Αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει τον πρώτο κύκλο του «Killing Eve» - αφήνοντας έξω το γεγονός ότι ο κόσμος περίμενε αυτή τη σειρά για να αποθεώσει την Σάντρα Ο - ήταν το γεγονός πως, βασισμένη πάνω στις νουβέλες του Λουκ Τζένινγκς, η Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ (η σεναριογράφος και πρωταγωνίστρια του τηλεοπτικού «Fleabag», προσφάτως και doctor στο σενάριο του Bond 25) κατάφερνε να πείσει για κάθε υπερβολή της πλοκής, για κάθε (όχι μόνο ενδυματολογική) εξτραβαγκάνζα στη σχέση ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες, για κάθε μικρή η μεγάλη απιθανότητα που ξεκινούσε από μια μικρή ιδέα πριν γίνει ένα μνημείο κλιμακούμενου σασπένς, υποδόριας ερωτικής επιθυμίας, μιας, μπορεί σε μορφή πυροτεχνήματος. αλλά πολύτιμη τηλεοπτική στιγμή τουλάχιστον για την ώρα που συνέβαινε μπροστά στα μάτια σου.
Θα συμφωνήσετε.
Το πραγματικά «καινούργιο» του «Kiling Eve» δεν ήταν η φεμινιστική ματιά του για την οποία δίκαια έγινε αντικείμενο μεγάλης συζήτησης στην εποχή του #metoo του #timesup και των αιτημάτων για ίση αντιμετώπιση γυναικών και ανδρών μέσα στη βιομηχανία - πράγμα που σημαίνει, ναι επιτέλους, δύο υπέροχες γυναίκες σε υπέροχους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ένα σενάριο γραμμένο από μια γυναίκα με άποψη, θέση και δυνατή φωνή. Οχι ότι πρέπει να την παίρνουμε - την φεμινιστική ματιά - ως δεδομένη ωστόσο, αφού και τα τρία κορίτσια - Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ, Σάντρα Ο και Τζόντι Κόμερ - δίδαξαν τον τρόπο με τον οποίο οφείλεις να γράψεις και να παίξεις έναν γυναικείο χαρακτήρα που διανύει μέσα σχεδόν στην ίδια σκηνή, για να μην πούμε στο ίδιο πλάνο, όλη τη διαδρομή από την καρικατούρα μέχρι την πιο βαθιά (ψυχ)ανάλυση που έγινε ποτέ σε μια γυναίκα. Κοινώς, ένα (εντάξει δύο) γυναικείο χαρακτήρα που είναι και σέξι και τρομακτικός και τα θέλει όλα και όλα τα κάνει λάθος και δεν δειλιάζει μπροστά στην απειλή και φοβάται τη μοναξιά και μπορεί και μόνη της καλά.
Το πραγματικά φρέσκο ήταν αυτή η απιθανότητα. Αυτή η αίσθηση πως αυτό που βλέπεις «δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει». Κι όμως συνέβαινε σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα στον κόσμο...
Ο δεύτερος κύκλος ξεκινάει με ένα μείον - όχι δεν εννοούμε την ανυπομονησία που κάνει πάντα «ό,τι ακολουθεί» να βρίσκεται αντιμέτωπο με μεγάλες προσδοκίες. Εννοούμε την έλλειψη της Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ στο σενάριο, αφού η 33χρονη Βρετανή κρατάει στα οκτώ νέα επεισόδια μόνο το ρόλο του παραγωγού, (υποθέτουμε) θέλοντας να αφοσιωθεί στον (σύντομα θα επιβεβαιώσουμε) αριστουργηματικό δεύτερο κύκλο του «Fleabag» ή (πιο λογικό) προφανώς να αποφύγει το δύσκολο sophomore έτος που όχι μόνο θα έπρεπε να συνεχίσει την ιστορία από εκεί που τέλειωσε ο πρώτος κύκλος, αλλά και - όπως καταλαβαίνουμε εκ των υστέρων - να κάνει πράξη τον τίτλο ολόκληρης της σειράς.
Δεν ξέρουμε πως θα έμοιαζε ο δεύτερος αυτός κύκλος με σεναριογράφο την Γουόλερ-Μπριτζ, ούτε αν τελικά θα έπαιρνε αυτήν την κατεύθυνση που παίρνει, αλλά σίγουρα δεν θα βρισκόμασταν μπροστά σε μια παραδοξότητα: να βλέπουμε κάτι που είναι ταυτόχρονα άτσαλα γραμμένο, καταχρηστικά σκοτεινό, αποτρόπαια κυνικό, αποπροσανατολισμένα ερωτικό κι όμως απίστευτα απολαυστικό. Δεν θα ήταν άδικο να δίναμε ως αναλογία αυτο που συμβαίνει εδώ και αμέτρητους κύκλους στο «How to Get Away With Murder» (που παρεπιπτόντως κάποτε θα πρέπει να μελετηθεί με την προσοχή που του αξίζει).
Ο,τι στον πρώτο κύκλο του «Killing Eve» έμοιαζε οργανικά γραμμένο, εδώ μοιάζει να εκβιάζεται χάριν της συνέχειας της υπόθεσης. Κάθε πιθανή τροπή της υπόθεσης μοιάζει μη πειστική, δωρεάν, πιθανή μόνο επειδή αγαπάς τους ήρωες και θες να δεις τη συνέχεια. Αυτή η συνέχεια, βέβαια, αφού έχεις ξεπεράσει τα άτσαλα plot twists είναι σε κάθε της στιγμή απολαυστική. Εδώ με έναν ακόμη πιο απενοχοποιημένο τρόπο από την πρώτη σεζόν, σήμα και σημαινόμενο κάθε μεγάλης επιτυχίας που στρώνει το τραπέζι για να «φας» αμάσητο οτιδήποτε, χωρίς την παραμικρή αντίρρηση.
Φτάνοντας στο όγδοο επεισόδιο, η σειρά έχει άλλάξει τόσες φορές κατεύθυνση, ύφος και έχει φωτίσει περισσότερες από μια υποπλοκές ως τις πιο σημαντικές στην εξέλιξη της υπόθεσης (με χειρότερη αυτή με τον σύζυγο της Ιβ και καλύτερη, αν και αναξιοποίητη αυτή με τον Κένι) που τελικά μετά από λίγες μέρες από το τέλος της θα μοιάζει απίθανο να θυμηθείς τι ακριβώς συνέβη. Δεν νοιάζεται κανείς, γιατί να νοιαστείς εσύ;
Αν καταφέρνει κάτι αυτός ο δεύτερος κύκλος, σχεδόν καλύτερα κι από τον τρόπο, είναι ο τρόπος με τον οποίο παίζει με το δυαδικό της Ιβ και της Βιλανέλ. Για πολλή ώρα στα νέα επεισόδια, η Ιβ είναι απούσα (χωρίς αυτό να είναι αλήθεια). Νιώθεις πως η σειρά ανήκει στη Βιλανέλ, όπως ακριβώς το ένιωθες και στον πρώτο κύκλο. Αλλώστε αυτή είναι η πιο «loud», η πιο εκκεντρική, η κακή της υπόθεσης. Κι όμως, αν το ζητούμενο είναι να αποδειχθεί με το τέλος αυτού του κύκλου ότι η Ιβ και η Βιλανέλ δεν είναι παρά ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος, τα νέα επεισόδια δεν το πετυχαίνουν αλλά το αγγίζουν με τρόπους που δεν θα μπορούσες να φανταστείς.
Δεν είναι μόνο ένα τρίο (οι δύο από τους τρεις είναι η Ιβ και η Βιλανέλ, μόνο που δεν βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο!) στα τελευταία επεισόδια που ενώνει τις δύο γυναίκες με τα δεσμά μιας φορτισμένης στο κόκκινο ερωτικής επιθυμίας, ούτε οι διαδοχικές διαπιστώσεις πως οι δύο γυναίκες πρέπει να βρίσκονται μαζί, γιατί κάθε άλλη επιλογή απλά τις βρίσκει στα όρια της τρέλας. Σε ένα παιχνίδι που από ποντίκι - γάτα που ήταν στον πρώτο κύκλο μοιάζει εδώ με την αναζήτηση του ιερού δισκοπότηρου, οι Ιβ και η Βιλανέλ καταφέρνουν μέσα στα λίγα λεπτά που μοιράζονται στο ίδιο πλάνο σε όλον τον κύκλο να σε κάνουν να νιώθεις πως ήταν συνεχώς μαζί.
Είναι δύσκολο να καταλάβεις γιατί αυτός ο δεύτερος κύκλος θέλει να είναι τόσο σκοτεινός και να παίξει (σοβαρά;) με τη σχιζοφρένεια, το gore και τον αχρείαστο νιχιλισμό με σκηνές που δεν είναι και τόσο αστείες ώστε να γίνουν μέρη μιας camp εξτραβαγκάνζας. Δηλαδή καταλαβαίνεις ότι μάλλον γίνεται για να δημιουργήσει αίσθηση, από φόβο ότι πλέον ο κόσμος δεν συγκινείται από τα φορέματα της Βιλανέλ ή τις αμήχανες αφοπλιστικές γκριμάτσες της Ιβ. Και είναι αλήθεια πως η Βιλανέλ δεν είναι πια μια έκπληξη - αν και ομολογούμε πως ακόμη και προβλέψιμη παραμένει μια οπτασία απρόβλεπτων αντιδράσεων.
Η σειρά όμως ήταν εξαρχής της Ιβ. Της Ιβ της Σάντρα Ο. Που εδώ καταφέρνει όχι μόνο να σε κάνει να θες να δεις τη συνέχεια, ακόμη κι όταν βαριέσαι αφόρητα τις επιμέρους σκηνές. Που είναι η μόνη που σε κρατά συνεχώς στη γη, ακόμη και όταν η σειρά παραδίδεται σε μια τόσο υπογραμμισμένη τρέλα που δεν είναι πια τρέλα. Αυτή που ενδεχομένως θα είναι ο μοναδικός λόγος για να δεις έναν τρίτο κύκλο που κανείς δεν ξέρει ή θέλει να συμβεί. Και αυτη που σε μια και μόνο σκηνή - μπροστά σε έναν ειδικό ψυχίατρο παραδέχεται πως ο άντρας της την εγκατέλειψε, κάνει πράγματα που κανονικά δεν θα έκανε, σκέφτεται την Βιλανέλ τις περισσότερες ώρες της ημέρας και δεν νιώθει ασφαλής. Στην ερώτηση «και τι άλλο νιώθεις αυτή τη στιγμή;», η Ιβ θα απαντήσει «Εντελώς ζωντανή».
Κι αυτό, ανεξάρτητα από τον αριστουργηματικό τρόπο που το παίζει η Σάντρα Ο, σε μια σκηνή σάντουιτς ανάμεσα σε δύο μάλλον μέτριες προς το κακό σκηνές - είναι κάτι που θα έγραφε σχεδόν στα τυφλά η Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ. Στ' αλήθεια Ικανός λόγος για να δεις οκτώ επεισόδια αυτού που ήταν η αγαπημένη σου - τώρα χειρότερη αλλά ταυτόχρονα το ίδιο απολαυστική - σειρά.