
ΠΡΟΣΟΧΗ: το κείμενο είναι μία αναλυτική ανάγνωση της σειράς, οπότε έχει spoilers
Είναι συγκλονιστικό αυτό που κατάφερε μία τηλεοπτική σειρά μέσα σε λίγες μέρες. Ναι, μπορεί να υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα που ένα τηλεοπτικό πρότζεκτ γίνεται αυτόματα viral, παγκόσμια εμπορική επιτυχία. Ελάχιστες φορές όμως κάτι κάνει πρεμιέρα σχεδόν αθόρυβα -χωρίς διαφήμιση, χωρίς μεγάλους σταρ- κι εκτοξεύεται απευθείας στο Νο1 μιας γιγαντιαίας πλατφόρμας όπως το Netflix. Ακόμα πια σπάνια, μία τέτοια εμπορική επιτυχία συνοδεύεται κι από ένα άριστο 100% σκορ στις βαθμολογίες των κριτικών (Rotten Tomatoes). Και σχεδόν ποτέ, μία μίνι σειρά δεν έχει προκαλέσει τέτοια τιτάνια αντίδραση στον συλλογικό ψυχισμό του κοινού. Τόσο σοβαρά, τόσο καίρια, τόσο οδυνηρά.
Κι όμως, το βρετανικό «Adolescence» μέσα σε λίγα μόνο 24ωρα, μάς έκανε να μιλάμε όλοι για αυτό. Με δημιουργούς τον Τζακ Θορν (σεναριογράφο και του «Toxic Town») και τον ηθοποιό Στίβεν Γκρέιχαμ (ο οποίος κρατά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του πατέρα) και σκηνοθέτη τον Φίλιπ Μπαραντίνι («Σημείο Βρασμού»), αυτή η «Εφηβεία» βιώθηκε ενήλικα, επώδυνα, τραυματικά, παρόλο που έτρεξε μπροστά στα μάτια μας με μία αδάμαστη νεανική αδρεναλίνη - στην κατασκευή και την εκτέλεσή της.
Γιατί η ιδέα ήταν κοινή με την προηγούμενη συνεργασία των Μπαραντίνι και Γκρέιχαμ (στο «Σημείο Βρασμού»). Κάθε ωριαίο επεισόδιο γυρίστηκε σε ένα μονοπλάνο. Όχι «ψεύτικο» μονοπλάνο (με αόρατο μοντάζ μεγάλων πλάνων). Κυριολεκτικά, ως μία αδιάκοπη, χορογραφημένη, μονόπρακτη λήψη 60 λεπτών.
Δεν είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία. Είναι σε πολλές.»
Γιατί το μονοπλάνο δεν είναι απλώς ένα τεχνικό εύρημα Γιατί μόνο έτσι, σκέφτηκαν οι δημιουργοί, θα μπορούσε το κοινό να αγγίξει τα κόκκινα που χτυπάει ο εγκέφαλος των γονιών όταν επίλεκτοι αστυνομικοί του εγκληματολογικού σπάνε την πόρτα τους στις 6 το πρωί μιας καθημερινής και συλλαμβάνουν τον 13χρονο γιο τους για το φόνο μίας συμμαθήτριάς του. Μόνο με το φακό να ορμάει χωρίς cut στο παιδικό δωμάτιο, γλιστρά κάτω κι από το δικό σου δέρμα ο τρόμος της εισβολής στα στρώματα του παιδιού σου. Δεν καταλαβαίνεις απλώς, αλλά νιώθεις, γιατί το λιποβαρές αγοράκι με το μωρουδιακό πρόσωπο τα κάνει πάνω του όσο τον συλλαμβάνουν ή η έφηβη μεγαλύτερη αδελφή έχει παραλύσει στο πάτωμα του μπάνιου, ή γιατί η μητέρα ουρλιάζει από την κουζίνα ή ο πατέρας, με το μυαλό να μην μπορεί ακόμα να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί, τρέχει ξυπόλυτος στο περιπολικό, καθησυχάζει, υπόσχεται, γυρίζει το βλέμμα έντρομος στη γυναίκα του, πηγαίνει να ντυθεί, να ακολουθήσει, να τρέξει, να επιλύσει την παρεξήγηση, να προστατεύσει. Να προστατεύσει. Να προστατεύσει.
Ούτε το δικό μας μυαλό έχει προλάβει να μεταβολίσει την πληροφορία. Αυτή όμως είναι και η υπόσχεση του «Adolescence»: δε θα πατήσει φρένο, θα τρέξει άπνοα, δε θα μάς περιμένει. Γιατί το εύρημα, ακολουθεί τη βαθύτερη ουσία: ναι, ο χρόνος περνάει αλλά εσύ τι κάνεις για αυτό; Αυτό δεν λένε όλοι οι γονείς για τα παιδιά τους; «Πότε ήταν μωρά, πότε μεγάλωσαν; Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και πέρασαν τα χρόνια». Αυτή η φρενήρης πορεία του ανθρώπου όμως στις σύγχρονες κοινωνίες της Δύσης, όπου κανείς δεν σταματά την τρεχάλα της εργασιακής επιβίωσης για να δώσει προτεραιότητα στους αγαπημένους του, κανείς δεν πατάει το off των συσκευών για να κοιταχτεί στα μάτια, κανείς δεν αφουγκράζεται, δεν παρατηρεί, δεν επιβλέπει έχει το οδυνηρό της αντίτιμο. Κι η ιστορία του 13χρονου Τζέιμι, όπως και οι ωστικές συνέπειες της σε όλη την οικογένεια των Μίλερ, θα μας επιβάλει να τα σταματήσουμε τα πάντα που κάναμε και για 4 binge-watching ώρες να κοιτάξουμε το τραύμα κατάματα. Χωρίς pause κι εμείς. Αποσβολωμένοι. Γιατί, η συνειδητοποίηση μάς κλώτσησε στο στομάχι: ό,τι διαδραματίζεται σε real time μπροστά στο σοκαρισμένο μας βλέμμα δεν απέχει από την πραγματικότητα γύρω, δίπλα και μέσα μας.
To μονοπλάνο δεν είναι εξυπνακίστικο εύρημα. Υπηρετεί την ουσία. Μόνο με το φακό να ορμάει χωρίς cut στο παιδικό δωμάτιο, γλιστρά κάτω κι από το δικό σου δέρμα ο τρόμος της εισβολής στα στρώματα του παιδιού σου. Δεν καταλαβαίνεις απλώς, αλλά νιώθεις, γιατί το λιποβαρές αγοράκι με το μωρουδιακό πρόσωπο τα κάνει πάνω του όσο τον συλλαμβάνουν ή η έφηβη μεγαλύτερη αδελφή έχει παραλύσει στο πάτωμα του μπάνιου, ή γιατί η μητέρα ουρλιάζει από την κουζίνα ή ο πατέρας, με το μυαλό να μην μπορεί ακόμα να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί, τρέχει ξυπόλυτος στο περιπολικό, καθησυχάζει, υπόσχεται, γυρίζει το βλέμμα έντρομος στη γυναίκα του, πηγαίνει να ντυθεί, να ακολουθήσει, να τρέξει, να επιλύσει την παρεξήγηση, να προστατεύσει. Να προστατεύσει. Να προστατεύσει...»
Δεν είναι βασισμένο σε αληθινή ιστορία. Είναι σε πολλές. Πραγματικότητα γύρω μας, δίπλα μας. Στην Αγγλία, το 2016 ο 16χρονος Ντάνιελ Στράουντ μαχαιρώνει τον συνομήλικο συμμαθητή του Μπέιλι Γκουέιν. Το 2023, ο 17χρονος Χασάν Σεντάμου επιτίθεται στο mall με κουζινομάχαιρο και σκοτώνει τη 15χρονη Ελέιν Ανταμ. Την ίδια χρονιά, ο 17χρονος Αξελ Ραντακουμπάνα μαχαιρώνει τρία κορίτσια σε μια τάξη χορού στο Λίβερπουλ. Στην ίδια πόλη (και γενέτειρα του Στίβεν Γκρέιχαμ) το 2021, η 12χρονη Αβα Γουάιτ πέφτει νεκρή από θανάσιμες μαχαιριές ενός 14χρονου. Το Νοέμβριο του 2024, 4 αγόρια (ηλικίας 14 έως 16) και δύο κορίτσια (14 και 15) συλλαμβάνονται για απόπειρα ανθρωποκτονίας ενός 13χρονου κοριτσιού που βρέθηκε να αιμορραγεί μαχαιρωμένο.
Για να μην μιλήσουμε για τον «τοξοβόλο δολοφόνο» του Χερτφορντσάιρ. Για να μην φτάσουμε μέχρι την Αμερική και τον Μπράιαν Κομπέργκερ που σκότωσε πρόπερσι με απανωτές μαχαιριές τις ξανθιές φοιτήτριες στο Αϊνταχο. Ή τον Έλιοτ Ρότζερ που το 2014, τυφλωμένος από το μίσος του για τις γυναίκες σκότωσε 6 και τραυμάτισε 13 στο διαβόητο μακελειό της Σάντα Μπάρμπαρα. Ή το αντίστοιχο στο Τορόντο του Καναδά, από τον Άλεκ Μινασιάν.
Αλλά και μόνο στην Μ. Βρετανία να μείνουμε, τα θανάσιμα μαχαιρώματα ανάμεσα σε ανηλίκους έχουν αυξηθεί 240% την τελευταία δεκαετία. Ένα νούμερο εφιαλτικό. Και η αφετηρία για τον Γκρέιχαμ να ζητήσει από τον Τζακ Θορν να συνεργαστούν σ’ ένα τέτοιο σενάριο.
Δεν είναι «whodunit». Είναι «we-all-dun-it». O τρόμος δεν προκύπτει γιατί αγωνιούμε για το ποιος είναι ο δολοφόνος. Τον ξέρουμε από το πρώτο επεισόδιο. Αλλά γιατί πρέπει να σκάψουμε βαθύτερα και να δούμε πώς έχουμε όλοι οπλίσει το χέρι του...»
Δεν είναι «whodunit». Είναι «we-all-dun-it» Στο σενάριο αυτού του κοινωνικού θρίλερ το σασπένς δεν προκύπτει από το «whodunit». Ο 13χρονος Τζέιμς είναι ένοχος. Δεν είναι spoiler, το αποκαλύπτει σύντομα το πρώτο επεισόδιο. Ακόμα κι αν δεν θέλει να το πιστέψει ο πατέρας του, ή ο αστυνομικός ντετέκτιβ που στο πρόσωπό του βλέπει το γιο του, ή εμείς οι θεατές που γκρεμίζεται μπροστά μας κάθε στερεότυπο παιδικής αθωότητας, ο Τζέιμς είναι ένοχος. Υπάρχει το CCTV υλικό από τις κάμερες του δρόμου.
Οπότε ο τρόμος δεν προκύπτει από το να πιάσουμε το δολοφόνο. Αλλά από το να σκάψουμε βαθύτερα και να δούμε πώς έχουμε όλοι οπλίσει το χέρι του.
Όχι, ο Θορν δεν έχει γράψει ένα διδακτικό σενάριο. Αντιθέτως, είναι masterclass λεπτοδουλειάς που τραβάει το τσιρώτο αλλά δεν ζουμάρει στο τραύμα. Δεν το χρειάζεται. Σε υποψιάζει και σε αφήνει μόνος σου να σκάψεις βαθιά.
Μόνος σου, σε πυρετό, παρακολουθείς και σκάβεις. Τι ευθύνη έχουμε εμείς, οι γείτονες, οι συμπολίτες, οι ενήλικοι που δεν αφουγκραζόμαστε, κρυφακούμε; Δεν κοιτάμε, κουτσομπολεύουμε; Δεν βοηθάμε, ανακουφιζόμαστε που δεν είμαστε εμείς στη θέση των Μίλερ; Τι ευθύνη έχει το σχολείο; Ένα κτίριο εγκλεισμού, με κουρασμένους καθηγητές που ουρλιάζουν, αλλά δεν εμπνέουν, ούτε διδάσκουν πια; Τι ευθύνη έχουν οι γονείς; Η γενιά των 50άρηδων που δουλεύει ακατάπαυστα κι αυτό το θεωρεί δικαιολογία για να αφήσει όλα τα άλλα στον αυτόματο πιλότο; Πώς καθησυχάζονται γιατί το παιδί είναι στο σπίτι, στο δωμάτιο του, οπότε ασφαλές. Κι ας είναι χωμένο στο κομπιούτερ του με τις ώρες. Κι ας είναι αποσυνδεμένο από αυτούς και κολλημένο στο κινητό του. Πώς του μαθαίνουν να μην ακολουθεί ξένους στο δρόμο, αλλά δεν έχουν ιδέα ποιους αλά Αντριου Τέιτ influencers της «ανδρόσφαιρας» μπορεί να ακολουθεί;
Τι ευθύνη έχουμε που δεν ξέρουμε τι είναι «ανδρόσφαιρα»; Τι cyberbullying τρώνε τα εύθραυστα εφηβικά μυαλά, που πλέον το παιχνίδι του popularity δεν παίζεται μόνο στο σχολικό εξάωρο σε τάξεις, αυλές και καπνιστήρια; Αλλά σ’ έναν ανεξέλεγκτο, τρομακτικό κυβερνοχώρο, με την ταυτότητα και την αξία να συνθλίβεται με σχόλια και emoticons;
Το υπέροχο, το σπαρακτικό -και το ακόμα πιο ανησυχητικό- είναι ότι ο Τζακ Θορν γράφει χωρίς να κουνάει το δάχτυλο. Με ειλικρίνεια αλλά και κατανόηση. Δεν τον ενδιαφέρουν εύκολα συμπεράσματα, δεν βοηθούν κανέναν. Αντιθέτως, το σενάριό του είναι masterclass λεπτοδουλειάς που τραβάει το τσιρώτο αλλά δεν ζουμάρει στο τραύμα. Δεν το χρειάζεται.»
Το υπέροχο, το σπαρακτικό -και το ακόμα πιο ανησυχητικό- είναι ότι ο Θορν γράφει χωρίς να κουνάει το δάχτυλο. Με ειλικρίνεια αλλά και κατανόηση. Δεν τον ενδιαφέρουν εύκολα συμπεράσματα, δεν βοηθούν κανέναν. Οι γονείς είναι τρυφεροί, καλοπροαίρετοι, βιοπαλαιστές. Θα μπορούσαμε να ήμασταν εμείς στη θέση τους. Οι δάσκαλοι είναι φροντιστικοί, αλλά κατάκοποι, κακοπληρωμένοι. Έχουν χάσει τον έλεγχο. Θα μπορούσαμε να ήμασταν εμείς στη θέση τους. Ακόμα και οι αστυνομικοί δεν σκιαγραφούνται με βάρβαρα κλισέ. Ο ντετέκτιβ προσπαθεί πραγματικά να καταλάβει. Στο ίδιο σχολείο πηγαίνει κι αποξενωμένος γιος του. Κλονίζεται βαθιά. Θα μπορούσε να είναι αυτός στη θέση του πατέρα.
Και το τρομαχτικότερο από όλα: ο Τζέιμι με τα ελαφίσια μάτια. Θα μπορούσε να είναι ο γιος σου. Πώς; Με μία σειρά από άγνωστες λέξεις…
Ενα γυμνασιόπαιδο που γνωρίζει την απόρριψη από τις συμμαθήτριές του, μπορεί να βρει παρηγοριά σε άλλα παρόμοια αγόρια στο περιθώριο («incels»), αλλά και ανατριχιαστικά επικίνδυνους influencers της «ανδρόσφαιρας», με συμβουλές στο YouTube για το πώς θα ανταπεξέλθει σε αυτό τον πόνο, πώς θα γίνει alpha male, πώς θα εκδικηθεί τις σκρόφες εκεί έξω...»
Incels. Κόκκινο Χάπι. Η θεωρία του 80-20. Κι άλλες άγνωστες λέξεις
Για όλους μας η εφηβεία ήταν ένα σκληρό πέρασμα. Η μοναξιά και η δυσκολία στην κοινωνικοποίηση είναι η κανονικότητα σε ηλικίες που είμαστε ευάλωτοι, χαμένοι, ασχημάτιστοι και ιδιαίτερα επιρρεπείς σε κοινωνικές πιέσεις και στην "ψυχολογία της μάζας". Όμως η σύγχρονη γενιά έχει ένα όπλο που κανονικά θα έπρεπε να είναι μεταφορικό («οπλίζεται», επιμορφώνεται για ένα μέλλον με ανοιχτό ορίζοντα) αλλά δυστυχώς μπορεί να γυρίσει και στον κρόταφο της. Την τεχνολογία. Με το διαδίκτυο, η γνώση είναι στην άκρη των δαχτύλων σου. Όμως δεν προλαβαίνεις να την μεταβολίσεις. Ανοίγεις εκατοντάδες παράθυρα στον κόσμο, αλλά παράλληλα επιτρέπεις και στον κόσμο να εισβάλει μέσα σου. Εύκολα. Με γονείς που έχουν μείνει πίσω στις εξελίξεις, στη γλώσσα, στην ανάπτυξη. Οπότε και ανεξέλεγκτα.
Τα σκοτάδια της εφηβείας στο dark internet μπορούν να σε καταπιούν, οι ανασφάλειες σε αυτό τον παραμορφωτικό καθρέφτη γιγαντώνονται. Ενα γυμνασιόπαιδο που γνωρίζει την απόρριψη από τις συμμαθήτριές του, μπορεί να βρει παρηγοριά σε άλλα παρόμοια αγόρια στο περιθώριο («incels» - από το "involuntary celibate", δηλαδή “ακουσίως αγάμητοι γιατί τους απορρίπτουν”), αλλά και ανατριχιαστικά επικίνδυνους τύπους στο YouTube με συμβουλές για το πώς θα ανταπεξέλθει σε αυτό τον πόνο, πώς θα γίνει «δυνατός», «αρρενωπός» άντρας (alpha male / Chad) για να μη δυστυχήσει. Πώς θα τιμωρήσει τις συμμαθήτριες που τον προσπερνούν ή τον εκμεταλλεύονται. Πώς θα μισήσει τα κορίτσια για όλα του τα προβλήματα - γιατί είναι ξεκάθαρα σκληρά, κακά, επιφανειακά, ενδιαφέρονται μόνο για στερεοτυπικά υπερβολικά όμορφα αγόρια, ή τους πλούσιους μεγαλύτερους. Εύκολα κι ανεξέλεγκτα θα βρει και θα διαβάσει τα μανιφέστα των Αντριου Τέιτ και Έλιοτ Ρότζερ που σπέρνουν μίσος έναντι κάθε θηλυκότητας, καθοδηγούν την εκδίκηση, την μισογύνικη τρομοκρατία.
Αυτή την ιδεολογία τους, οι incels την αποκαλούν "Red pill” (ναι, από το Matrix - το μπλε χάπι είναι ψευδαίσθηση, το κόκκινο δείχνει την πραγματική ζωή) και τη βασίζουν στην (ψεύτικη φυσικά) «στατιστική» του 80/20: το 80% των γυναικών ενδιαφέρεται μόνο για το 20% των αντρών. Εσύ είσαι άσχημος, ασήμαντος, σε χλευάζουν.
Κάπως έτσι, το ευαίσθητο σου αγόρι χτίζει σταδιακά την οργή του. Νομίζεις ότι είναι ασφαλές στο δωμάτιο του. Αλλά αυτό βάλλεται από παντού κι οργανώνει τη βίαιη εκδίκηση του.
Κάθε ωριαίο επεισόδιο γυρίστηκε σε ένα μονοπλάνο. Όχι «ψεύτικο» μονοπλάνο (με αόρατο μοντάζ μεγάλων πλάνων). Κυριολεκτικά, ως μία αδιάκοπη, χορογραφημένη, μονόπρακτη λήψη 60 λεπτών»
Masterclass κινηματογράφησης
Όχι μόνο ο σκηνοθέτης, Φίλιπ Μπαραντίνι, αλλά κι ο DP Μάθιου Λιούις είναι άξιοι όλων των βραβείων γιατί αυτό που έχουν κατασκευάσει είναι άθλος.
4 επεισόδια πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, 4 ωριαία μονοπλάνα με εντελώς διαφορετικές ανάγκες και προκλήσεις που παίζονται στις λεπτομέρειες. Άλλη δυσκολία έχει η εισβολή στο σπίτι (από το πεζοδρόμιο, στο πάνω πάτωμα με τις κρεβατοκάμαρες, πίσω στα περιπολικά και μέσα στο αστυνομικό τμήμα και τους χώρους ανακρίσης). Διαφορετική πίστα η χαρτογράφηση ενός δαιδαλώδους σχολείου και οι έρευνες των αστυνομικών από τάξη σε τάξη (μόνη νανοστιγμή που έχουν χρησιμοποιηθεί ειδικά εφέ είναι μία δραπέτευση από το παράθυρο), από τις σκάλες στην αυλή και μετά με drone η απογείωση για να δούμε την μεγάλη εικόνα.
Ένας πατέρας που θα έπρεπε να απολαμβάνει το γενέθλιο πρωινό του αλλά η λέξη «παιδοβιαστής» στο βανάκι του τον ωθεί σε μία φρενήρη οδήγηση στο «Praktiker» για να βάψει πάνω από το προσβλητικό σύνθημα και πίσω στο σπίτι για να καταρρεύσει το δωμάτιο του γιου του, θέλει συνεχώς διαφορετικές ταχύτητες στην καταγραφή του - όπως το καρδιοχτύπι του.
Και, στο καλύτερο επεισόδιο κατά τη γνώμη μας, το τρίτο, όταν δεν υπάρχει κίνηση, όταν ο 13χρονος Τζέιμι καθηλώνεται σε ένα ανακριτικό τραπέζι και παίζει ένα παιχνίδι γάτας-ποντικού με την ειδική ψυχολόγο της αστυνομίας, πώς διατηρείς την ένταση του μονοπλάνου; Με τις λεπτομέρειες. Μία δεύτερη ανάγνωση της σκηνής και καταλαβαίνει κανείς ό,τι ο χειριστής του μονοκάμερου «διαβάζει το δωμάτιο». Κάθε αλλαγή ενέργειας - μία πιο έντονη ερώτηση, μία πιο επιθετική απάντηση, μία ρουφηξιά της ζεστής σοκολάτας, μία μπουκιά από το σάντουιτς- καθορίζει την κίνηση. Πότε η κάμερα απομακρύνεται, πότε πλησιάζει, πότε κάνει κύκλους σαν τον καρχαρία γύρω από την ηλεκτρισμένη συζήτηση.
Ο Μάθιου Λιούις δεν ήθελε κάμερα στον ώμο. 4 ώρες υλικού με τέτοιο γύρισμα θα προκαλούσε ναυτία. Χρησιμοποίησε gimbals, και ευέλικτες ελαφριές DJI Ronin 4D κάμερες.»
Όλα αυτά είχαν χαρτογραφηθεί από τις πρόβες. Από την εύρεση των χώρων, των διαδρομών. Από το σενάριο που έπρεπε να αλλάξει, να προσαρμοστεί, να βοηθήσει, να δώσει ιδέες για να πάρει ο φακός τη σκυτάλη. Δεκάδες βοηθοί κρυμμένοι, ξαπλωμένοι, καθοδηγούσαν τους ηθοποιούς και τους εκατοντάδες κομπάρσους στα σημάδια τους. Ακόμα κι αυτός που κρατούσε το boom του ήχου έπρεπε να χορεύει μαζί με τους χειριστές, να ξέρει πώς θα κρατηθεί εκτός πλάνου σε μία φαινομενικά αναρχική, ξέφρενη κίνηση.
Ο Μάθιου Λιούις δεν ήθελε κάμερα στον ώμο. 4 ώρες υλικού με τέτοιο γύρισμα θα προκαλούσε ναυτία. Χρησιμοποίησε gimbals, και ευέλικτες ελαφριές DJI Ronin 4D κάμερες. Οταν γινόταν ένα λάθος (είτε γιατί έμπλεκε ο γάτζος που έπρεπε να απελευθερώσει την κάμερα από το γιλέκο ενός χειριστή και να την παραλάβει ο επόμενος, είτε γιατί κολλούσε το ζουμ του φακού, είτε γιατί το iPad που έδινε σήμα έκανε μόνο του restart, είτε γιατί έπεφτε το ρεύμα) το γύρισμα πήγαινε από την αρχή.
Αδύνατο να το πιστέψει κανείς, αλλά αυτό είναι το ντεμπούτο του 15χρονου Όουεν Κούπερ. Ένας πιτσιρικάς φαινόμενο, από αυτά τα ακατέργαστα ταλέντα που εμφανίζονται once in a blue moon, και μπορούν να παίξουν στα ίσα ηθοποιούς μεγάλης εμπειρίας, χρόνων εξάσκησης, τριβής.»
Ένας ερμηνευτικός άθλος
Αν όμως κάτι μάς μένει, όταν και η τελευταία σκηνή μας ισοπεδώσει, όταν το παιδικό δωμάτιο με την ταπετσαρία με τους αστροναύτες κλείσει ερμητικά την πόρτα του και οι λυγμοί του πατέρα γίνονται οι αποσκευές που θα τον συνοδεύουν για πάντα, είναι οι ερμηνείες.
Τα τελευταία χρόνια (από τους «Sopranos» μέχρι το «Succession» κι από το «The Wire» μέχρι το «Breaking Bad») έχουμε δει ερμηνείες που σπάνε τα όρια της μικρής οθόνης - κανονικά ανήκουν στην μεγάλη και με ένα Οσκαρ στο τζάκι των πρωταγωνιστών.
Ας το πούμε όμως άλλη μία φορά: αυτές οι ερμηνείες έγιναν σε μία συνεχόμενη λήψη. Χωρίς περιθώριο λάθους. Χωρίς δεύτερες ευκαιρίες να συντονιστείς με το συναίσθημά σου.
Και για να γίνουν όλα ακόμα πιο απαιτητικά: με 15χρονο πρωτάρη πρωταγωνιστή. Γιατί αυτό είναι το ντεμπούτο του Όουεν Κούπερ, που ερμηνεύει τον Τζέιμι. Ένας πιτσιρικάς φαινόμενο, από αυτά τα ακατέργαστα ταλέντα που εμφανίζονται once in a blue moon, και μπορούν να παίξουν στα ίσα ηθοποιούς μεγάλης εμπειρίας, χρόνων εξάσκησης, τριβής. Ο Κούπερ συρρικνώνεται κι ορμάει, σπαράζει κι επιτίθεται, προβάλει την αφέλεια της ηλικίας όσο του ξεφεύγουν δαιμόνια βλέμματα, μέσα στο ίδιο λεπτό της ώρας. Απέναντι σε μία (ακόμα μια φορά) συγκλονιστική Εριν Ντόχερτι που δίνει ρεσιτάλ πινγκ-πονγκ συναισθημάτων στη συγκροτημένη και χειργουγικά χειριστική ψυχολόγο ηρωίδα της.
Ο Ασλεϊ Γουόλτερς, ως αστυνομικός ντετέκτιβ αλλά και διαζευγμένος πατέρας που έχει χάσει την επαφή κι αυτός με το γιο του, ακροβατεί ανάμεσα στο σκληροτράχηλο βηματισμό και τα αβέβαια παραπατήματα απέναντι στη νέα γενιά. Δεν τους καταλαβαίνει, πώς θα τους χειριστεί; Μοιάζει με γίγαντα που φοβάται τα τρολ, παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες και βγαίνει λίγος. Κοιτά το αγόρι που συλλαμβάνει με θυμό και ταυτόχρονη στοργή.
Υπέροχη, η Κριστίν Τρεμάρκο σαν μάνα (και σύζυγος) που λιώνει από την αγωνία και τον πόνο και το κλάμα. Η Αμελί Πιζ είναι αθόρυβα στιβαρή και μελετημένη στο ρόλο της μεγάλης αδελφής (και κανονικά θα της άξιζε ένα δικό της αποκλειστικό επεισόδιο για τη ζημιά που έχει γίνει σε αυτήν - «την κόρη που φροντίζει, αντί να τη φροντίζουν»)
Ερμηνείες μίας λήψης. Χωρίς περιθώριο λάθους. Χωρίς δεύτερες ευκαιρίες να συντονιστείς με το συναίσθημά σου. Ενας πραγματικός άθλος»
Εκείνος όμως που κλέβει την παράσταση και εμφανίζεται στα μάτια μας ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς μας (καθόλου τυχαία δεν τον επιλέγει συχνά ο Σκορσέζε) είναι Στίβεν Γκρέιχαμ. Ο ρόλος του πατέρα άλλωστε είναι ρόλος-κλειδί. Σε ποιον θα ήθελε να μοιάσει το αγόρι; Ποιον λαχταρά να ικανοποιήσει, από ποιον αποζητά την επιβεβαίωση, τον έπαινο, την αποδοχή, άρα «την αγάπη»; Και τι συμβαίνει αν δεν πιάνουν τα χέρια σου, αλλά έχεις πατέρα τεχνίτη; Πώς θα πάρεις τον έπαινο όταν δεν είσαι καλός στα αθλήματα - εσύ πάντα προτιμούσες να ζωγραφίζεις (αλλά μήπως αυτά είναι για αδελφές; )
Ο Γκρέιχαμ παραδίδει μία ερμηνεία που ανήκει στα γκρι της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Για αυτό και είναι τέτοια η ωστική της αλήθεια. Σε αυτό το ενδιάμεσο που η γονεϊκή αγάπη εκδηλώνεται επιτακτικά, η ανησυχία με θυμό, η απογοήτευση με βίαιη σιωπή. Πώς θα αποδεχθεί ένας πατέρας το έγκλημα του παιδιού του; Πώς θα σταθεί απέναντι, δίπλα του; Πώς θα γκρεμίσει τον εγωισμό του για να παραδεχθεί τα λάθη του; Πώς θα αντιμετωπίσει τα επικριτικά βλέμματα των γειτόνων, πώς θα περιφρουρήσει εκ νέου το σπίτι του, πώς θα φροντίσει το άλλο του παιδί;
Μπροστά στα μάτια μας, σε μία λήψη, ο Γκρέιχαμ στηρίζει και καταρρέει, χάνει τα όρια και τα ξαναβρίσκει, πέφτει και σηκώνεται. Διαλύεται μπροστά σ’ ένα αρκουδάκι. Και μαζί του κι εμείς.
Αντί επιλόγου: Φάε το φαΐ σου
Μικρή λεπτομέρεια, αλλά πιστεύουμε όχι τυχαία. Τι κληρονομούμε από γενιά σε γενιά ως πρώτη και κύρια φροντίδα των ενηλίκων προς τα παιδιά: τα ταΐζουμε. Κάθε μπουκιά στο συλλογικό ασυνείδητο βιώνεται ως «αγάπη». Είναι;
Το φαγητό στη σειρά έχει έναν περίεργο ρόλο, ως ένα συμβολικό υποκατάστατο - όταν δεν ξέρουν οι ήρωες τι να κάνουν (μέσα στο κρατητήριο ο αμήχανος, σοκαρισμένος πατέρας θα επιμείνει «να φάει ο μικρός τα κορν φλέικς του), όταν επιχειρούν να αναστηλώσουν τις αγεφύρωτες σχέσεις τους (ο αστυνομικός προτείνει στο γιο του να πάνε για fish n chips), όταν καλοπιάνουν («σου έφερα ζεστή σοκολάτα και το μισό μου σάντουιτς»), όταν θέλουν να προσφέρουν ανακούφιση κι ανταμοιβή και κανονικότητα (το γενέθλιο πρωινό για τον πατέρα).
Τροφή προσφέρει η σειρά. Γιατί δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις, θα ήταν γελοίο, σε κάτι τόσο πολύπλοκο. Τροφή που είναι δύσκολο να τη χωνέψει κανείς - μασκαρεμένη ως ποπ κορν streaming, κάθε επεισόδιο πέφτει σα βαρίδι στο στομάχι του θεατή. Είναι όμως αναγκαία για τον πέψη της σκέψης, την μετακίνηση της από συστημικές αγκυλώσεις.
Μασημένη τροφή επιχειρήσαμε με τόσες φεμινιστικές κουβέντες για τα τοξικά απόνερα αιώνων πατριαρχίας (πόσα αγόρια πρέπει να συγκρουστούν με την εικόνα του macho αρσενικού για να καταλάβουμε τη ζημιά της), αλλά ο #metoo διάλογος επέστρεφε πίσω ως αφοριστικός εμετός. Ίσως έπρεπε έτσι να περάσει στο αίμα το μήνυμα - ως ενδοφλέβιος ορός ενός καυστικού binge watching.»
Μασημένη τροφή επιχειρήσαμε με τόσες φεμινιστικές κουβέντες για τα τοξικά απόνερα αιώνων πατριαρχίας (πόσα αγόρια πρέπει να συγκρουστούν με την εικόνα του macho αρσενικού για να καταλάβουμε τη ζημιά της), αλλά ο #metoo διάλογος επέστρεφε πίσω ως αφοριστικός εμετός. Ίσως έπρεπε έτσι να περάσει στο αίμα το μήνυμα - ως ενδοφλέβιος ορός ενός καυστικού binge watching.
Η ανθρωπότητα τρέχει μπροστά, οι τεχνολογικές αλματώδεις εξελίξεις θα μας ξεπερνούν, το κακό θα συνεχίσει να υπάρχει στον κόσμο. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες που μάς αναλογούν, να πάρουμε τη σκυτάλη και να τρέξουμε παράλληλα - με όσες δυνάμεις μπορούμε. Δέσμευση κινητών, κλείδωμα του wifi, μπλοκαρίσματα, απαγορεύσεις δεν λειτουργούν. Δεν έχουν και νόημα - ένα 5χρονο ξέρει καλύτερα το iphone σου από σένα.
Η μόνη λύση απέναντι στη νοσηρότητα που παραμονεύει είναι η συνεχής επικοινωνία, η ενδυνάμωση και… η τροφή. Μία άλλου είδους τροφή, πιο βιταμινούχα, πιο θρεπτική. Αυτή που στηρίζει κάθε ταυτότητα που το παιδί οικειοποιείται και δε φορά εκβιαστικά αυτή που του διαλέξαμε. Αυτή που του χαρίζει κριτική σκέψη και άξονα και αυτοπεποίθηση και ανακούφιση. Αυτή που το ενθαρρύνει να εκδηλώνει κάθε του συναίσθημα, χωρίς να του επιβάλλεται θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Τροφή για ευτυχία κι όχι μόνο επιτυχία. Τροφή για καλοσύνη, αλληλεγγύη, συμπόνοια. Τροφή για συνύπαρξη κι όχι πρωταθλητισμό ατομικισμού. Τροφή για ζεστό άγγιγμα, βλέμματα, αγκαλιές, όχι μόνο scrolling σε παγωμένες οθόνες.
Διαφορετικά θα συνεχίσει να ισχύει η δυστοπία που έχει περιγράψει καλύτερα από όλους η Μάργκαρετ Ατγουντ: «Ζούμε σ’ έναν κόσμο που τα αγόρια φοβούνται ότι τα κορίτσια θα τα χλευάσουν. Και τα κορίτσια φοβούνται ότι τα αγόρια θα τα σκοτώσουν».
To «Adolescence» είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα του Netflix