Δεν είναι λίγες οι ταινίες που έχουν προσπαθήσει να δείξουν την ένταση, τις σχέσεις και το δράμα (κυρίως αυτό) που κρύβεται πίσω από την πόρτα της κουζίνας κάποιου πολυτελούς εστιατορίου. Ελάχιστες όμως καταφέρνουν να πετύχουν κάτι πραγματικά... γευστικό, με τις περισσότερες να συμβιβάζονται με παραδοσιακές συνταγές και πιάτα που δεν αρκούν ούτε για να χαϊδέψουν τον ουρανίσκο του θεατή.
Το ίδιο προσπαθεί και ο σκηνοθέτης Φίλιπ Μπαραντίνι με την δεύτερη μεγάλου μήκους του ταινία, «Σημείο Βρασμού», βασισμένη στην ομότιτλη μικρού μήκους ταινία του ίδιου, η οποία τοποθετεί τη δράση στο επίκεντρο μιας γεμάτης έντασης βραδιάς σε ένα εστιατόριο του Λονδίνου και την... εκτελεί με ένα βιρτουόζικο μονοπλάνο που κάνει τον τηλεοπτικό «Εφιάλτη στην Κουζίνα» να μοιάζει σαν ένα όνειρο.
Ο Αντι, σεφ ενός διακεκριμένου λονδρέζικου εστιατορίου, φτάνει αργοπορημένος στη δουλειά του για να διαπιστώσει ότι όλα έχουν πάει πίσω λόγω μιας ξαφνικής επιθεώρησης από την υγειονομική επιτροπή. Και τα προβλήματα δεν σταματούν εκεί. Μέσα στη διάρκεια μίας και μόνο βάρδιας, ο Αντι και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του εστιατορίου καλούνται να αντιμετωπίσουν παράλογους πελάτες, τσακωμούς ανάμεσα στο προσωπικό, ατυχήματα, τραυματισμούς, ανοιχτούς λογαριασμούς από το παρελθόν και όλα αυτά με τις παραγγελίες να τρέχουν και την κουζίνα να πρέπει να ανταπεξέλθει. Θα τα καταφέρει ο Αντι να ανταποκριθεί σε άλλη μια βραδιά εξοντωτικής πίεσης;
Η φωτιά της ταινίας καίει δυνατή από την πρώτη στιγμή. Η κάμερα του Μπαραντίνι, σε συνεργασία με τον φωτογράφο του Μάθιου Λούις δεν σταματά να κινείται καθώς μάς εισάγει στο ιδιαίτερο οικοσύστημα του εστιατορίου και μάς συστήνει τους χαρακτήρες του δράματος, παρουσιάζοντας τους σαν τα κύρια συστατικά του πιάτου του, έτοιμα όλα να μπουν στον καζάνι που ήδη έχει αρχίσει να κοχλάζει.
Δεν σταματά όμως εκεί. Ο Μπαραντίνι περιφέρεται στον χώρο σε κατάσταση συνεχούς έξαψης καθώς μεταπηδά από την αγωνία, τα νεύρα και την αδρεναλίνη που χτυπούν κόκκινο στην κουζίνα σε στιγμές ηρεμίας, χαμηλώνοντας την φωτιά στο ελάχιστο για να δώσει στην ταινία του την απαραίτητη αποφόρτιση που χρειάζεται, χωρίς να κακομεταχειρίζεται την πρώτη ύλη του - εδώ, τη δραματουργία του. Οχι τυχαία, η ταινία βρίσκει τον πιο δυνατό παλμό της όταν επικρατεί ηρεμία κι ανακαλύπτεις κάποιες μικρές προσωπικές ιστορίες (κάποιες από αυτές βαθιά συγκινητικές) των διαφόρων υπαλλήλων του εστιατορίου, όπως εκείνη του νεαρού ζαχαροπλάστη ή της υπεύθυνης που θεωρεί τον εαυτό της άχρηστο όταν μαθαίνει πως την αντιπαθούν όλοι οι υπάλληλοι, οι οποίες δένουν γερά σαν μικρές ιδιαίτερες γεύσεις μια ήδη δυνατή συνταγή, αλλά και με κάποιες από αυτές να μοιάζουν περισσότερο ως αχρείαστη σάλτσα που παραγεμίζει το πιάτο παρά δίνει εκείνη την παραπάνω ένταση στην γεύση του.
Στο επίκεντρο όλων αυτών και η κινητήρια δύναμη της ταινίας είναι ο Αντι του Στίβεν Γκρέιαμ (πρωταγωνιστής και της ομότιτλης μικρούς μήκους ταινίας) ο οποίος μας συστήνεται από την αρχή ως ένας κατεστραμμένος άνθρωπος ο οποίος προσπαθεί να βρει την ισορροπία μεταξύ της αρκετά απαιτητικής δουλειάς του και της προσωπικής του ζωής. Ο Γκρέιαμ παίζει τον ρόλο του με δυναμισμό και τσαμπουκά χωρίς όμως να κρύβει και την εύθραυστη πλευρά του εκεί που χρειάζεται. Μια πραγματικά εξαιρετική ερμηνεία που του χάρισε μια επάξια υποψηφιότητα στα φετινά BAFTA, τα βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.
Οπως είναι φυσικό, ακόμα και όταν όλα είναι τέλεια προγραμματισμένα, δεν λειτουργούν τα πάντα ρολόι, με κάποιους χαρακτήρες δείχνουν περισσότερο ως συνοδευτικά πιάτα, χωρίς την ανάπτυξη που ίσως περιμέναμε ως το τέλος ενώ υπάρχουν στιγμές που μοιάζουν σαν μια ωρολογιακές βόμβες έτοιμες να κάνουν τις δικές τους φλαμπέ εκρήξεις, αλλά όταν σκάνε δεν ανταποκρίνονται στις υποσχέσεις που είχαν δώσει.
Ας είναι. Ελάχιστες παραλείψεις σε ένα υπέροχο κατά τα άλλα πιάτο το οποίο, όπως αναφέρει και μια κριτικός γεύσης, δεν χρειάζεται να είναι μοριακή κουζίνα για να εντυπωσιάσει. Απλό και υπέροχο σε σημεία, το φιλμ του Μπαραντίνι μπορεί στο τέλος να μην κερδίζει κάποιο αστέρι Michelin αλλά σίγουρα είναι εκείνο το πειραματικό πιάτο που πετυχαίνει τον σκοπό του: να χορτάσει κινηματογραφικά ακόμη και τον πιο απαιτητικό θεατή.