Παρακολουθήσαμε ολοκληρωμένο το Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του 54ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και, μία μέρα πριν σας παραθέσουμε τις δικές μας απόψεις, εμπεριστατωμένα και συγκεκριμένα, για το που προβλέπουμε εμείς να δίνονται φέτος τα βραβεία, θα θέλαμε τη δική σας. Ενα φεστιβάλ είναι πάνω από όλα το κοινό του, εκείνο που μπαίνει στις αίθουσες το πρωί και βγαίνει το βράδυ. Με μεγάλη λοιπόν περιέργεια και πραγματική όρεξη για διάλογο, σας παραθέτουμε συγκεντρωμένες τις κριτικές μας και περιμένουμε τις δικές σας, όσο περιεκτικά, σύντομα, αναλυτικά, φλύαρα, ενθουσιασμένα θέλετε - στα σχόλια του κειμένου.
Μιλώντας πάντως γενικά, οι δεκατέσσερις πρώτες (ή δεύτερες) ταινίες νέων δημιουργών απ' όλον τον κόσμο (και δύο από την Ελλαδα) που παρουσιάστηκαν στο φεστιβάλ είχαν ενδιαφέρον, άποψη, ένα κοινό νήμα να ενώνει τις ιστορίες τους (η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση αποτελεί τον καμβά στο σινεμά του πλανήτη) και αρκετά διαφορετικό στιλ. Η αξία ενός διαγωνιστικού τμήματος δεν κρύβεται στο «μ' αρέσουν / δεν μ' αρέσουν» οι ταινίες του. Ούτε στο αν θα έκαναν εισιτήρια αν συναντούσαν στις αίθουσες το ελληνικό κοινό. Είναι αναμενομένο άλλες χρονιές να είναι στο συνολό τους πιο δυνατές και σε άλλες άνισες. Ενα διαγωνιστικό τμήμα που παρουσιάζει το νέο διεθνές κινηματογραφικό φυτώριο έχει άλλο ρόλο. Κι ένα φεστιβάλ κρίνεται από την εμπιστοσύνη που δείχνει στις νέες προτάσεις - σ' ένα ανεξάρτητο, πολλές φορές ήσυχο σινεμά, το οποίο δεν είναι εύκολο να ανακαλύψεις. Κι αυτό τα τελευταία χρόνια, η Θεσσαλονίκη το προσφέρει - με άποψη και στιβαρότητα.
Για τους ίδιους τους δημιουργούς όμως που κάθε βράβευση σε φεστιβάλ του κόσμου αποτελεί άλλο ένα επιχείρημα για να συνεχίζουν να υπάρχουν στο χάρτη και να καταφέρουν την επόμενη ταινία τους, η αυριανή βραδιά είναι σημαντική. Περιμένουμε λοιπόν που θα δώσει η κριτική επιτροπή του Αλεξάντερ Πέιν τα βραβεία της διοργάνωσης, ειδικά όταν φέτος αποτελείται από πολύ δυνατά ονόματα: την παραγωγό από την Ρουμανία Αντα Σόλομον (εκτός των άλλων παραγωγός και της ταινίας που κέρδισε φέτος τη Χρυσή Αρκτο, την «Οικογενειακή Υπόθεση» του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ) τον ελληνικής καταγωγής κριτικό κινηματογράφου του Variety Σκοτ Φούντα, τον επί 30 χρόνια κριτικό κινηματογράφου και τώρα καλλιτεχνικό διευθυντή του «Δεκαπενθημέρου των Σκηνοθετών» στις Κάννες Εντουάρ Ουαϊντρόπ και τον σπουδαίο μας μουσικό Κωνσταντίνο Βήτα.
Οσο περιμένουμε όμως, δίνουμε το βήμα σε εσάς. Μπείτε στα σχόλια και γράψτε μας τι σας άρεσε, τι δεν σας άρεσε, τι θα θέλατε να κερδίσει, τι πιστεύετε ότι θα κερδίσει και σε ποια κατηγορία.
Εμείς, προς το παρόν, σας προσφέρουμε τον πλήρη οδηγό:
Θαύμα (Zazrak) / Γιουράι Λέχοτσκι, Σλοβακία-Τσεχία
Once a documentarist, always a documentarist. Ο Γιουράι Λέχοτσκι δοκιμάζει το χέρι του στη μυθοπλασία, παραμένοντας οδυνηρά κοντά στην πραγματικότητα. Η Ελα είναι ένα 15χρονο κορίτσι που η μητέρα του κλείνει στο αναμορφωτήριο, προκειμένου να μπορέσει ανενόχλητη να συνεχίσει την περιπέτεια με το νέο της εραστή. Η Λέα θα δυσκολευτεί να προσαρμοστεί, θα επαναστατήσει, θα το σκάσει, θα ζήσει με τον πολύ μεγαλύτερο, πρεζάκι σύντροφό της που τη βρίσκει επίσης ανεπιθύμητη, για να καταλήξει, μετά από ένα πλήρη κύκλο, να εγκλωβιστεί οριστικά στις επιλογές των άλλων πάνω στη ζωή της. Μια ταινία που χαρακτηριστικά ακολουθεί το ύφος του σινεμά των αδελφών Νταρντέν, χωρίς όμως την αιχμή και την υπόγεια ένταση. Η ιστορία της χαμένης έφηβης που απλώς αναζητά κάπου για ν’ ανήκει είναι κλασική και πάντα συγκινητική, οι επιλογές όμως του Λέχοτσκι, τόσο σεναριακές όσο και σκηνοθετικές, είναι οι πλέον προβλέψιμες. Από τους κλισέ διαλόγους του, πιο ενδιαφέρουσες είναι οι σκηνές των σιωπών, τα κοντινά στο κορίτσι, η χρήση των ήχων και της μουσικής που αποδίδουν καλύτερα αυτή τη σκληρή φέτα ζωής από την ίδια την ιστορία. Η ιδιαιτερότητά της – εξ ου και η μνεία στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι - βρίσκεται όχι ακριβώς στην ερμηνεία, αλλά κυρίως στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας, παιδικό, αθώο, λευκό από κάθε ανάμνηση, έτοιμο να μουτζουρωθεί από την εμπειρία: μάλιστα, ο σκηνοθέτης ανακάλυψε τη Μικαέλα Μπεντουλόβα πράγματι σε αναμορφωτήριο και κατέγραψε μέρος των εμπειριών της στην ταινία του. Λ.Γ.
Φαβορί για: Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για τη Μικαέλα Μπεντουλόβα, παρότι η ερμηνεία της έχει περισσότερο αλήθεια παρά ικανότητα.
Δείτε εδώ το τρέιλερ του «Θαύμα»
Μελάσα (Melaza) / Κάρλος Λετσούγα, Κούβα-Γαλλία-Παναμάς
Στην Κούβα χορεύουν κι οι φτωχοί και καταφρονεμένοι. Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Κουβανός Κάρλος Λετσούγα κατορθώνει ένα συνδυασμό – φαινόμενο που μπορεί να φανεί εξωφρενικά camp, ή να κερδίσει την αγάπη του θεατή (εμείς ανήκουμε στη δεύτερη κατηγορία): με εμφανές σκηνοθετικό ταλέντο και ζεστή ψυχή, ενώνει την ταινία πολιτικής καταγγελίας, κοινωνικού κατηγορώ, με το χρώμα και το μελόδραμα της πιο κλισέ λατινοαμερικάνικης τελενοβέλα. Σαν τη Μελάσα του τίτλου (και όνομα της μικρής πόλης όπου εκτυλίσσεται η δράση), η ζωή στην κομμουνιστική Κούβα είναι μια διαδοχή εξαθλίωσης και ανέχειας. Αλλά το χαμόγελο και η αγάπη μπορούν να υπερβούν τα πάντα. Η Μόνικα, λυγερόκορμη και δυναμική, είναι η μοναδική υπάλληλος που έχει απομείνει στο άλλοτε ένδοξο εργοστάσιο ζάχαρης της επαρχιακής της πόλης: καθώς το κτίριο καταρρέει μέσα στο λιβάδι από ζαχαροκάλαμα που σταδιακά το πνίγει, έτσι και η αποτυχία του καθεστώτος που έχει φέρει τους κατοίκους στα όρια της επιβίωσης, καταπνίγεται από μια «επανάσταση» ενστίκτων, έρωτα, χορού, επιτακτικής ανάγκης για ευτυχία. Η Μόνικα κι ο άντρας της, ο Αλντο, δάσκαλος κολύμβησης σε μια πισίνα που δεν έχει πια νερό, αναγκάζονται να νοικιάσουν ή να πουλήσουν τη ζωή και το σώμα τους για να τα βγάλουν πέρα και να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Αλλά όσο χαμηλά κι αν πέσουν, αγκαλιασμένοι στο φορητό τους στρώμα, πάντα θα μπορούν να ξεχάσουν τις συνθήκες και να λικνιστούν στο ρυθμό της κοινής τους ζωής. Γιατί εκεί όπου υπάρχει πρόθεση και ψυχή, το ζόφος μεταμορφώνεται στη δημιουργική πολυχρωμία της αγάπης και… της Κούβας! Χωρίς αμφιβολία, ένας σκηνοθέτης που θέλουμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε. Λ.Γ.
Φαβορί για: Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη για τον Κάρλος Λετσούγα. Αν μάλιστα φέτος, επίκαιρα, μετονομαζόταν σε «Βραβείο Νίκος Φώσκολος», θα ήταν ακόμα πιο ταιριαστό!
Δείτε εδώ το τρέιλερ του «Μελάσα»
Οι Αισιόδοξοι (Sunshine Boys) / Τάε-γκον Κιμ, Νότια Κορέα
Υπάρχει κάτι το αφοπλιστικά μελαγχολικό στην ιστορία τριών φίλων που βρίσκονται ξανά ένα χρόνο μετά την αποφοίτησή τους προκειμένου να ζήσουν μαζί ένα διάλειμμα από την ανιαρή καθημερινότητά που ζούνε, ο ένας στο κολέγιο, ο άλλος στο στρατό και ο τρίτος περιμένοντας κάτι για το μέλλον. Δεν είναι μόνο ο νεο-ρεαλισμός με τον οποίο ο Νοτιοκορεάτης Τάε-γκον Κιμ χαρτογραφεί τη νεολαία στην Κορέα του 1999, όταν η οικονομική κρίση άλλαζε μια για πάντα το πρόσωπο της χώρας, αλλά κυρίως η τρυφερότητα, το χιούμορ και η ειλικρίνεια με την οποία μια τυπική ιστορία ενηλικίωσης γίνεται εδώ ένα στιγμιότυπο από τη ζωή τριών παιδιών που πρέπει να παραδεχτούν πως όσα πίστευαν μέχρι σήμερα ήταν απλά παιδικές προσδοκίες για ένα κόσμο στον οποίο οι έρωτες κρατούν για πάντα, το σεξ είναι κάτι που σε καυλώνει και οι φίλοι σου είναι οι μόνοι με τους οποίους μπορείς να μοιραστείς τα πάντα. Χωρίς να διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας και επαναλαμβανόμενοι μέχρι σε σημείο που καταλήγουν να γίνονται μελοδραματικοί, οι «Αισιόδοξοι» διαπερνούν, ωστόσο, τη ραχοκοκαλία της κοινωνίας στη Νότια Κορέα, τις ταξικές διαφορές και την επίδραση του στρατού στην εφηβική ψυχή, καταλήγοντας σε μια τρυφερή ωδή πάνω στη σημασία του να μεγαλώνεις ελπίζοντας ακόμη σε ένα καλύτερο αύριο. M.K.
Φαβορί για: Βραβείο Σκηνοθεσίας αλλά και ανδρικής ερμηνείας και στους τρεις υπέροχους νεαρούς «αισιόδοξους» του τίτλου.
Δείτε εδώ το τρέιλερ των «Αισιόδοξων»
Suzanne / Κατέλ Κιγιεβερέ, Γαλλία
H Σουζάν δεν είναι μόνη της. Μεγαλώνει μαζί με την αδελφή της στην εργατική νότιο Γαλλία, σ' ένα σπίτι που το κρατά δυναμικά, τρυφερά και άγαρμπα ο χήρος νταλικέρης πατέρας τους. Η Σουζάν μοιάζει ήσυχο κορίτσι - τα εφηβικά της χρόνια είναι πολύ πιο ντροπαλά από αυτά της επαναστάτριας ατίθασης αδελφής της. Κι όμως η Σουζάν μένει έγκυος μαθήτρια και καταλήγει ανύπαντρη μητέρα. Κι όταν ο μικρός Κριστιάν γίνεται 5 χρονών, η Σουζάν ερωτεύεται έναν γοητευτικό τυχοδιωκτάκο, κι εγκαταλείποντας το παιδί της, το σκάει μαζί του. Κάτι που θα πληρώσει ακριβά. Οπως αφηγείται και το ομώνυμο τραγούδι του Λέοναρντ Κοέν που πέφτει στους τίτλους τέλους (από την ηλεκτρισμένη διασκευή της Νίνα Σιμόν) η Σουζάν είναι ένα αερικό. Και η ζωή της την ξεβράζει κάπου ανάμεσα στα σκουπίδια και τα λουλούδια, όπου πρέπει κάποτε να σοβαρευτεί και να κοιτάξει προσεχτικά για να βρει γαλήνη. Η Κατέλ Κιγιεβερέ, μετά το «Love Like Poison», επιστρέφει με άλλη μία ιστορία εγκατάλειψης. Με ακόμα μία επώδυνη ενηλικίωση. Η νευρώδης κινηματογράφηση και τα γρήγορα μονταζιακά περάσματα στην αφήγηση, εξισορροπούνται, ηρεμούν και πλημμυρίζουν συναίσθημα μέσα από τις πραγματικά εξαιρετικές ερμηνείες πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών. Με την Σαρά Φορεστιέ να ηγείται ως πρωταγωνίστρια και την κόντρα-ερμηνεία του κωμικού Φρανσουά Νταμιάν στο ρόλο του πατέρα να ακολουθεί, όλο το καστ εντυπωσιάζει με ουσιαστική ενέργεια και τίποτα περιττό. Μία μικρή ταινία, αλλά μία μεγάλη ευχάριστη έκπληξη από τη Γαλλία. Π.Λ.
Φαβορί για: Δεν έχουμε δει ακόμα πολλές γυναικείες ερμηνείες για να συγκρίνουμε, αλλά, προς το παρόν, η Σαρά Φορεστιέ μοιάζει αδύνατον να χάσει το βραβείο ερμηνείας.
Δείτε εδώ το trailer του «Suzanne»
Το Ποτό του Διαβόλου (La Chupilca del Diablo) / Ιγνάσιο Ροδρίγες, Χιλή
Τιμώντας ευλαβικά την παράδοση του λατινοαμερικάνικου κινηματογράφου να αγαπά με πάθος τις ιστορίες που αφηγείται και τους ανθρώπους που πρωταγωνιστούν σε αυτές, το «Ποτό του Διαβόλου» είναι το τρυφερό, μελαγχολικό πορτρέτο ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που ξαφνικά θα αποφασίσει πως, όταν όλα γύρω σου απαιτούν από σένα να ξεπουλήσεις αυτά που αγαπάς και όσοι υπήρχαν στη ζωή σου σε εγκαταλείπουν μόνο στη νομοτελειακή μοναξιά του τέλους, εσύ μπορείς απλά να συνεχίσεις να ζεις. Ο Ελάδιο κατοικεί και εργάζεται μόνος στο ρημαγμένο του εργοστάσιο, φτιάχνοντας ένα ποτό που το ονομάζει το «ποτό του Διαβόλου», μια σύγχρονη παραλλαγή ενός μείγματος από αλκοόλ και μπαρούτι που έδιναν στους 18χρονους χιλιανούς στρατιώτες στο παρελθόν για να γίνουν ασταματήτητοι στη μάχη. Αρνείται να το πουλήσει όταν ολόκληρη η περιοχή αγοράζεται από μια μεγάλη εταιρεία και προσλαμβάνει διστατικά τον εγγονό του για να δουλέψει μαζί του. Η σχέση τους θα ξεκινήσει ως μια τυπική διαδικασία δασκάλου και μαθητευόμενου πριν εξελιχθεί σε μια συναισθηματική ανταλλαγή: ο Ελάδιο παίρνει νεότητα από τον εγγονό του και ο τελευταίος ενηλικιώνεται μέσα από την εμπειρία ζωής του παππού του. Με μικρές πινελιές σουρεαλισμού όπως μια υπέροχη σκηνή ενός playback τραγουδιού που συγκινεί και ένα βλέμμα που εστιάζει στις λεπτομέρειες, ο πρωτοεμφανιζόμενος Ροδρίγεζ δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας αφήνοντας διαρκώς την αίσθηση πως το «Ποτό του Διαβόλου» είναι μια ταινία που έχεις ξαναδει πολλές φορές στο παρελθόν, χωρίς αυτό να αφαιρεί την τρυφερότητα που σου μεταδίδει ή την πετυχημένη του προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον μιας ανθρώπινης ζωής, αλλά και μιας ολόκληρης χώρας. Μ.Κ.
Φαβορί για: Οι ανδρικές ερμηνείες είναι αφοπλιστικές, τόσο του ηλικιωμένου Ελάδιο (Χάιμε Βαντέλ) όσο και του νεαρού εγγονού του (Καμίλο Καρμόνα), πράγμα που σίγουρα θα λάβει υπόψη της η επιτροπή.
Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά / Ελίνα Ψύκου, Ελλάδα-Τσεχία
Ενα άδειο ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά. Εκτός σεζόν. Ο Αντώνης Παρασκευάς φτάνει κρυμμένος στο πορτ-μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου κι οργανώνει την καθημερινότητά του με απλές, επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες, όσο θα κρατήσει η ηθελημένη αποχώρησή του από τον κόσμο των media και του τηλεοπτικού πρωινού, του οποίου υπήρξε βασιλιάς επί σειρά ετών. Ομως ο Αντώνης Παρασκευάς νιώθει κουρασμένος. Νιώθει ότι χρωστάει στο κοινό του ένα θεαματικό come back. Κι αποφασίζει να το προσφέρει σκηνοθετώντας την απαγωγή του, μόνο και μόνο για να επιστρέψει θριαμβευτικά και με καινούριες ιδέες, ξανά στην πρώτη γραμμή της επαφής με τον κόσμο. Μόνο που όσο ο Αντώνης Παρασκευάς παραμένει απομονωμένος, δουλεύοντας ιδέες και δοκιμάζοντας τις ικανότητές του στη μοριακή μαγειρική, οι εξελίξεις θα ξεφύγουν από τα πλαίσια του σχεδίου που είχε φτιάξει στο μυαλό του. Και για πρώτη φορά, ο Αντώνης Παρασκευάς δεν θα είναι στο γυαλί για να τις μεταφέρει στον κόσμο, αλλά θα βρίσκεται από την άλλη πλευρά, απλώς παρακολουθώντας τους. Κι όπως κι άλλες φορές έχει συμβεί στο σινεμά, όταν ένας άντρας βρίσκεται μόνος (ή σχεδόν μόνος) σε ένα άδειο ξενοδοχείο, το focus της πραγματικότητας χάνεται, ή ίσως γίνεται πιο καθαρό και η μοναξιά οδηγεί τον ήρωα σε συμπεριφορές απρόβλεπτες, σε μια διαδρομή δίχως μίτο στον πιο εσωτερικό του λαβύρινθο. Γ.Κ. (Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για την ταινία)
Φαβορί για: Εδώ έχουμε σχεδόν αδιαφιλονίκητο φαβορί την ερμηνεία - one man show του Χρήστου Στέργιογλου, πράγμα που δύσκολα θα αγνοούσε η οποιαδήποτε κριτική επιτροπή ενός φεστιβάλ.
Κελί από Χρυσάφι (La Jaula de Oro) / Διέγο Κεμάδα-Δίες, Μεξικό-Ισπανία
Το σκληρό οδοιπορικό τριών έφηβων παιδιών (ενός νταή 15χρονου, μίας μεταμφιεσμένης σε αγόρι κοπέλας κι ενός Ινδιάνου που δεν γνωρίζει καν Ισπανικά) που πρέπει να διασχίσουν 1200 μίλια στο Μεξικό για να φτάσουν στη Γη της Επαγγελίας, την Αμερική. Ο Κεμάδα-Δίες (έχοντας δουλέψει ως συνεργάτης των Κεν Λόουτς, Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, Σπάικ Λι και Φερνάντο Μεϊρέγιες) παραδίδει ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο στο σινεμά νατουραλιστικής παρατήρησης. Εχει πολλά να πει, αλλά δε βιάζεται. Μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τους μικρούς ήρωες αργά και σταδιακά και τις συνθήκες με τις οποίες αυτά τα ταξίδια σκοτώνουν την όποια αθωότητα, όμως με την ίδια ορμή ξαφνικά ανεβάζει την αδρεναλίνη: μας χώνει και μας σε τραίνα, μας καλύπτει με σκόνη, μας βάζει αντιμέτωπους με τη βία των διεφθαρμένων αστυνομικών, του στρατού ή των συμμοριών του Μεξικού που αν σε απαγάγουν δε θα σε βρει ξανά ποτέ κανείς. Το μεγάλο ατού της ταινίας όμως είναι οι στιγμές λυρισμού και καλοσύνης, με τον τρόπο που το λατινικό σινεμά ξέρει πολύ καλά να αποτυπώνει. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» του φεστιβάλ Καννών και κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ της Ζυρίχης. Π.Λ.
Φαβορί για: Αν δεν έχουν κουραστεί οι Αλεξάντερ Πέιν και Σκοτ Φούντας με ταινίες που σε ξεναγούν στην αγριότητα των συνόρων Μεξικού και Η.Π.Α., έχουμε το ένστικτο ότι αυτό το οικουμενικό στ' αλήθεια θέμα, με τον τρόπο που επιλέγει να το δει ο Κεμάδα-Δίες μπορεί να φύγει με τον Χρυσό Αλέξανδρο.
Το Γαλάζιο Πουλί (Bluebird) / Λανς Εντμαντς, ΗΠΑ-Σουηδία
Σε μια μικρή πόλη του Μέιν, στα σύνορα της Αμερικής με τον Καναδά, η οδηγός ενός σχολικού λεωφορείου ανακαλύπτει έντρομη πως ένα από τα παιδιά που μεταφέρει βρίσκεται σε κώμα με βαριά υποθερμία έχοντας ξεμείνει στη θέση του ένα ολόκληρο βράδυ. Ο,τι θα ακολουθήσει αυτό το τραγικό γεγονός είναι απλά η αποσύνθεση μιας κοινωνίας ανθρώπων που σε πλήρη αντιστοιχία με το μικρό αγόρι, έρχεται η στιγμή να ανακαλύψουν πως έτσι κι αλλιώς οι ζωές τους βρίσκονται από καιρό σε απόλυτη ακινησία. Η νεολαία της πόλης προσπαθεί να ξεφύγει ματαια, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, ενώ οι γονείς τους περιστρέφονται γύρω από μια αργόσυρτη και βασανιστικά επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, ολοκληρώνοντας μια κοσμική διαδοχή από ανθρώπους παγιδευμένους και ανήμπορούς να αναζητήσουν το λευκό χρώμα της ζωής κάπου πιο έξω από το πυκνό χιόνι που καλυπτει τα πάντα. Οι ενόχες της οδηγού και το μίσος της οικογένειας του αγοριού θα αρχίσουν να διαβρώνουν σταδιακά την μικρή κοινωνία, καθώς όλοι ανεξαιρέτως θα έρθουν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με τα δικά τους λάθη και την εγκληματική αμέλεια που πρωτίστως επιδεικνύουν απέναντι στον εαυτό τους. Με μνήμες από το «Γλυκό Πεπρωμένο» του Ατόμ Εγκογιάν, αλλά και σε ευθεία γραμμή με μερικά από τα καλύτερα δείγματα της απεικόνισης της αμερικανικής εργατικής τάξης από το ανεξάρτητο σινεμά της χώρας (το ευρέως άγνωστο «Ballast» του Λανς Χάμερ από το 2008 ίσως είναι η πιο κοντινή αναφορά), το «Γαλάζιο Πουλί» είναι υποβλητικό, σχεδόν υπνωτικό με τους αργούς ρυθμούς που απλώνονται πάνω από την ανθρώπινη κατάσταση, μια ταινία που χρησιμοποιεί μια υποτυπώδη αστυνομική ίντριγκα για να φωτογραφήσει με τα πιο νυχτερινά χρώματα το λιγοστό φως ανθρωπισμού που ανέκαθεν υπήρξε ο μοναδικός δρόμος προς την όποια... εξιλέωση. Μ.Κ.
Φαβορί για: Το «Γαλάζιο Πουλί» είναι σίγουρα από τις ταινίες που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ένα από τα μεγάλα βραβεία του Φεστιβάλ, ανάμεσα τους και αυτά της καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσία και σεναρίου, ενώ και οι ερμηνείες του είναι όλες εκπληκτικές.
Καληνύχτα (Good Night) / Σον X.A. Γκάλαχερ, ΗΠΑ
Η Λι και ο Γουίνστον είναι ένα χαριτωμένο, αγαπημένο νεαρό ζευγάρι, γεμάτο ενθουσιασμό για την κοινή τους ζωή. Μαζί αγοράζουν ένα σπίτι στα προάστια για να εγκατασταθούν και να κάνουν οικογένεια. Λίγο καιρό αργότερα, σ’ αυτό το σπίτι προσκαλούν τους στενούς τους φίλους για να γιορτάσουν τα 29α γενέθλια της Λι. Μετά το φαγητό και την τούρτα, η Λι θα τους ρίξει μια βόμβα: ο καρκίνος που νόμιζαν ότι είχε κατανικήσει επανήλθε, αφήνοντάς της μόλις λίγους μήνες ζωής. Η ομάδα των φίλων, μέσα σ’ ένα βράδυ, θα προσπαθήσει ν’ αντιμετωπίσει τη θλίψη, καθώς ο καθένας τους αποκαλύπτει πιο καθαρά την προσωπικότητα και τις ιδέες του.Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό είδος κινηματογραφικής ταινίας όπου το «Καληνύχτα» εντάσσεται με άνεση, εκείνο όπου μια παρέα φίλων περνά χρόνο μαζί, μιλώντας, γελώντας, αναπολώντας, μελαγχολώντας, ερχόμενη αντιμέτωπη με το γεγονός ότι η ζωή αλλάζει, ακόμα και σταματά κάποιες φορές. Μέσα σ’ αυτήν την κατηγορία, το «Καληνύχτα» είναι τρυφερό και ειλικρινές, χωρίς όμως τα στοιχεία, σεναριακά ή σκηνοθετική, που θα το έκαναν να ξεχωρίζει ή να εντυπώνεται πιο δυνατά στη μνήμη. Η σκηνοθεσία και οι διάλογοι είναι ρεαλιστικοί, καταγράφοντας μια φέτα ζωής, χωρίς όμως ιδιαίτερη ζεστασιά ή στιλ. Οι συζητήσεις των φίλων κυλούν ασταμάτητα, χωρίς όμως τα θέματα να παίρνουν βάρος, χωρίς διασκεδαστικές ή συγκινητικές ατάκες. Οι κουβέντες δεν είναι σπιρτόζικες, οι ήρωες δε μένουν αξέχαστοι. Η ταινία αγγίζει απαλά την οικονομική κρίση στην Αμερική, το γάμο ομοφύλων, τις διαφορές ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, θέματα επίκαιρα και καθημερινά, χωρίς να εντυπώνονται στη μνήμη. Ετσι το «Καληνύχτα» καταλήγει να είναι μια όμορφη συναισθηματική ανάσα – με συγκινητικό φινάλε – παρότι ο θεατής θα περνούσε μάλλον καλύτερα σε μια βραδιά με τους δικούς του φίλους. Λ.Γ.
Φαβορί για: Βραβείο καλύτερης γενέθλιας τούρτας
Wild Duck / Γιάννης Σακαρίδης, Ελλάδα
Σε μια περίεργη συγκυρία επικαιρότητας, η πλοκή του «Wild Duck» ασχολείται με τις παρακολουθήσεις τηλεφώνων και τον «βρώμικο» κόσμο των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, ένα θέμα το οποίο αγγίζει για πρώτη φορά το ελληνικό σινεμά, αποκόβοντας το από την συνομωσιολογική του διάσταση στις σύγχρονες κοινωνίες και φέρνοντάς το στο κέντρο μιας ανθρώπινης διαπροσωπικής ιστορίας που αφορά πολλούς περισσότερους. Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Δημήτρης, ο οποίος θα αναλάβει να εξιχνιάσει μια υπόθεση υποκλοπών, παρόλη την αντίδραση του στα κρυφά σχέδια της εταιρείας που τον μισθώνει, κυρίως επειδή όταν τον συναντάμε βρίσκεται σε μια φάση που προσπαθεί να βρει ένα νέο σημείο εκκίνησης διαγράφοντας την παλιά του ζωή, είναι έτοιμος να ταξιδέψει μέχρι τη γενέτειρά του για να πουλήσει γη και χρειάζεται επειγόντως χρήματα. Μ.Κ. (Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για το «Wild Duck»)
Φαβορί για: Οι ερμηνείες του Αλέξανδρου Λογοθέτη και της Θέμιδας Μπαζάκα δεν θα μπορέσουν να αγνοηθούν εύκολα.
Χάλια Μαλλί (Pelo Malo) / Μαριάνα Ρονδόν, Βενεζουέλα
Ο 9χρονος Τζούνιορ μεγαλώνει στο γκέτο των εργατικών πολυκατοικιών του Καράκας. Είναι ο μεγάλος γιος μίας απολυμένης, απελπισμένης, οργισμένης μητέρας. Ο πατέρας του πέθανε νέος και η γιαγιά γνωρίζει πολύ καλά ότι η νύφη της δεν του ήταν πιστή. Το μωρό άλλωστε ούτε που μοιάζει στο γιο της. Τίποτα από όλα αυτά δεν ενδιαφέρει τον Τζούνιορ. Το μυαλό του είναι στη φωτογραφία που πρέπει να τραβήξουν για τη ταυτότητά τους στο καινούργιο του σχολείο. Η κολλητή του φίλη, η χοντρούλα ασχημούλα συμμαθήτριά του, που ονειρεύεται να μεγαλώσει και να πάει στα καλλιστεία, βάζει την μαμά της να της ράψει ένα Miss Venezuela φόρεμα για την πόζα της. Ο Τζούνιορ θέλει η δική του να του ισιώσει τα μαλλιά. Σιχαίνεται το μπουκλωτό, άφρο, χάλια μαλλί του. Θέλει να μοιάζει με τους λατίνους ποπ τραγουδιστές με την ολόισια χαίτη, το χαρούμενο ταπεραμέντο, τα λαμπερά κοστούμια. Η μητέρα του καταλαβαίνει πολύ καλά τι σημαίνουν όλα αυτά και του το απαγορεύει. Ο γιος της πρέπει να επιβιώσει. Σ' αυτό τον τόπο δεν μπορείς να είσαι διαφορετικός. Πρέπει να είσαι στρέιτ, όχι να ζητάς τα μαλλιά σου ίσια. Η Μαριάνα Ρονδόν, στη δεύτερη ταινία της, αφήνει την κάμερα να περιπλανιέται στο σύμπαν ενός παιδιού με αδιέξοδα όνειρα. Παγιδευμένο σε έναν κόσμο φτώχιας και στέρησης, αλλά και σε μία σεξουαλικότητα που δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει. Η Ρονδόν καταγράφει την αρχή μίας επώδυνης οδύσσειας. Και η αρχή είναι πάντα η μητέρα. Ο Τζούνιορ συνδέει ότι είτε μπορεί να έχει τα μαλλιά του ίσια, ή την αγάπη της μητέρας του. Νατουραλισμός, τρυφερότητα, αμεσότητα, υπέροχες σκληρές σε στιγμές ερμηνείες από μικρούς και μεγάλους πρωταγωνιστές και το τοπίο της φτωχικής λατινικής Αμερικής να κυριαρχεί στα κάδρα ως ένας ακόμα χαρακτήρας. Ισως ο πιο βασανισμένος από όλους.Π.Λ.
Φαβορί για: Καθώς έχει ήδη κερδίσει το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, αναρωτιόμαστε τι άλλο θα καταφέρει εδώ. Σίγουρα κάτι μεγάλο - σενάριο ίσως ή Αργυρό Αλέξανδρο.
Πρόβατο (Mouton) / Μαριάν Πιστόν, Ζιλ Ντερού, Γαλλία
Κάπου ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, το ντεμπούτο των Μαριάν Πιστόν και Ζιλ Ντερού είναι μια ταινία φτιαγμένη από ατόφια κομμάτια ζωής σε μια παραλιακή πόλη της Νορμανδίας, εκεί όπου ζει ο 17χρονος Ορελιέν - γνωστός ως το «Πρόβατο», ένα παιδί που απομακρύνεται από την Πρόνοια μακριά από την μητέρα του και στέλνεται ως μαθητευόμενος σεφ σε μια ψαροταβέρνα. Η κάμερα των Πιστόν και Ντερού τον ακολουθούν καθώς αυτός μαγειρεύει, ξεφορτώνει τα ψάρια νωρίς το πρωί, πετάει τα σκουπίδια μετά από μια μέρα που τελειώνει, σε μικρές καθημερινές του στιγμές. Σιωπηλός, εύθραυστος, μοναχικός και πληγωμένο παιδί στο σώμα ενός έφηβου, δεν μιλάει πολύ, ακόμη και όταν γίνεται το «παιχνίδι» της βιαιότητας της παρέας του. Ισως γιατί αν χρειαστεί να μιλήσει θα αφηγηθεί την πιο σκληρή ιστορία που θα έχει ακούσει ποτέ άνθρωπος πάνω στη Γη. Οι κινήσεις του είναι μηχανικές, το μοναδικό του κίνητρο μοιάζει να είναι η επιβίωση και σαν αγρίμι που έχει εγκλωβιστεί σε μια βασανιστική κανονικότητα, ακριβώς στη μέση της ταινίας ο εμβληματικός (σχεδόν Μπρεσονικός και από τη φύση του Νταρντενικός) ήρωας του φιλμ... εξαφανίζεται. Ο,τι ακολουθεί, όμως, δεν είναι μόνο ένα επιτηδευμένο τέχνασμα υπέρ μιας αποδόμησης της όποιας συμβατικής αφήγησης, αλλά η καρδιά του εγχειρήματος των δύο σκηνοθετών που αποφασισμένοι να κάνουν μια ποιητική ταινία για το τυχαίο της ανθρώπινης ύπαρξης θα αφήσουν τον περίγυρο του Ορελιέν στοιχειωμένο από την απουσία του, ακριβώς όπως νιώθει και ο θεατής που μοιάζει αδύνατον να ξεχάσει αυτό το παιδί, εξορισμένο για ακόμη μια φορά στη ζωή του μακριά από εκεί που για λίγο ένιωθε ότι ανήκει. Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, το «Πρόβατο» είναι μια από τις πιο περίεργες, δυσκολες και στο όριο του πειραματισμού ταινίες, που ίσως μοιάζει δύσκολο να αγαπήσεις, αλλά που σίγουρα θα αργήσεις πολύ να ξεχάσεις. Μ.Κ.
Φαβορί για: Τα πάντα. Από τον Χρυσό Αλέξανδρο, μέχρι την ταινία που θα μισήσει περισσότερο η επιτροπή. Η ερμηνεία του Νταβίντ Μεραμπέτ είναι συγκλονιστική, αλλά το γεγονός πως στη μέση της ταινίας εξαφανίζεται, ίσως του κοστίσει το βραβείο ερμηνείας.
Ενα Βήμα την Ημέρα (Al-khoroug lel-nahar) / Χάλα Λότφι, Αίγυπτος-ΗΑΕ
«Κι ένας ηλίθιος μπορεί να ξεπεράσει μία κρίση. Αυτό που τελικά μας σκοτώνει είναι η καθημερινότητα». Αυτή είναι η περίληψη της ταινίας της Χάλα Λότφι. Και δε θα μπορούσε να είναι πιο σαφής και ουσιαστική. Σ' ένα σπίτι που ένα πρόβλημα υγείας πλήττει σοβαρά ένα μέλος (στη συγκεκριμμένη περίπτωση ο πατέρας της μικρομεσαίας Αιγυπτιακής οικογένειας έχει μείνει παράλυτος μετά από εγκεφαλικό), κανείς άλλος δε ζει. Οι μέρες γίνονται επαναλήψεις μίας διαδικασίας επιβίωσης. Η αναγκαιότητα να φροντίσεις έναν άνθρωπο, χωρίς να το καταλάβεις, έχει γίνει η ζωή σου. Τοποθετείσαι απέναντι σ' αυτό. Δεν είσαι εσύ, είσαι η κόρη του άρρωστου πατέρα σου. Δεν είσαι εσύ, είσαι η πρώην ερωμένη, γυναίκα και τώρα υπεύθυνη του άρρωστου συντρόφου σου. Δεν είσαι καν μητέρα στο παιδί σου. Είστε δύο κουρασμένες, ανταγωνιστικές, αρνητικές γυναίκες γιατί το βαρύ μαύρο σύννεφο της αγωνίας, της ματαιότητας, του θανάτου έχει σβήσει κάθε λάμψη από τα μάτια ή τα όνειρά σας και σας έχει σκάψει το πρόσωπο. Στην ήσυχη, αργή ταινία παρατήρησης της Λότφι, τίποτα δεν εξηγείται. Η κάμερά της όμως έχει τη δική της εκκωφαντική κινηματογραφική γλώσσα: όλα της τα κάδρα μέσα στο σπίτι είναι διχοτομημένα. Η πόρτα σου και η πόρτα της αρρώστιας. Η κόρη χτενίζεται στην άκρη της εικόνας για να βγει να συναντήσει τον εραστή της, στο βάθος πεδίου όμως κυριαρχεί η κουζίνα όπου η μητέρα συνεχίζει τη φροντίδα - μουτρωμένη που κάποιος άλλος προσπαθεί να συνεχίσει τη ζωή του. Ενα τράβελινγκ στους διαδρόμους του νοσοκομείου με την κοπέλα να μιλάει στο κινητό της και να χωρίζει έναν ακόμα εραστή που το θεώρησε όλο αυτό «πολύ δύσκολο», κάνει τον όγκο του οικήματος να μοιάζει με τάφο. Οχι μόνο του πατέρα της. Δεν πρόκειται για σπουδαία ταινία ή μεγάλο σινεμά. Ταυτόχρονα όμως, η Λότφι καταφέρνει ένα πολύ δύσκολο θέμα να περάσει με μία ειλικρίνεια που θα την καταλάβουν οι θεατές που κουβαλούν τις δικές τους πόρτες μέσα τους. Π.Λ.
Φαβορί για: Αν υπήρχε κατηγορία Β' Γυναικείου ρόλου, η Σάλμα Αλ-Ναγκάρ (μητέρα) δε θα το έχανε. Η σκηνοθεσία της Λότφι είναι προσεχτική και ακριβής, αλλά τόσο ήσυχη που αμφιβάλουμε αν θα κέρδιζε βραβείο. Δυνατότερο στοίχημα το σενάριο.
Εμείς (Vi) / Μανί Μασεράτ, Σουηδία
To γεγονός πως ο Μανί Μασεράτ γεννήθηκε στο Ιράν αλλά μεγάλωσε και ζει στη Σουηδία αντανακλά ολοκάθαρο το κινηματογραφικό πλαίσιο της δεύτερης μεγάλου μήκους του ταινίας. Εκεί που η διορατική ματιά ενός Ιρανού συναντάει το καυτό ψύχος της σκανδιναβικής ψυχής, το «Εμείς» γιγαντώνεται λεπτό με το λεπτό, σκηνή με τη σκηνή, σε ένα βασανιστικό πορτρέτο μιας ερωτικής σχέσης που έχει χτιστεί πάνω στην εξάρτηση, έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή σε μικρά αλλά θανατηφόρα κομμάτια βίας. Δεν είναι μόνο ο τρόπος που σταδιακά η τρυφερή και παθιασμένη σχέση ανάμεσα σε έναν κλειστό και ζηλιάρη άντρα και μια εύθραυστη και ανασφαλή γυναίκα μετατρέπεται σε ένα σαδιστικό παιχνίδι εξουσίας και σεξουαλικής τιμωρίας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο Μασεράτ χτίζει την ιστορία δύο ανθρώπων που νομίζουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν παρά μόνο μαζί σαν το χρονικό μιας διαδρομής που ξεκινάει από την απόλυτη ευτυχία και οδεύει νομοτελειακά προς την τραγωδία. Πιο βαρύ, ωστόσο, απ' όσο του επιτρέπουν οι διαστάσεις του, υπερβολικά σαδιστικό προς χάριν της πρόκλησης και τελικά αρκετά φαλλοκρατικό και με ελάχιστα αποθέματα αγάπης προς τους τραυματισμένους ήρωες του, το «Εμείς» παρακολουθείται περισσότερο ως ένα δράμα κλειδαρότρυπας. Μέσα του λάμπουν δύο εκρηκτικές ερμηνείες, τόσο από τον Γκούσταφ Σκάρσγκαρντ (γιο του Στέλαν Σκάρσγκαρντ και αδερφό του Αλεξάντερ), όσο και από την Ανα Αστρομ, οι οποίοι καταναλώνουν όλο το φιλμικό χρόνο του φιλμ, ακόμη και όταν το ίδιο τους εγκαταλείπει στο έλεος τους. Μ.Κ.
Φαβορί για: Αν το «Εμείς» αρέσει στην κριτική επιτροπή δεν αποκλείεται να φύγει με κάποιο μεγάλο βραβείο ή με κάποιο βραβείο ερμηνείας για κάποιον από τους δύο εκπληκτικούς πρωταγωνιστές του.