Οι αναφορές του βρίσκονται ξεκάθαρα σε ένα σινεμά που δεν έχει θέση στο Χόλιγουντ του σήμερα, στα «βρώμικα» φιλμ της δεκαετίας του 70, όταν οι κινηματογραφικοί ήρωες είχαν την πολυτέλεια να έχουν κουσούρια, όταν οι καλοί και οι κακοί δεν έπρεπε να σηματοδοτούνται ξεκάθαρα, όταν η ιδέα της πολιτικής ορθότητας δεν είχε εφευρεθεί, όταν τα happy end επιτρεπόταν να είναι πικρά.
Το «Dragged Across Concrete» όπως και οι προηγούμενες ταινίες του Ζάλερ, μα αυτή πολύ, πολύ περισσότερο, χτίζει έναν κόσμο σύνθετο και πολύπλευρο, που κατοικείται από χαρακτήρες τρισδιάστατους -ακόμη κι αν το πέρασμά τους στην οθόνη είναι σύντομο-, που χωρά τόσες λεπτομέρειες, παραμέτρους και διακλαδώσεις ώστε καμιά στιγμή του κινηματογραφικού της χρόνου να μην μοιάζει περιττή.
Το φιλμ διαρκεί 159 ολόκληρα λεπτά, μα κυλάει σαν νεράκι τόσο στις σκηνές της δράσης του, όσο και σε αυτές που οι πρωταγωνιστές του δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να είναι καθισμένοι σε ένα αυτοκίνητο συζητώντας. Ο Ζάλερ ξέρει να χτίσει σκηνές ανοίγοντας το βλέμμα του από τις λεπτομέρειες προς την μεγάλη εικόνα, ξέρει να γράφει διαλόγους που ακούγονται αληθινοί ακόμη κι όταν χτισμένοι από ευφυολογήματα και ξέρει ακόμη καλύτερα να κινηματογραφεί τους ηθοποιούς του απόλυτα εντός του κλίματος του φιλμ που θέλει να χτίσει.
Εδώ οι ήρωές του, τους οποίους υποδύονται ο Βινς Βον κι ο Μελ Γκίμπσον, είναι δύο αστυνομικοί που θα βρεθούν σε διαθεσιμότητα για έξι εβδομάδες όταν μια σύλληψή τους στην οποία θα χρησιμοποιήσουν υπερβολική βία, θα κινηματογραφηθεί από έναν αυτόπτη μάρτυρα. Ο ένας τους ετοιμάζεται να κάνει πρόταση γάμου στην κοπέλα του κι ο άλλος ζει σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά με την έφηβη κόρη του και την άρρωστη γυναίκα του. Και οι δυο χρειάζονται τα χρήματα κι έτσι θα αποφασίσουν να τα κλέψουν από έναν έμπορο ναρκωτικών, ο οποίος υποπτεύονται ότι ετοιμάζει ένα μεγάλο ντιλ.
Φυσικά όπως συχνά συμβαίνει και στην αληθινή ζωή, ακόμη και τα καλύτερα σχέδια έχουν 50-50 πιθανότητες να πάνε στραβά, κι εδώ οι πιθανότητες αλλάζουν από λεπτό σε λεπτό. Κι είναι αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα για το τι θα συμβεί, το γεγονός ότι κανείς από τους ήρωες δεν είναι εκ προοιμίου ασφαλής που κάνει την διαδρομη στο συμπαν της ταινίας τόσο απολαυστική. Ακόμη κι αν η «απόλαυση» έρχεται εδώ με τους δικούς της όρους.
Αν έχετε δει μια από τις προηγούμενες ταινίες του Ζάλερ, το «Τσεκούρι Από Κόκκαλο», ή το «Καυγάς στο Μπλοκ 99», θα ξέρετε ήδη ότι το σινεμά του δεν είναι για όλο το κοινό και κατά στιγμες απαιτεί γερό στομάχι, όμως η βία του εδώ δεν έχει την υφή του pulp, ακόμη κι αν το χιούμορ δεν λείπει, αντίθετα αποτελεί ένα από τα βασικά δομικά υλικά του φιλμ. Και το ίδιο συμβαίνει με τα «politics» του, το βλέμμα του του στην κοινωνική δομή, στα φύλα, στις φυλές. Υπάρχουν στγμές στην ιστορία που μοιάζουν ξεκάθαρα με κόκκινο πανί που θα εξοργίσει τους ταγούς της πολιτικής ορθότητας, όμως το «Dragged Across Concrete», είναι πολύ έξυπνο και ανατρεπτικό για να είναι οτιδήποτε μπορεί κανείς να το κατηγορήσει (υποθέτουμε πράγματα που καλύπτουν όλη την γκάμα των επιθέτων από το «ρατσιστικό» ως το «μισογύνικο».
Και η ματιά του πάνω στους χαρακτήρες του, τον κόσμο τους την ίδια την ζωή, μοιάζει κατά στιγμές εξαιρετικά κυνική, σε άλλες μπορεί να είναι απρόσμενα τρυφερή, σε μια ταινία που δεν φοβάται λεπτό να γκρεμίσει τις προσδοκίες του θεατή της, να ποδοπατήσει τα όρια της πολιτικής ορθότητας και να μην σεβαστεί κανέναν κανόνα κανενός είδους προκειμένου να γίνει «αληθινή». Και τελικά, ακόμη κι αν συχνά ακροβατεί στην λεπτή γραμμή της υπερβολής, ή της αμετροέπειας, ακόμη και της ενόχλησης, το κατορθώνει και με το παραπάνω.