Φεστιβάλ / Βραβεία

Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα πέμπτη, αυτή των πνευμάτων

of 10

To Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας κλείνει τα 30 του χρόνια. Το Flix σας μεταφέρει τι είδαμε κάθε νύχτα της επετειακής διοργάνωσης.

Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα πέμπτη, αυτή των πνευμάτων

Η προχθεσινή ένταση του Σαββάτου έδωσε τη θέση της σε μία ήρεμη Κυριακή, στο 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας.

Το πρόγραμμα της 6ης Οκτωβρίου ήταν γεμάτο ταινίες που είχαν - στην πλειονότητά τους - κάτι το απροσδιόριστα πράο και νωχελικό. Στα highlights σίγουρα συγκαταλέγεται η sold-out προβολή του «Flow», του βωβού animation (συμπαραγωγής Βελγίου, Γαλλίας και Λετονίας) που συζητήθηκε και φαίνεται να κέρδισε το κοινό. Πέραν αυτού, στη χθεσινή, πέμπτη νύχτα της επετειακής διοργάνωσης του Φεστιβάλ συναντήσαμε ταινίες για τη φύση, τη ροή και τα πνεύματα άλλων κόσμων που έμοιαζαν να τριγυρίζουν στις κινηματογραφικές αίθουσες Αθήνας.

Το Flix ήταν κι αυτό εκεί, προκειμένου να σας μεταφέρει εντυπώσεις από επιλεγμένες προβολές.

Διαβάστε ακόμα: Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα τέταρτη, πυρετός το Σαββατόβραδο

ran

«Ραν» του Ακίρα Κουροσάουα | Αφιέρωμα Ακίρα Κουροσάουα

Ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο ακόμη και για τον πιο στιλίστα σκηνοθέτη να ξεπεράσει την αισθητική μιας από τις πιο μνημειώδεις ταινίες του Ακίρα Κουροσάουα, το «Ραν», ένα οπτικά εντυπωσιακό και συναισθηματικά ισχυρό έπος που ξαναδιαβάζει τον «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ στο πλαίσιο της φεουδαρχικής Ιαπωνίας, συνδυάζοντας την τραγωδία του Βάρδου με την ιστορία του Χιντετόρα Ιτσιμόντζι, ενός γηραιού πολέμαρχου που αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του ανάμεσα στους τρεις γιους του. Αυτή η απόφαση οδηγεί σε μια αλυσίδα προδοσίας, πολέμου και καταστροφής, καταδεικνύοντας τη λεπτότητα της εξουσίας και τις αναπόφευκτες συνέπειες της αλαζονείας.

Μέσα από μια καθηλωτική πραγματικά κινηματογράφηση, ο Κουροσάουα χρησιμοποιεί τη ζωντανή χρήση των χρωμάτων, που συμβολίζουν το συναισθηματικό και ηθικό χάος που ακολουθεί, ενώ για κάθε έναν από τους γιους του Χιντετόρα χρησιμοποιεί τη σύνδεσή του με ένα συγκεκριμένο χρώμα — ο Τάρο με το κίτρινο, ο Τζίρο με το κόκκινο και ο Σαμπούρο με το μπλε — μια απόφαση που ενισχύει την οπτική αφήγηση και τις θεματικές αντιθέσεις. Οι σκηνές μάχης, ειδικά η εμβληματική πολιορκία του τρίτου κάστρου, είναι εντυπωσιακές και σχεδόν οπερατικές λυρικές, με τον Κουροσάουα να χρησιμοποιεί τη σιωπή, το χρώμα και τα εκτεταμένα τοπία για να δημιουργήσει μια συντριπτική αίσθηση απελπισίας και καταστροφής.

Στον πυρήνα του, το «Ραν» εξερευνά θέματα προδοσίας, εξουσίας και της διάλυσης της οικογένειας και της κοινωνίας. Η πτώση του Χιντετόρα στην τρέλα αντικατοπτρίζεται από την κατάρρευση της κάποτε πανίσχυρης αυτοκρατορίας του, καθώς οι γιοι του παλεύουν για τον έλεγχο και καταστρέφουν ο ένας τον άλλον. Αυτή η αφήγηση δεν είναι απλά μια επανερμηνεία του «Βασιλιά Ληρ», αλλά μια ευρύτερη μελέτη του κυκλικού χαρακτήρα της βίας και της ευθραυστότητας των ανθρώπινων θεσμών. Η χρήση των ιστορικών ιαπωνικών πλαισίων από τον Κουροσάβα τονίζει τη ματαιότητα του πολέμου και την παροδικότητα της πολιτικής εξουσίας, καθιστώντας την ταινία του αυτή μια διαχρονική αντανάκλαση της ανθρώπινης φύσης και της φιλοδοξίας.

Ενα από τα μεγαλύτερα έργα του Κουροσάβα το «Ραν» είναι ένα μνημειώδες επίτευγμα στην κινηματογραφία, συνδυάζει την οπτική δεξιοτεχνία του Κουροσάουα με τη δραματουργία του Σαίξπηρ για να δημιουργήσει μια ταινία που είναι ταυτόχρονα επική σε κλίμακα και βαθιά προσωπική στην τραγωδία της. Ενα πραγματικά εμβληματικό επίτευγμα του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Χρήστος Μπακατσέλος

miyazaki

«Μιγιαζάκι, Πνεύμα της Φύσης» του Λίο Φαβιέ | Νύχτες Πρεμιέρας

Το ντοκιμαντέρ του Λίο Φαβιέ για τον πατέρα του Studio Ghibli ξεκίνησε το ταξίδι του στο φετινό Φεστιβάλ της Βενετίας, όπου πραγματοποίησε την πρεμιέρα του, φτάνοντας χθες και στην κεντρική αίθουσα του Δαναού. Ο τίτλος, αρκετός από μόνος του για να κερδίσει το ενδιαφέρον. Μοιάζει να περικλείει τέλεια την καλλιτεχνική - και ανθρώπινη - υπόσταση του Χαγιάο Μιγιαζάκι, ενός εκ των σπουδαιότερων δημιουργών που συναντήθηκαν ποτέ με την έβδομη τέχνη. Παρόλα αυτά, η όλη επιτυχία της ονομασίας του ντοκιμαντέρ δεν αντικατοπτρίζεται και στη διαχείριση του περιεχομένου του...

Το «Μιγιαζάκι, Πνεύμα της Φύσης» παρουσιάζει (με έμφαση στο ρήμα) το χρονικό της δουλειάς του Μιγιαζάκι, από τα παιδικά χρόνια και το ξεκίνημά του, μέχρι την άνθηση της καριέρας του και την παγκόσμια αναγνώριση του Studio Ghibli, χωρίς όμως να καταφέρνει να αποδώσει το δημιουργικό μεγαλείο ενός ανθρώπου, το βάθος και η κοσμοθεώρηση του οποίου είναι εκ διαμέτρου αντίθετα από τη δυτικότροπη λογική που επιλέγει να ακολουθήσει στην αποτύπωσή του ο Φαβιέ.

Η όλη αισθητική του ντοκιμαντέρ παραπέμπει σε Netflix documentary (το οποίο, ναι, όσο κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε έχει πλέον αναχθεί σε αυτόνομο είδος), με την πιο συμβατική φόρμα που μπορείτε να φανταστείτε. Επιβλητική αφήγηση από μία soothing, αλλά απρόσωπη φωνή, πλάνα αρχείου, στιγμιότυπα από τις ταινίες του, ένα κάρο μελετητές του έργου του να μιλάνε γι΄ αυτό και τέλος, πότε-πότε τον ίδιο τον Μιγιαζάκι να εμφανίζεται, χαρίζοντας απλόχερα μερικά δευτερόλεπτα από τη σοφία του κάθε φορά που το κάνει.

Πού είναι όμως πραγματικά ο Μιγιαζάκι μέσα σε όλη αυτή τη συνθήκη; Πού είναι ο τελειομανής και εμμονικός τύπος (χαρακτηρισμοί που ακούγονται από συναδέλφους του στο ντοκιμαντέρ, χωρίς περαιτέρω ανάλυση) που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη σε βαθμό ψυχαναγκασμού; To έργο και τα αποσπάσματα που ακούγονται κάθε τόσο από το προσωπικό του ημερολόγιο σίγουρα μιλούν από μόνα τους, δεν είναι ωστόσο σε καμία περίπτωση αρκετά για να μας συστήσουν τον ψυχισμό του φιλοσοφικού animator στην ολότητά του. Και είναι πραγματικά κρίμα, γιατί κατά τ' άλλα έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ feelgood υλικό, που παρακολουθώντας το περνάς ευχάριστα, αναγνωρίζοντας όμως συγχρόνως πως κάτι λείπει. Κι αυτό που λείπει στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το σκάψιμο, η αναζήτηση της ουσίας (που μας υποσχέθηκε, αλλά αθέτησε τελικά ο τίτλος) έναντι της λαμπερής επιφάνειας.

Νέλη Κυρίκου

flow

«Flow» του Γκιντς Ζιλμπαλόντις | Διεθνές Διαγωνιστικό

Χωρίς υπερβολή, ο Λετονός Γκιντς Ζιλμπαλόντις διασχίζει με το «Flow» - παγκόσμια πρεμιέρα στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών - σχεδόν την ίδια ριψοκίνδυνη διαδρομή ανάμεσα σε αναφορές και τεχνοτροπίες με την διαδρομή επιβίωσης που επιχειρεί η ηρωίδα του, μια γάτα η οποία γίνεται ο μάρτυρας του τέλους του κόσμου. Ή της αρχής του…

Με σχέδιο που θυμίζει τις πιο σκοτεινές στιγμές του studio Ghibli, αλλά και με μια ρεαλιστική εικαστική ματιά που φέρνει εικόνες από τη σκανδιναβική αλλά και την αμερικάνικη ζωγραφική παράδοση, το «Flow» αφηγείται - χωρίς λόγια - στην πραγματικότητα ξανά την ιστορία της Κιβωτού του Νώε, αν κάποιος αφαιρούσε από την εξίσωση το βιβλικό μέγεθος και τον… άνθρωπο.

Εδώ οι πρωταγωνιστές είναι μόνα τους τα ζώα - επιβάτες σε μια βάρκα που διασχίζει έναν κόσμο που έχει πλημμυρίσει, σύμβολα μιας διαιρεμένης κοινωνίας που πρέπει να κάνει στην άκρη τις διαφορές της (βλ. ακόμη και τα ένστικτα της) προκειμένου να μπορέσει όχι μόνο να κοιτάξει κατάματα τις ομοιότητες της, αλλά και να μπορέσει κάπως να συνεχίσει. Ο τρόπος που ο Ζιλμπαλόντις τα οδηγεί ανάμεσα σε τοπία καταστροφής που υπό συνθήκες θα μπορούσαν να είναι μικρά θαύματα, είναι και «αναγεννησιακός», γεμάτος ελπίδα για τη συνέχεια των πραγμάτων αλλά θυμίζει και θρήνο για όλα όσα αφήνουμε ερήμην μας στο βυθό της λήθης.

Τα διαπεραστικά βλέμματα της πρωταγωνίστριας γάτας αλλά και των υπόλοιπων ζώων, η διαρκής προσπάθεια για αν(τ)οχή μέσα στο χάος, το βαθύ αίσθημα «ανθρωπιάς» που γίνεται το μεγάλο μήνυμα πίσω από το μεγαλύτερο που είναι η δύναμη που κρύβουμε μέσα μας, όλα όσα αποτελούν τα σπάνια υλικά του «Flow» είναι ταυτόχρονα η προσφορά του σε έναν κόσμο που τελειώνει όσο γράφονται αυτές οι γραμμές: είτε από τη κλιματική αλλαγή, είτε από την ανθρώπινη ασυδοσία.

Ας αφήσουμε τα ζώα (και τα όμορφα animation) να μας δείξουν το δρόμο…

Μανώλης Κρανάκης

mogwai

«Mogwai: Ο Ηχος των Αστρων» του Αντονι Κρουκ | Μουσική & Φιλμ

Οταν ανακαλύπτεις πως οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας θα φιλοξενήσουν ντοκιμαντέρ για τους Mogwai, κλείνεις εισιτήριο δίχως δεύτερη σκέψη, χωρίς απαραίτητα να περιμένεις και πολλά. Και τότε είναι που αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία ο Αντονι Κρουκ, χαρίζοντάς σου - από το πουθενά - τα πάντα.

Τι να πρωτοσχολιάσεις για ένα μουσικό ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στην μπάντα της οποίας ο ήχος είναι πράγματι ισοδύναμος με αυτόν που δυνητικά θα είχαν τ' αστέρια; Η μουσική των Mogwai φαντάζει από μόνη της αρκετή για να στηρίξεις πάνω της ένα ολόκληρο πρότζεκτ κινηματογράφησης της ιστορίας της μπάντας, από τις καταβολές, μέχρι και την πρόσφατη κατάκτηση του νούμερο ένα στα βρετανικά τσαρτς, έπειτα από 25 χρόνια στο περιθώριο της βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, ο Κρουκ όχι μόνο δεν επαναπαύτηκε, αλλά επέλεξε τη δύσκολη οδό: αυτή της εμπνευσμένης δημιουργικής αξιοποίησης ενός εργαλείου που ήδη έμοιαζε εξ ορισμού αυτάρκες.

Χρησιμοποιεί την κάμερα με τρόπο αντίστοιχο αυτού της αποτύπωσης ενός star trail, δίνοντάς σου στην αίσθηση ότι τα όσα βλέπεις είναι μέρος μιας δίνης, η οποία απλώνεται με τρομαχτικά όμορφη ροή σε όλη τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ. Εναλλαγές ανάμεσα σε φως και σκοτάδι, εκρήξεις και αδράνεια διαδέχονται η μία την άλλη, μεταφράζοντας οπτικά άψογα τον διπολισμό που συναντάμε στον πυρήνα του άλλοτε αιθέριου και άλλοτε χαώδη και σκοτεινού ήχου των Mogwai. Οι επιμέρους επιλογές ως προς την καλλιτεχνική διεύθυνση και το μοντάζ δε, λειτουργούν εξίσου απίστευτα, δημιουργώντας μία συνθήκη όπου παλέτα και δυναμική των πλάνων διαλέγονται, τόσο μεταξύ τους, όσο και με τον ήχο, με τρόπο σχεδόν εξωκοσμικό.

Αν υπάρχει μία στιγμή που περικλείει μέσα της όλη την ουσία του ντοκιμαντέρ, αυτή είναι είναι το εμβόλιμο, 10 δευτερολέπτων απόσπασμα από το «Zidane: A 21st Century Portrait», το ιδιότυπο μουσικό πορτρέτο που είχε συνθέσει η μπάντα για τον Ζινεντίν Ζιντάν το 2006. «Magic is sometimes very close to nothing at all» εμφανίζεται γραμμένο στην οθόνη, χωρίς να ειπώνεται ποτέ δυνατά. Στιγμές σαν κι αυτή, τα λόγια είναι πολύ λίγα μπροστά σ' αυτό που βλέπεις, αυτό που νιώθεις. Τότε είναι που η μουσική αναλαμβάνει να μιλήσει για σένα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο.

Κι έπειτα απ' όλα αυτά το ντοκιμαντέρ τελειώνει, αφήνοντάς σε με την αίσθηση ότι στα - μόλις - 90 λεπτά διάρκειάς του, η ψυχή σου επέπλεε σε ένα αχανές κοσμικό κενό, υπό τον ήχο τον άστρων. Τα φώτα ανοίγουν και πάλι. Φεύγεις. Αφήνεις πίσω σου την αίθουσα, ξέροντας πολύ καλά ότι μόλις έζησες μία από εκείνες τις προβολές που δεν πρόκειται να ξεχάσεις ποτέ.

Νέλη Κυρίκου

mona-lisa

«Μόνα Λίζα» του Νιλ Τζόρνταν | This is England

Ο Νιλ Τζόρνταν με το «Mona Lisa», στη δεύτερη χρονολογικά ιστορική στιγμή του στα ‘80s, στήνει ένα γκανγκστερικό φιλμ λονδρέζικου υποκόσμου, με όχημα την ιστορία ενός μικροκακοποιού που αναλαμβάνει σωφέρ και σωματοφύλακας μιας πόρνης πολυτελείας για να μπλέξει σε μια ιστορία συμπλοκών και αναπάντητου έρωτα. Eνα μείγμα νεο-νουάρ και κοινωνικού δράματος, που περιστρέφεται γύρω από τον Τζορτζ, έναν πρώην κατάδικο που βγαίνει από τη φυλακή και προσλαμβάνεται ως σοφέρ από έναν γκάνγκστερ για να συνοδεύει την πολυτελή συνοδό Σιμόν.

Χρησιμοποιώντας σκιές και σκοτεινούς χώρους για να αντικατοπτρίσει την εσωτερική κατάσταση των χαρακτήρων, ο Τζόρνταν δημιουργεί μια έντονη ατμόσφαιρα που συνδυάζει το γοητευτικό αλλά και το απειλητικό του Λονδίνου της νύχτας. Ολο αυτό μεγιστοποιείται από την εξαιρετική ερμηνεία του Μπομπ Χόσκινς ως Τζορτζ, η οποία και αποτελεί τον πυρήνα της ταινίας. Ο Χόσκινς αποτυπώνει με λεπτότητα την ψυχική μετάβαση του ήρωα, από την απλότητα και τη σκληρότητα στην τρυφερότητα και την ευαισθησία. Ο ρόλος του τού χάρισε υποψηφιότητα για Οσκαρ και του χάρισε - δίκαια - το Βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού στις Κάννες.

Παράλληλα ο Τζόρνταν ισορροπεί επιδέξια μεταξύ του νουάρ και του ρεαλιστικού δράματος, χωρίς να υπερβάλλει σε μελοδραματισμούς, με τη χρήση κοντινών πλάνων στους χαρακτήρες, αναδεικνύοντας έτσι τον βαθύ συναισθηματισμό τους. Ξεφεύγοντας κι από τις συμβάσεις των γκανγκστερικών ταινιών, η ταινία δίνει έμφαση στην ανθρώπινη ψυχολογία και τη σύνθετη φύση των σχέσεων, καταφέροντας να ενώσει το στοιχείο της βίας με την ευαισθησία, χωρίς να χάνει τη δραματική της ουσία.

Μια διαχρονική ταινία του βρετανικού σινεμά του '80 γεμάτη από το απαράμιλλο στιλ του Τζόρνταν, το «Mona Lisa» είναι μια ταινία για τη μοναξιά και την ανάγκη για αποδοχή η οποία στέκει αγέρωχη μέχρι σήμερα ως υπόδειγμα του νεονουάρ σινεμά.

Χρήστος Μπακατσέλος

aiff-30

Διαβάστε ακόμα: 30 ταινίες να δείτε στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας

Το 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας πραγματοποιείται από τις 2 έως και τις 14 Οκτωβρίου 2024. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ, καθώς και στα επίσημα προφίλ του σε Facebook και Instagram.

aiff-poster