Το «Red Amensia» είναι μια από εκείνες τις ταινίες που δεν αποκαλύπτουν από την αρχή τις προθέσεις τους, που προτιμούν να σε βυθίζουν στην προσεκτικά χτισμένη ατμόσφαιρά τους, κάνοντάς σε συμμέτοχο στην κατάσταση των ηρώων τους, πριν ρίξουν φως στις πράξεις, το παρελθόν τα κίνητρά τους.
Είναι μια επιλογή που συχνά μπορεί να δώσει μια αργόσυρτη, νυσταλέα ταινία, μα που στην περίπτωση του «Red Amnesia» λειτουργεί με τρόπο ιδανικό. Από την μια το φιλμ είναι ένα λεπτομερές, διαπεραστικό πορτρέτο της ζωής στην σύγχρονη Κίνα, ένα περιορισμένου εύρους, μα αληθινά αποκαλυπτικό μωσαϊκό των σχέσεων και των δεσμών μια οικογένειας, μέσα από στιγμές στην ζωή μιας μητέρας και των δύο της γιων.
Η Ντενγκ, μια ηλικιωμένη γυναίκα (μια εξαιρετική ερμηνεία από την θεατρική ηθοποιό Λου Ζονγκ που μοιάζει να έχει ήδη κερδίσει το βραβείο γυναικείας ερμηνείας), ζει μόνη της μετά τον θάνατο του άντρα της -με τον οποίον συνομιλεί καθημερινά όσο τρώει- η οποία μάταια προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την θέση της στην ζωή της.
Αποφασισμένη και πιεστική, μη μπορώντας να αντιληφθεί ότι οι εποχές έχουν αλλάξει, επισκέπτεται καθημερινά τον παντρεμένο νεόπλουτο γιο της και την οικογένειά του για να τους μαγειρέψει ή παίρνει το παιδί του από το σχολείο προκαλώντας τον εκνευρισμό της νύφης της. Κάτι ανάλογο κάνει και με τον άλλο της γιο, έναν νεότερο gay άντρα τον οποίο φροντίζει και μαζί κατακρίνει για τον τρόπο ζωής του, δίχως φυσικά να ξεκαθαρίζει ποτέ σε τι αναφέρεται.
Μπορεί να ακούγονται ασήμαντες ή γνώριμες, μα σκηνές σαν αυτές είναι συναρπαστικές όχι μόνο χάρη στις εξαιρετικές ερμηνείες αλλά και στον τρόπο με τον οποίο το σενάριο και η σκηνοθεσία του Ξιαοσουάι, αποκαλύπτουν πράγματα δίχως να επιμένουν σε αυτά, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η ίδια η Ντενγκ έχει την μητέρα της στο γηροκομείο, κάτι που κάνει σαφές πως ακόμη κι αν η ίδια είναι ένα θύμα των καιρών που αλλάζουν, οι καιροί έχουν αλλάξει περισσότερο και πιο βαθιά απ όσο μπορεί να φανταστεί.
Αυτό που ξεκινά σαν ένα χαμηλότονο οικογενειακό δράμα όμως, παίρνει μια διαφορετική τροπή και στην αίσθηση ενός μυστηρίου, όταν το τηλέφωνο της Ντεγκ αρχίζει να χτυπά ασταμάτητα δίχως κανείς να μιλά στην άλλη άκρη κι ένας παράξενος σιωπηλός νεαρός αρχίζει να την παρακολουθεί.
Μοιάζει με την αρχή ενός θρίλερ, όμως θα είναι η άκρη μιας κλωστής που οδηγεί την Ντενγκ πίσω στο παρελθόν της, στην βιομηχανική περιοχή όπου μεγάλωσε και σε μια πράξη της που στοίχισε πολλά σε μια γειτονική της οικογένεια και που την βασανίζει ακόμη.
Κάπως έτσι η Ντενγκ θα ταξιδέψει εκεί για να δώσει στο τρίτο μέρος του φιλμ, διέξοδο σε μια ένταση που χτιζόταν προσεκτικά από την αρχή και να ολοκληρώσει την ενδιαφέρουσα κριτική που ασκεί σε μια πολιτική και μια χώρα που στον βωμό της προόδου μοιάζει να θυσιάζει τα πάντα και πρώτα απ όλα την ηθική των ανθρώπων της.
Ομως το «Red Amnesia» ακόμη κι αν αποφεύγει κάθε τι προφανές και περιττό, ξέρει πως οι μικρές λεπτομέρειες είναι εξίσου σημαντικές με την μεγάλη εικόνα κι έχει τον τρόπο και την ευφυΐα να φτιάξει μέσα από σχεδόν προσωπικές ιστορίες και καθημερινές στιγμές ένα αποκαλυπτικό, πορτρέτο της Κίνας του σήμερα και του τρόπου που έφτασε ως εδώ που κυριολεκτικά σε στοιχειώνει.
Tags: βενετία 2014