα σου από τις Κάννες, τη Βενετία, το Τορόντο, το Σάντανς κάνουν το γύρο του κόσμου. Τι είναι τελικά πιο δύσκολο και τι αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση: να έχεις τον πλήρη έλεγχο μίας ακίνητης λήψης, ή να πειραματιστείς με την κινηματογραφική γλώσσα;
Ενα φωτογραφικό πορτρέτο πάντα αφηγείται κι αυτό μία ιστορία - έτσι κι αλλιώς. Η διαφορά με μία ταινία είναι ότι έχεις περισσότερο χρόνο, περισσότερο υλικό και περισσότερα εργαλεία (ήχο, κίνηση) για να αφηγηθείς μία πιο σύνθετη ιστορία. Τα ντοκιμαντέρ μου είναι κατά μία έννοια κι αυτά πορτρέτα, γιατί όπως και στα φωτογραφικά πορτρέτα προσπαθώ να βρω και να αποτυπώσω την ανθρωπιά όσων φωτογραφίζω. Την καρδιά, την ουσία. Η μεγαλύτερη διαφορά είναι σε ποιους σηκώνω την κάμερα. Στα πορτρέτα μου απεικονίζονται μερικοί από τους πιο λαμπερούς, διάσημους, πλούσιους ανθρώπους στον κόσμο. Στα ντοκιμαντέρ μου με ενδιαφέρει η πραγματική ζωή, οι καθημερινοί άνθρωποι. Ισως το χρειάζομαι και για τη δική μου ισορροπία.
Πώς ανακάλυψες το μέρος; Και τι είδες στην California City που σε έπεισε ότι αυτό είναι το επόμενο ντοκιμαντέρ σου;
Ανακάλυψα την California City κατά λάθος. Μάλιστα, το χρωστάω στον πατέρα μου, ο οποίος είδε ένα ρεπορτάζ για την πόλη στις ιταλικές ειδήσεις και μου μίλησε για αυτή. Του φάνηκε πολύ ιδιαίτερη και σκέφτηκε ότι μπορεί να ήθελα να τραβήξω φωτογραφίες. Λίγο καιρό μετά, έπρεπε να πάω στο Palm Springs για δουλειά και θυμήθηκα τη συζήτηση που είχα με τον πατέρα μου. Νοίκιασα ένα αυτοκίνητο κι οδήγησα μέχρι την California City - ήταν τρεις ώρες μακριά. Με σόκαρε η πρώτη εικόνα. Μία μεγάλη σε έκταση πόλη, χαμένη μέσα σε μία τεράστια έρημο. Ποιος την έχτισε εδώ πέρα; Κάποιος με αντίστοιχα μεγάλα όνειρα. Αυτό, αμέσως μου έκανε κλικ: που πήγαν αυτά τα όνειρα. Γύρισα σπίτι και γρήγορα συνειδητοποίησα ότι αυτή η πόλη με στοίχειωσε. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τη σκέφτομαι. Ηταν η τέλεια αλληγορία για τον αργό θάνατο του αμερικανικού ονείρου.
Πώς έπεισες τους κατοίκους της κοινότητας να μιλήσουν τόσο προσωπικά κι αποκαλυπτικά on camera σ' έναν ξένο, σ' έναν Ιταλό;
Ηταν πολύ εύκολο. Οι Αμερικανοί είναι πολύ απλοί άνθρωποι και πολύ ανοιχτοί. Επίσης βοήθησε και το μέσο: γύρισα το ντοκιμαντέρ με ένα iPhone κι αυτό ήταν πολύ οικείο σε όλους. Σηκώνεις το τηλέφωνό σου και βγάζεις μια φωτό, μια σέλφι. Κάποιος σηκώνει το δικό του κι εσύ χαλαρώνεις και του μιλάς. Μοιάζει με home-video συνθήκη. Κάτι που κάνουμε μεταξύ μας. Φυσικά, ήξεραν ακριβώς τι γυρίζω και ποιος είμαι. Τους είχα εξηγήσει το πρότζεκτ από την πρώτη μου επικοινωνία - όταν έψαχνα τους «πρωταγωνιστές» μου κι επικοινωνούσα με διάφορα κόσμο μέσω Facebook. Eτσι βρήκα και τον Ζαν-Πολ, ο οποίος με γοήτευσε και πήρε τον κεντρικό ρόλο στην αφήγηση. Ολο αυτό το κομμάτι της έρευνας είναι τόσο γοητευτικό. Οταν βουτάς στις ιστορίες των ανθρώπων και βγαίνεις με μια κοινή αφήγηση, ένα πορτρέτο της κοινότητας που λέει πολλά περισσότερα και για την Αμερική αλλά και για τον άνθρωπο.
Τι σε εξέπληξε σε αυτή τη βουτιά, σε αυτό το ταξίδι; Πήγες εκεί με κάποια στερεότυπα στο μυαλό που ανατράπηκαν; Ανακάλυψες κι ένα άλλο πρόσωπο της Αμερικής που δεν περίμενες;
Αυτό που με σόκαρε περισσότερο από όλα είναι ότι, κάπου στη μέση των γυρισμάτων, συνειδητοποίησα ότι γυρίζω ένα σύγχρονο Γουέστερν. Αυτή η πόλη χτίστηκε κυριολεκτικά από το τίποτα μέσα στην έρημο. Οι άνθρωποι που μετακόμισαν εκεί ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: θα έχτιζαν μία κοινότητα, θα ήταν οι πρώτοι άποικοι, θα δούλευαν σκληρά και θα έβγαζαν χρήματα. Σαν πρώτους "τυχοδιώκτες" της Αγριας Δύσης. Στη συλλογική συνείδηση δηλαδή της χώρας, τίποτα δεν έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια - απλώς, τώρα ψήφισαν τον Τραμπ. Οπότε ναι, το να πας στην έρημο περιμένοντας να βρεις την Αγρια Δύση είναι ένα στερεότυπο που έχουμε από τα γουέστερν. Κι όμως - όταν έζησα το μέρος, την ιστορία του, τούς κατοίκους του, τότε κατάλαβα ότι υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι αλήθειας στο κλισέ. Επίσης, κάτι που έμαθα και με σόκαρε είναι ότι στα φτωχικά μέρη της Καλιφόρνια, της πιο πλούσιας Πολιτείας των Η.Π.Α., οι άνθρωποι κυριολεκτικά δεν έχουν να φάνε. Γύρισα κάποιες σκηνές σ' ένα τοπικό Γυμνάσιο όπου οι καθηγητές δίνουν μέρος του μισθού τους για να φροντίσουν το φαγητό των μαθητών - ακόμα και τα σαββατοκύριακα. Αυτό το επίπεδο φτώχιας, λίγες ώρες έξω από το Λας Βέγκας, είναι παρανοϊκό.
Ο συμβολισμός και η ειρωνία του τίτλου αποτυπώνουν μία πόλη όπου πήγαν τα όνειρα για να πεθάνουν. Ομως εσύ τελειώνεις το ντοκιμαντέρ σου με μία συζήτηση για την ελπίδα. Ο άνθρωπος συνεχίζει να ελπίζει, πάντα. Εσύ που βρίσκεις ελπίδα;
Δύσκολα βρίσκεις ελπίδα βλέποντας τι συμβαίνει γύρω μας σήμερα στην Αμερική του Τραμπ ή στο νέο πρόσωπο της Ευρώπης - στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στη Γερμανία, στην Αγγλία. Ομως υπάρχει ελπίδα, αρκεί να ζουμάρεις λίγο περισσότερο στα πρόσωπα. Να πλησιάσεις πιο κοντά και να ακούσεις τις ιστορίες των μεμονωμένων ανθρώπων. Στην ταινία για παράδειγμα, η δύναμη αυτής της γυναίκας Δημάρχου απέναντι στις αντιξοότητες, δίνει ελπίδα. Η αφοσίωση και η σκληρή δουλειά των κοινωνικών συμβούλων, δίνει ελπίδα. Ο επιχειρηματίας που πουλά ανταλλακτικά αεροπλάνων και επιμένει να κόβει από τα κέρδη του για να καλύπτει εκείνος τη φαρμακοϊατρική κάλυψη των εργαζομένων του («γιατί αυτό είναι το σωστό»), δίνει ελπίδα. Είναι δύσκολο για έναν Ευρωπαίο να μη βλέπει το κράτος να στηρίζει αλλά να έχει αφήσει τις κοινότητες και τα πρόσωπα να κάνουν τη δουλειά, αλλά και αυτό είναι η Αμερική.
Επικοινωνείς ακόμα με τους κατοίκους; Τι κάνει ο Ζαν-Πολ;
Δυστυχώς έφυγε από τη ζωή πριν τελειώσει το ντοκιμαντέρ. Είχα μία σκηνή όπου ομολογούσε μόνος του ότι «μάλλον δε θα προλάβω να το δω», αλλά δεν ήθελα να τη βάλω. Δεν μου φαινόταν σωστό να τη χρησιμοποιήσω.
Το Flix βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και θα σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβαίνουν εντός και εκτός των σκοτεινών αιθουσών του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Περισσότερα για το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης:
- 21ο ΦΝΘ | Ο Λούι Ψυχογιός εξηγεί στο Flix πώς το σινεμά μπορεί να σώσει τον κόσμο
- 21 ΦΝΘ | Ο «Λεμεμπέλ» έντυσε την αντίσταση στον Πινοσέτ με φωτιά, αίμα και παγιέτες
- 21 ΦΝΘ | Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος μιλά στο Flix. 20 χρόνια μετά, επιστροφή στον Ηρακλή, τον Αχελώο, τη Μεσοχώρα και την τιμή της μνήμης
- 21 ΦΝΘ | «Free Solo»: Το οσκαρικό ντοκιμαντέρ του National Geographic προκαλεί σωματικό και συναισθηματικό vertigo
- 21ο ΦΝΘ | «Film Catastrophe»: O Πολ Γρίβας εξηγεί στο Flix ότι σινεμά σημαίνει ελευθερία
- «What She Said» ή πώς η κριτικός κινηματογράφου Πολίν Κέιλ έκανε το Χόλιγουντ να την ακούσει
- 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: Η Μόλυ κηρύσσει την έναρξη του φεστιβάλ!
- «Marianne & Leonard: Words of Love»: Η μεγάλη σκιά του Λέοναρντ Κοέν
- 21 (τουλάχιστον) λόγοι για να βρεθείτε στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσσαλονίκης
- Οσα δεν βλέπουμε με την πρώτη ματιά γύρω μας στις αφίσες του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
- Αυτές είναι οι ελληνικές ταινίες του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και της Αγοράς
- Αυτές είναι οι ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 21ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
- Carte Blanche στον Λούι Ψυχογιό από το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης