O Ανταμ, ένας 27χρονος ραδιοφωνικός παραγωγός, τρώει υγιεινά, δεν καπνίζει, δεν πίνει, στο πρωινό του τρέξιμο στους δρόμους του Σιάτλ σταματάει πάντα στο κόκκινο για τους πεζούς, ενώ δεν έβγαλε ποτέ άδεια οδήγησης όταν συνειδητοποίησε ότι τα αυτοκίνητα είναι η τέταρτη αιτία θανάτου παγκοσμίως. Για αυτό και η διάγνωσή του με μία σπάνια μορφή καρκίνου στην σπονδυλική στήλη δεν τον σόκαρε απλά, αλλά ταρακούνισε συθέμελα την προοπτική με την οποία κοίταζε τη ζωή. Η έρευνά του στο Internet του έδωσε 50% πιθανότητες να ζήσει ή να πεθάνει. Οσο το ζάρι είναι στον αέρα, ο ίδιος πρέπει να μάθει να αμφιβάλει για όσα ήταν σίγουρος στη σύντομη διαδρομή του: ανθρώπους, σχέσεις, όνειρα.

Ο Γουίλ Ρέιζερ, ο σεναριογράφος αυτής της γλυκόπικρης ανδρικής δραμεντί, βασίστηκε σε αυτοβιογραφικά γεγονότα: όταν ήταν 24ων χρονών και δούλευε στο «Da Ali G Show» έμαθε ότι πάσχει από μία σπάνια μορφή καρκίνου. Πέρασε τη δοκιμασία της επιθετικής θεραπείας και της ακόμα πιο ανελέητης κι εκβιαστικής ενηλικίωσης, έχοντας στο πλευρό του τον καραγκιόζη κολλητό του φίλο: τον Σεθ Ρόγκεν. Πολύ πριν αυτός γίνει σταρ του indie, κωμικού περιθωρίου. Πολύ πριν γίνει σταρ.

Επιλέγοντας ως alter ego του τον αβίαστα μελαγχολικό Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ («500 Μέρες με την Σάμερ») και τοποθετώντας τον Ρόγκεν στο ίδιο ρόλο που έπαιξε και στη ζωή, ο Ρέιζερ ξεναγεί το «Απαταου κοινό των 00ς» στις τραγωδίες της ζωής με τον μόνο τρόπο που μπορούν να τις καταλάβουν, να τις αποδεκτούν και να τις ξορκίσουν: κάνοντας πλάκα.

Το 50/50 του τίτλου θα μπορούσε να αναφέρεται σ' αυτό ακριβώς: στο μοίρασμα της ταινίας μεταξύ στιγμιότυπων buddy-buddy ανδρικού χιούμορ (όπου ο καρκίνος είναι το όχημα για να σκοράρει ο κολλητός κορίτσια) και των δραματικών στιγμών όπου η ζωή σε τρομάζει, όσο κι αν επιμένεις να μην την παίρνεις σοβαρά.

50/50 θα μπορούσε να είναι και η ετυμηγορία για το αν τελικά το αποτέλεσμα έχει τη δύναμη, την ειλικρίνεια και την φρεσκάδα για να μας επανασυστήσει κινηματογραφικά την «feel good τραγωδία» – ένα κινηματογραφικό είδος που μέχρι τώρα είχαν δεσμεύσει σε συγκεκριμένο φορμά κάποιες μελό σχέσεις στοργής. Οι προθέσεις του να πει κανείς δυνατά την λέξη «καρκίνος» φέρνοντάς την στα νεανικά του μέτρα είναι άριστες και αποδεικνύονται κάθε φορά που οι ατάκες πέφτουν κόντρα σ' αυτά που περιμένεις, όταν η καθαρόαιμη κωμική καφρίλα ή μια γήινη αμηχανία αντικαθιστά τα σοφά, πομπώδη λόγια που υπάρχουν μόνο στο σινεμά.

Κατά περίεργο τρόπο όμως, όλο αυτό φτάνει στην καρέκλα σου σαν μία ακόμα κατασκευή. Υπάρχει πράγματι διαφορά ανάμεσα στα χολιγουντιανά κλισέ που εκβιάζουν δάκρυα, από την σύγχρονη τάση των μπουφόνικων δραμεντί να εκβιάζουν γέλιο; Κατηγορούμε τα βιολιά στο σάουντρακ των μελό των 80ς, αλλά είναι λιγότερο φορετή η indie pop που βομβαρδίζει τα αυτιά μας; Αν πας συνειδητά κόντρα σ' αυτό που κινηματογραφικά υπήρχε, είναι εξασφαλισμένο ότι κοιτάς το θέμα σου με περισσότερη ειλικρίνεια ή η καρδιά της ταινίας σου κρύβεται εντελώς αλλού;

Στις στιγμές που η παλιά καραβάνα Αντζέλικα Χιούστον βουτάει τον κινηματογραφικό της γιο από τα μάγουλα και τις σκηνές της από τα μαλλιά, με μάτια που αστράφτουν, ευθύνονται, πονάνε και ελπίζουν συνάμα. Οταν ο υπέροχος Λέβιτ επιβάλλει την στιβαρή σιωπή του στην χαβαλεδιάρικη φλυαρία του Ρόγκεν. Οταν η αλήθεια που πιάνει ο φακός δεν νιώθει την ανάγκη να χαρακτηριστεί ως δραματική ή κωμική. Απλά υπάρχει ολόκληρη. Κι όχι 50/50.