O Γούντι, ο Μπαζ και τα άλλα παιχνίδια βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα αβέβαιο μέλλον, καθώς ο Άντι ετοιμάζεται να φύγει για το κολέγιο και πρέπει να αποφασίσει για την τύχη τους.
Τα παιχνίδια δεν μεγαλώνουν. Αντίθετα από τους ανθρώπους καταλαβαίνουν τον χρόνο που περνάει μόνο από τη φυσική φθορά τους και κυρίως από εκείνη τη στιγμή όπου νιώθουν πως δεν είναι πλέον απαραίτητα. Ο,τι ακριβώς συμβαίνει στην αρχή της τρίτης συνέχειας του «Toy Story» στον Γούντι, τον Μπαζ, τον κύριο και την κυρία Πατατοκέφαλη και την υπόλοιπη παρέα των παιχνιδιών του Αντι, λίγο πριν αυτός φύγει για το κολέγιο. Η απόφαση έχει ληφθεί και η κούτα για το πατάρι είναι έτοιμη. Καταδικασμένα να αποσυρθούν για πάντα ως «άχρηστα παιδικά κειμήλια», τα παιχνίδια θα δεχτούν τη μοίρα τους με τον ίδιο τρόπο που οι άνθρωποι δέχονται τα γηρατειά. Μόνος επιζών, ο Γούντι, γίνεται ο «εκλεκτός» της καρδιάς του ιδιοκτήτη του. Πακεταρισμένος μαζί με τα πράγματα του κολεγίου, δέχεται κι αυτός τη μοίρα του να θυμίζει για πάντα στον Αντι τις μέρες που ήταν παιδί. Ένα αρχικά ευχάριστο γύρισμα της τύχης θα στείλει κατά λάθος τα παιχνίδια σε ένα παιδικό σταθμό, χαρίζοντας τους μια δεύτερη ευκαιρία. Μόνο που εκεί, το «παιχνίδι» καθορίζεται από έναν σατανικό ροζ λούτρινο αρκούδο, τον Λότσο, ο οποίος βιώνει την δική του τραυματική εγκατάλειψη βασανίζοντας με τον χειρότερο τρόπο τους ήρωες.
Οσο παράξενο και αν μοιάζει να μιλάς για έννοιες όπως τα γηρατειά, την φθορά και την εγκατάλειψη σε μια ταινία κινουμένων σχεδίων, τόσο πιο παράξενο είναι το γεγονός πως η Pixar συνεχίζει, ταινία με την ταινία, να πραγματεύεται με τον πιο ευφυή και θαρραλέο τρόπο ακόμη και τα πιο δύσκολα θέματα. Κι άν όλοι πίστεψαν πως η επιλογή ενός γηραιού ήρωα που νικά τον θάνατο ως πρωταγωνιστή στο αριστουργηματικό «Ψηλά στον Ουρανό» σήμανε το όριο στο πόσο σκοτεινή μπορεί να είναι μια παιδική ταινία, το τρίτο μέρος του «Toy Story» έρχεται για να αποδείξει πως τα όρια υπάρχουν μόνο για όσους φοβούνται να τα ξεπεράσουν.
Αλλάζοντας διαθέσεις, ατμόσφαιρα και δραματική ένταση με τους ρυθμούς ενός καταιγιστικού συναισθηματικού rollercoaster, το «Toy Story 3» δεν είναι μόνο μια από τις πιο σκληρές ιστορίες ενηλικίωσης του σύγχρονου σινεμά αλλά και ένα πολύτιμο μάθημα κινηματογράφου. Δεν είναι τυχαίο πως η ταινία ξεκινάει με μια «παιχνιδιάρικη» αναφορά στα κινηματογραφικά είδη, αφού σε όλη τη διάρκεια της διατρέχει το δράμα, την κωμωδία, το θρίλερ, την περιπέτεια, το μιούζικαλ με την ίδια άνεση που υπονομεύει ταυτόχρονα τις συμβάσεις ενός κλασικού animation. Με τον ίδιο τρόπο που τα παιχνίδια αλλάζουν χέρια, ο Ούνκριχ ανακυκλώνει μέχρι και την ίδια την ιστορία του «Toy Story» παίζοντας με τους χαρακτήρες των ηρώων, τις ήδη δοκιμασμένες σχέσεις τους, το «You've got a friend in me» του Ράντι Νιούμαν και στήνει περισσότερες από μια σκηνές ανθολογίας (ανάμεσα τους το σπαρακτικό flash back της ιστορίας του Λότσο, η βλάβη που κάνει τον Μπαζ να γίνεται λατίνος εραστής και το αλά project runway καμαρίνι του Κεν και της Μπάρμπι) πριν καταλήξει σε ένα από τα πιο συγκινητικά φινάλε των τελευταίων χρόνων.
Συγκεντρωμένη στο αφοπλιστικό βλέμμα ενός παιδιού, η αναζήτηση της αθωότητας μετατρέπεται σε ένα μανιφέστο ζωής που δεν χρωστάει το μεγαλείο της μόνο στο αξεπέραστο ταλέντο ενός animator και στην αρτιότητα ενός υποδειγματικού σεναρίου. Αλλά σε ένα απόσταγμα σοφίας που μαζί με τον Αντι, στέλνει την ιστορία του animation αλλά και τον ίδιο τον κινηματογράφο σε μια λυτρωτική ενηλικίωση.