Ηταν το πρώτο πράγμα που μας είπε, όταν συναντηθήκαμε, πέρσι στο Φεστιβάλ Καννών. «Με έχουν καλέσει να έρθω φέτος στη Θεσσαλονίκη ως Πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής του φεστιβάλ. Νομίζω ότι θα το κάνω. Το αγαπώ το φεστιβάλ. Εχω έρθει πια αρκετές φορές κι έχω τις καλύτερες εμπειρίες. Και σε τέτοιες εποχές ειδικά, θέλω να βρίσκομαι όσο γίνεται συχνότερα στην Ελλάδα. Ξέρετε, όσοι παρακολουθούμε τι συμβαίνει στην Ελλάδα από απόσταση, είμαστε λίγο πιο προστατευτικοί απέναντί της. Συνεχώς σκεφτόμαστε "εμείς τι μπορούμε να κάνουμε;" Θα είναι χαρά μου. Αρκεί, να βγαίνει το πρόγραμμα...»
Το πρόγραμμα βγήκε κι ο Αλεξάντερ Πέιν είναι κάποιος που κρατά το λόγο του. Πέρασε 10 μέρες στη Θεσσαλονίκη μαζί μας. Εβλεπε ταινίες, μαζί με τα μέλη της κριτικής του επιτροπής, περπατούσε ανάμεσά μας στο λιμάνι και στην Αριστοτέλους, συνομιλούσε τόσο με τους ανθρώπους του χώρου όσο και με τους σιεφίλ που τον πλησίαζαν, έμπαινε όλο περιέργεια στα ελληνικά μαγαζιά, έκανε το τουρ της πόλης, πήγε στα πάρτι, εμφανίστηκε σε ταινίες συναδέλφων, ενθουσιάστηκε σαν μικρό παιδί με τις γεύσεις.
Απόψε, στην επίσημη τελετή λήξης του 54ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης θα παρουσιάσει την νέα του ταινία, το «Nebraska», μία τρυφερή, ασπρόμαυρη, προσωπική μπαλάντα, που στο φεστιβάλ Καννών είχε αποσπάσει το βραβείο ανδρικής ερμηνείας για τον ακαταμάχητο πραγματικά Μπρους Ντερν. Λίγο πριν τη δείτε λοιπόν, κι από το Ολύμπιον μεταφερθείτε στην καρδιά της ξεχασμένης Αμερικής, για να ανακαλύψετε ότι όσα μας πονούν και όσα μας αφορούν είναι παντού ίδια, ελάτε μαζί μας.
Το Flix εξασφάλισε ένα δικό του ταξίδι δρόμου, μία επιστροφή στις ρίζες του σκηνοθέτη, μέσα από μία συζήτηση που θα θυμόμαστε για καιρό.
Από τα γυρίσματα του «Nebraska»
Κύριε Πέιν, το σενάριο του "Nebraska" είχε έρθει στα χέρια σας πριν από 9 χρόνια. Μεσολάβησαν όμως άλλα πρότζεκτς, στήσατε μια ολόκληρη καριερα στο ενδιάμεσο. Τι σας έκανε να επιστρέψετε σ' αυτό; Γιατί δεν το ξεχάσατε ποτέ;
Πρέπει να σας ομολογήσω ότι όλo αυτό τον καιρό, κάθε 2-3 χρόνια περίπου, το έπιανα στα χέρια μου και το ξαναδιάβαζα. Με φόβο. Ετρεμα ότι δε θα το έβρισκα πια ενδιαφέρον. Οτι θα το είχα ξεπεράσει. Οτι δε θα ήθελα πια να το κάνω. Κι ότι είχα σπαταλήσει το χρόνο του σεναριογράφου και των παραγωγών, οι οποίοι με περίμεναν υπομονετικά όλο αυτό τον καιρό να τελειώσω όλες τις άλλες δουλειές μου. Ομως κάθε φορά με συγκινούσε από την αρχή. Και κάθε φορά ανακάλυπτα μία άλλη στιγμή του που μου μιλούσε προσωπικά. Οταν τελείωσα τους «Απογόνους» δεν ήθελα κανένα κενό. Ηθελα να δουλέψω αμέσως. Και τότε διαπίστωσα ότι δεν είχα τίποτα καλύτερο στα χέρια μου από αυτό το σενάριο. Κι αποφάσισα, επιτέλους, να κάνω το «Nebraska». Μπορώ να σας διαβεβαιώσω όμως: τα χρόνια που πέρασαν, βοήθησαν με τον τρόπο τους να κάνω την καλύτερη δυνατή ταινία. Γιατί εντωμεταξύ, μεγάλωσα. Μεγάλωσαν οι γονείς μου. Οι προσωπικές μου εμπειρίες, η σχέση μου μαζί τους, υφάνθηκαν μέσα στο τελικό σενάριο.
Η αλήθεια είναι ότι μετά την ταινία σας όλοι νιώσαμε την ανάγκη να τηλεφωνήσουμε στους γονείς μας
Αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση. Βέβαια, εσείς δεν πιάνεστε. Στην Ελλάδα είστε όλοι καλά παιδιά και τηλεφωνείτε στους γονείς τους κάθε μέρα, έτσι δεν είναι; (γελάει)
... ή μας τηλεφωνούν εκείνοι κάθε πέντε λεπτά, αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Ομως έχει ενδιαφέρον αυτό που λέτε – ότι με το πέρασμα του χρόνου η ταινία πήρε άλλη, πιο προσωπική μορφή μέσα σας. Οπότε τι πιστεύετε ότι πραγματεύεται; Να συγχωρέσουμε τους γονείς μας; Να τους αποδεκτούμε και να τους αγαπάμε όπως είναι;
Χμμ αυτό είναι επικίνδυνο μονοπάτι. Ποτέ δε θέλω να λέω εγώ τι πραγματεύεται μια ταινία μου. Είμαι απλά ο σκηνοθέτης. Δεν είμαι αυτός που ερμηνεύει ταινίες, είμαι αυτός που απλά τις φτιάχνει. Ομως μπορώ να σας πω τι αγαπώ πολύ στην ταινία – και είναι κάτι που κουβαλούσε κι ο χαρακτήρας του Τζορτζ Κλούνεϊ στους «Απογόνους»: η καλοσύνη. Τι δύναμη μπορεί να κρύβει μία πράξη καθαρόαιμης καλοσύνης. Tο γεγονός ότι αυτό που προσπαθεί να κάνει ο ήρωας είναι να δώσει λίγη αξιοπρέπεια στον ηλικιωμένο πατέρα του. Και για μένα είναι πολύ σημαντικό όταν εμείς, οι γιοί και οι κόρες κάνουμε κάτι τέτοιο για τους γονείς μας: τους δίνουμε πίσω λίγη από την αξιοπρέπεια που χάνουν.
Είναι τόσο σύνθετο, τόσο αρχέγονο πώς οι σχέσεις με τους γονείς μας περνούν όλους αυτούς τους κύκλους. Σαν παιδί τους έχεις για τόσα χρόνια θεοποιήσει ...
...και μετά για χρόνια τους κατηγορείς
...και μετά τους αγαπάς από την αρχή, όπως ακριβώς είναι.
Ετσι είναι. Οπως λέει κι ο Φελίνι στο «8 1/2»: μόνο όταν με αποδεχτείς, όπως ακριβώς είμαι, θα μπορέσεις να με αγαπήσεις αληθινά.
Mε τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ σ' ένα διάλειμμα των γυρισμάτων
Η μελαγχολική κινηματογράφηση των τοπίων, μέσα από το δικό σας βλέμμα και την εξαιρετική φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ. Οι άδειοι δρόμοι, τα έρημα κτίρια, μία παλιά ξεχασμένη Αμερική. Θέλατε η ταινία να ξεφεύγει από τα στενά προσωπικά πλαίσια, να αποτελεί και ένα χτύπημα στην πλάτη στο παρελθόν; Η προηγούμενη γενιά έκανε ό,τι μπορούσε, ας σταματήσουμε να κοιτάμε πίσω, να κατηγορούμε. Ας προχωρήσουμε μπροστά...
Αυτό δεν έγινε εσκεμμένα. Αλλά η Νεμπράσκα είναι ένα μέρος που ο χρόνος σχεδόν σταματά. Οταν κινηματογραφείς τις μικρές της πόλεις, συνειδητοποιείς ότι όλα μένουν ίδια. Το μόνο που αλλάζει είναι... οι εποχές. Δεν ξέρω λοιπόν αν η ταινία θα ήταν διαφορετική αν τη γυρίζαμε πριν από εννιά χρόνια. Νομίζω ότι οι άδειοι δρόμοι, τα έρημα κτίρια, η ξεχασμένη κεντρική Αμερική ήταν πάντα εκεί. Και μας περίμενε να την ανακαλύψουμε. Από την άλλη πλευρά, βλέποντας αυτή την ταινία σήμερα, είναι σαφές ότι ο θεατής ερμηνεύει κάτι για την κατάσταση της Αμερικής. Ναι, για μένα αυτή είναι μια ταινία για την Αμερική της οικονομικής κρίσης, οπότε αυτό με κάποιο τρόπο εξηγεί και γιατί, πέρα από την καλλιτεχνική μου προτίμηση, θέλησα να τη γυρίσω σε ασπρόμαυρο φιλμ.
Μιλήστε μας λίγο για το πώς χειρίζεστε τους πρωταγωνιστές σας. Πώς πάντα πετυχαίνετε τόσο έντονες, αλλά τόσο νατουραλιστικές ερμηνείες...
Το κάστινγκ είναι όλη η ταινία. Ή για να είμαι πιο δίκαιος: δύο είναι τα σημαντικά στοιχεία στο μοντέρνο, αφηγηματικό σινεμά: το σενάριο και το κάστινγκ. Μετά έχεις την πολυτέλεια να κάνεις και λάθη ως σκηνοθέτης – έβαλες την κάμερα εδώ κι όχι εκεί που έπρεπε; Ποιος στ' αλήθεια νοιάζεται! Αν όμως έχεις ένα δυνατό σενάριο κι έχεις πετύχει το κατάλληλο κάστινγκ, όλα θα πάνε καλά. Τώρα όταν ξεκινάει το γύρισμα, σε κάθε λήψη, σε κάθε σκηνή – μόλις στήσω το πλάνο μου προσπαθώ να ξεχνώ την κάμερα. Συγκεντρώνομαι στους ηθοποιούς. Τους πιστεύω; Μου φαίνονται αληθινοί;
Εχετε δουλέψει με σπουδαίους ηθοποιούς στο παρελθόν. Εχετε γειώσει χολιγουντιανούς σταρ. Αλλά, ειλικρινά τώρα, πώς ήταν να δουλεύει κανείς με τον μύθο που λέγεται Μπρους Ντερν;
Λατρεύω τον Μπρους. Το ταλέντο του, την ενέργειά του, τη φάτσα του, τη φωνή του. Αγαπώ τη γλυκύτητά του – είναι, και κυριολεκτώ, ο πιο γλυκός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Στέκομαι με δέος απέναντι στην 50 χρόνων εμπειρία του. Τον ήξερα λίγο γιατί είχα δουλέψει με την κόρη του, την Λόρα Ντερν, στον «Πολίτη Ρουθ», πριν χρόνια. Σκηνοθετώντας την κόρη, ήξερα πώς να σκηνοθετήσω τον πατέρα – οι ομοιότητες είναι φανερές. Και οι δύο τους θα έκαναν ό,τι τους ζητούσες. Δεν γνωρίζουν φόβο, δεν γνωρίζουν ματαιοδοξία. Για την τέχνη τους θα τολμήσουν τα πάντα – και πιστέψτε με, στα μέρη μας αυτό είναι σπάνιο- αρκεί να σε εμπιστευτούν. Για αυτό με τον Μπρους ακολούθησα την ίδια διαδικασία που είχα κάνει και με άλλους πρωταγωνιστές μου – τον Τζακ Νίκολσον, τον Τζορτζ Κλούνεϊ: για μήνες πριν το γύρισμα, κάναμε παρέα. Βγαίναμε, πίναμε, μιλούσαμε για ό,τι άλλο θέλεις εκτός της ταινίας. Αυτό όμως βοήθησε στο να χτίσουμε μία σχέση εμπιστοσύνης. Και θεωρώ ευλογία ότι ο Μπρους Ντερν –ο Μπρους Ντερν!- με εμπιστεύτηκε. Ηταν το μεγαλύτερο δώρο για μένα.
Το «Nebraska» θα κάνει την πρεμιέρα του στις ελληνικές αίθουσες στις 23 Ιανουαρίου.
Δείτε το τρέιλερ του «Nebraska»
.
Kαι δύο ακόμα σκηνές από την ταινία
.
Διαβάστε ακόμη: