Η Χάνα είναι μια μεσόκοπη γυναίκα που κατοικεί σε μια παραθαλάσσια πόλη του Βελγίου κι εργάζεται ως οικονόμος σε ένα μεγαλοαστικό σπίτι. Ζει μια μάλλον αντικοινωνική ζωή με μοναδικές εξαιρέσεις τις μέρες που κάνει ομαδική ψυχοθεραπεία και δραματοθεραπεία προκειμένου να επουλώσει κάποιο βαθύ, ακατονόμαστο τραύμα. Επιστρεφει κάθε μέρα σε ένα ψυχρό διαμέρισμα, όπου μένει μαζί με τον άντρα της και το σκύλο τους. Λίγες μέρες αργότερα η Χάνα επισκέπτεται με τον άντρα της μια φυλακή κι επιστρέφει μόνη. Μια γυναίκα χτυπάει την πόρτα του διαμερίσματος και απαιτεί ως μητέρα προς μητέρα δικαιοσύνη για το μικρό γιο της που δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Η Χάνα παραμένει βουβή μέσα σε μια μοναξιά που δείχνει να μην έχει τέλος. Ο γιος της αρνείται την επαφή μαζί της κι απογορεύει την οποιαδήποτε επικοινωνία με τον εγγονό της, Ενα σκοτεινό παρελθόν μοιάζει να έχει ρίξει την απαρέγκλιτη σκιά του πάνω στη Χάνα, από το οποίο δεν υπάρχει διέξοδος.
Τέσσερα χρόνια μετά το αποκαλυπτικό κι εμπνευσμένο από την αρχαία ελληνική τραγωδία (όπως εύγλωττα αποκαλύπτει ο τίτλος του) σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Medeas», o Ιταλός, αλλά μόνιμος κάτοικος Αμερικής, Αντρέα Παλαόρο επιστρέφει στη Βενετία, αυτή τη φορα στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα, με μια γαλλο-ιταλο-βελγική συμπαραγωγή που αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας με θέμα τρεις μοναχικές γυναίκες αντιμέτωπες με το παρελθόν και κυρίως το παρόν τους. Η πρώτη από αυτές, το «Χάνα», είναι μια δυνατή εισαγωγή σ’ αυτό το τρίπτυχο, καθώς όχι μόνο προσφέρει ένα αποκαλυπτικό πορτρέτο μιας γυναίκας βυθισμένης στη μοναξιά, την απόγνωση και την αμφιβολία, αλλά δίνει την ευκαιρία στη Σαρλότ Ράμπλινγκ να παραδώσει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της, που της χάρισε το Βραβείο Βόλπι Γυναικείας Ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας.
Ο Αντρέα Παλαόρο καθιστά από την αρχή σαφές ότι δεν πρόκειται να φανερώσει κρίσιμα στοιχεία της πλοκής, αλλά ενδιαφέρεται κυρίως αφενός μεν να υπαινιχθεί και να υπονοήσει τί συμβαίνει στη ζωή της Χάνα, αφήνοντας το θεατή να συλλέξει ο ίδιος τα σκόρπια και σποραδικά στοιχεία που δίνονται, αφετέρου να ακολουθήσει την κεντρική ηρωίδα του, που καταλαμβάνει σχεδόν αποκλειστικά κάθε πλάνο της ταινίας, σ’ αυτη την πορεία της μοναξιάς και την απομόνωσης Υιοθετεί σκοτεινούς και δυσοίωνους τόνους από την αρχή στη φωτογραφία, δε χρησιμοποιεί καθόλου μουσική και στήνει ψυχρά και γεωμετρικά πλάνα που αντικατοπτρίζουν την ψυχοσύνθεση της ηρωίδας του, την οποία παρακολουθεί μέσα από καθρέφτες και πίσω από παραπετάσματα, δημιουργώντας ένα αντιφατικό κι αλληλοαντικρουόμενο αίσθημα ταυτόχρονης προσέγγισης κι αποστασιοποίησης. Σε κάθε σκηνή μοιάζει να υπάρχει κάτι περισσότερο που αναζητά διέξοδο στο θεατή, αλλά μένει τελικά εγκλωβισμένο, όπως ακριβώς και η ίδια η Χάνα που πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων του συζύγου της.
Tο «Χάνα» προσφέρει ένα αποκαλυπτικό πορτρέτο μιας γυναίκας βυθισμένης στη μοναξιά, την απόγνωση και την αμφιβολία, αλλά δίνει την ευκαιρία στη Σαρλότ Ράμπλινγκ να παραδώσει μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της.»
Ισως με οποιαδήποτε άλλη ηθοποιό η ταινία να μην είχε την ίδια επιτυχία ή τον ίδιο συναισθηματικό αντίκτυπο. Από τη θεαματική εισαγωγή που τη δείχνει να επιδίδεται σε ακατάληπτους λαρυγγισμούς στα μαθήματα δραματοθεραπείας μέχρι τη μοναδική και καθαρτήρια κατάρρευση της λίγο μετά την οδυνηρή συνειδητοποίηση της απόρριψης, είτε αγγίζει τις ρυτίδες της μπροστά στον καθρέφτη, είτε στην από όλες τις απόψεις γενναία γυμνή σκηνή που εκθέτει το ακόμα υπέροχο και μοναδικά σμιλεμένο από το χρόνο σώμα της, η Ράμπλινγκ δίνει μια ερμηνεία ζωής, Κι αν η τελική σκηνή χειραγωγεί το θεατή σε μια τραγική κορύφωση που τελικά δεν έρχεται, είναι τελικά πιο συνεπής στον τόνο και την ατμόσφαιρα της ταινίας, αφήνοντας τη Χάνα να συνεχίσει τη ζωή της, μια ακόμα μορφή σε ένα ακόμα ανώνυμο πλήθος. Κι ίσως αυτό να είναι το πιο τραγικό τέλος απ’ όλα.