Το 2017 o Ιταλός, αλλά μόνιμος κάτοικος Αμερικής, Αντρέα Παλαόρο είχε συμμετάσχει για πρώτη φορά στο Επίσημο Διαγωνιστικό της Βενετίας με το «Χάνα», τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, και είχε καταφέρει όχι μόνο να δημιουργήσει ένα αποκαλυπτικό πορτρέτο μιας γυναίκας βυθισμένης στη μοναξιά, την απόγνωση και την αμφιβολία, αλλά και να δώσει την ευκαιρία στη Σαρλότ Ράμπλινγκ να παραδώσει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της, μια ερμηνεία που παρά τη σαρωτική (και μετέπειτα οσκαρική) παρουσία της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ στο διαγωνιστικό με τις «Τρείς Πινακίδες Εξω από το Εμπινγκ στο Μιζούρι», χάρισε στην Ράμπλινγκ το Βραβείο Βόλπι Γυναικείας Ερμηνείας.
Το «Χάνα» ήταν το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα ισάριθμες μοναχικές γυναίκες αντιμέτωπες με το παρελθόν και κυρίως το παρόν τους και φέτος, πέντε χρόνια μετά, ο Αντρέα Παλαόρο επέστρεψε στη Μόστρα με τη «Μόνικα», για να μας συστήσει μια ακόμα χαμηλόφωνα συναρπαστική ηρωίδα, σε ένα δεύτερο ταξίδι αυτογνωσίας (ή κατάρρευσης) μέσα από την ενοχή και την συγχώρεση, αυτή τη φορά μιας τρανς γυναίκας πίσω στο πατρικό της και στην βαριά άρρωστη μητέρα της, με την οποία είχε να μιλήσει από τότε που στην εφηβεία της διώχτηκε από το σπίτι λόγω της σεξουαλικότητάς της.
Ενώ όμως η Χάνα ήταν μια γυναίκα η οποία έχανε τον εαυτό της μέσα σε έναν ολοένα και πιο απειλητικό κι εχθρικό περίγυρο, εδώ η πορεία είναι σχεδόν αντίστροφη. Η Μόνικα προσπαθεί να κάνει ένα ταξίδι από την απόρριψη προς το φως, προς την αποδοχή και την ολοκλήρωση, ακόμα όταν στην αρχή δεν είναι σίγουρη γι’ αυτό, κάνει δεύτερες σκέψεις, θέλει να γυρίσει πίσω στο βολικό κενό ενός κόσμου που κανείς δεν ξέρει το παρελθόν της.
Γι’αυτό εδώ το κάδρο έχει αναλογία 1:2:1, είναι σχεδόν τετράγωνο και ασφυκτικό, και η Μόνικα δεν παρουσιάζεται ποτέ ολόκληρη μπροστά στο φακό, παρά μόνο σε προφίλ ή μέσα από σκιές και ευφάνταστους αντικατοπτρισμούς σε όποια επιφάνεια μπορεί να αντανακλάσει έστω και ένα μέρος από το κορμί της.
Οταν η Μόνικα επιστρέφει στο πατρικό μετά από πρόσκληση της νύφης της, η μητέρα της, στα τελευταία στάδια μιας εκφυλιστικής ασθένειας, δεν αναγνωρίζει το αγόρι στο οποίο κάποτε είπε ότι δεν μπορεί να είναι μητέρα του, όχι μόνο γιατί αυτό έχει γίνει μια εκπληκτικά όμορφη γυναίκα, αλλά ίσως κι επειδή αρνείται να το σκεφτεί ως ενδεχόμενο ή την εμποδίζει η αρρώστια της.
Αλλωστε, οι προθέσεις και οι σκέψεις δεν εξωτερικεύονται ποτέ και τα λόγια είναι σπάνια στην ταινία και αυτό είναι η μεγαλύτερη γοητεία (και ταυτόχρονα η αδυναμία) της. Όλα εκφράζονται ή υπονοούνται μέσα από τις σιωπές, τα βλέμματα, τις ανεπαίσθητες συσπάσεις των προσώπων και τις φωτοσκιάσεις. Ακόμα και η σκηνή της αναγνώρισης, που τόσο μεθοδικά χτίζεται, ξαφνιάζει με μια τρυφερότητα που δεν χρειάζεται το λόγο, αλλά αρκείται σε ένα νεύμα και μια χειρονομία.
Μετά από αυτό το κομβικό σημείο, η Μόνικα μπορεί να εμφανιστεί ολόκληρη στο κάδρο, το οποίο φωτίζεται για να κάνει ορατή μια τρανς γυναίκα που έχει το δικαίωμα, όχι μόνο στην ορατότητα, αλλά και στην ευτυχία, έστω και με δειλά βήματα και με πολλές αμήχανες στιγμές, όπως το κλείσιμο με τον εθνικό ύμνο της Αμερικής, παράφωνα τραγουδισμένο από τον ανιψιό της Μόνικας κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδήλωσης.
Με δύο εξαιρετικές ερμηνείες από την έμπειρη και πάντα συγκλονιστική Πατρίσια Κλάρκσον στο ρόλο της μητέρας και την τρανς στην αληθινή ζωή και πραγματική αποκάλυψη στον ομότιτλο ρόλο Τρέις Λισέτ, το «Μόνικα» είναι μια ταινία, η οποία περήφανα επιλέγει να ψιθυρίσει τα μυστικά της και τις αλήθειες της σε όποιον θέλει να τα ακούσει. Οπως ακριβώς και η ηρωίδα της.