Ακολούθησε τυφλά τα χνάρια του πατέρα του κι υπηρέτησε για χρόνια τον βρετανικό στρατό - και μάλιστα στα χρόνια των Ταραχών στη Β. Ιρλανδία. Τι συνέβη κι ο Ρέι Στόκερ εξαφανίστηκε από προσώπου γης, αφήνοντας πίσω το σπίτι, τη ζωή, και, πάνω από όλα, την Νέσα, την έγκυο σύντροφό του; Είκοσι χρόνια αργότερα, ο αδελφός του, Τζεμ, ο οποίος παντρεύτηκε τη Νέσα και μεγάλωσε τον γιο του Μπράιαν σαν δικό του, θα τον αναζητήσει στην καλύβα του - κρυμμένη στα απόκρημνα, πυκνά δάση του βορρά. Υπάρχει μία κατεπείγουσα κατάσταση που πρέπει ο Ρέι να επιστρέψει σπίτι και να αντιμετωπίσει. Μαζί και με τα παλιά βαθιά τραύματα, που τα δυο αδέλφια θα βγάλουν να αερίσουν - εκεί, στην άγρια φύση, στην μέση του πουθενά.
Οι σχέσεις πατεράδων-γιων είναι ο άξονας της ταινίας, αλλά και το κίνητρο πίσω από τις κάμερες. Μετά από οκτώ χρόνια απουσίας, ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, πρωταγωνιστώντας στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του γιου του, Ρόναν Ντέι-Λιούις, και συνυπογράφοντας το σενάριο αυτής της ιστορίας που εξετάζει το διαγενεολογικό τραύμα που, αν παραμείνει άλυτο, τροφοδοτεί από τον νοσηρό του ομφάλιο λώρο πόνο, οργή, βία κι αυτοκαταστροφή.
Η ανεμώνη είναι ένα ευάλωτο λουλούδι που κλείνει τα πέταλά του όταν μυρίσει την επερχόμενη καταιγίδα. Κατά την ελληνική μυθολογία, γεννήθηκε από τα δάκρυα της Αφροδίτης για τον άδικο θάνατο του Αδωνη και στέκεται ως σύμβολο εύθραυστης ομορφιάς, πένθους και αγάπης που χάνεται με τον άνεμο. Ο βίαιος πατέρας του Ρέι και του Τζεμ φύτευε ανεμώνες στον κήπο τους. Ακόμα και στην άκρη της γης που κατέφυγε ο Ρέι, στήνοντας ως ερημίτης τη ζωή του (έκλεισε τα πέταλά του μπροστά στην καταιγίδα), φύτεψε ανεμώνες στο περιβόλι μπροστά από την καλύβα του. Ο Τζεμ ήρθε να τον προειδοποιήσει: το ίδιο κάνει κι ο Μπράιαν, μίλια μακριά. Πρέπει να επιστρέψει και να σπάσει τον βίαιο κύκλο. Το χρωστά στο γιο του - ακόμα κι αν δεν τον γνώρισε ποτέ.
Ο Ρόναν Ντέι-Λιούις (ο οποίος προέρχεται από το χώρο των καλών τεχνών) έχει αυτή την μεστή, σοβαρή σεναριακή ιδέα στα χέρια του, αλλά δυστυχώς δεν την αναπτύσσει αρμονικά, στιβαρά, ουσιαστικά ως κινηματογραφικός αφηγητής, αλλά προτιμά το βλέμμα του εικαστικού κι έτσι χάνεται στο ξελόγιασμα των visual συμβόλων. Υπέροχη η μελαγχολική, σκοτεινή ομορφιά των εικόνων του - από τις συνεχείς πανοραμικές λήψεις με drone της απεραντοσύνης των ελατοκορφών, μέχρι το νυχτερινό tracking shot που διασχίζει τα φωτάκια ενός επαρχιακού Λούνα Παρκ. Ποιητική η αντίληψή του για το φως, το σκοτάδι, το χρώμα - από το πρασινογκρί της ανταριασμένης θάλασσας, μέχρι το κόκκινο πουκάμισο του ήρωα όλα θυμίζουν επιλογές ενός άψογου αισθητικά tableau vivant. Σε συνεργασία με τον DP του, Μπεν Φόρντσμαν, συνθέτουν έναν κόσμο απαράμιλλης αισθητικής που μετατρέπει τις λεπτομέρειες του κάδρου σε σύμβολα.
Και δεν σταματά εδώ. Πειραματίζεται με τον μαγικό ρεαλισμό και σεκάνς ονειρικού «Λιντσικού» σουρεαλισμού για να ζωντανέψει τους δαίμονες του Ρέι, ή να δώσει πρόσωπο στο τραύμα, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τους πίνακές του. Μόνο που όλη αυτή η εικονογραφία στέκεται ασύμμετρα με το βάθος που επιτυγχάνει το ίδιο το σενάριο. Δεν καταφέρνει η εικόνα να εμβαθύνει, να απογειώσει την ιστορία, αλλά την καπελώνει. Δεν επιτυγχάνει να την σχολιάσει, αλλά την αποσπά.
Κι όμως, οι καλύτερες στιγμές του είναι όταν αποφασίζει να παρατηρεί. Οπως ο Τζεμ που καταφθάνοντας παρατηρεί σιωπηλά τον ερημίτη αδελφό του, έτσι κι ο θεατής ρουφά αχόρταγα κάθε στιγμή του απρόσιτου Ρέι, περιμένοντας τον να εκραγεί. Γιατί ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις χτίζει ακόμα έναν χαρακτήρα με βουβή, απειλητική ένταση, κουβαλά σε όλο του το σώμα την εσωτερική του πάλη, στρώνει τη διαδρομή προς τα βίαια ξεσπάσματά του με εγκεφαλικό, ντελικάτο σαρκασμό. Κι αυτός όμως έχει να αντιμετωπίσει τους φραγμούς ενός ισχνού τελικά σεναρίου (για το οποίο ευθύνεται) με κάποιες στιγμές μπανάλ διαλόγων που στέκονται μικροί απέναντι στο μεγαλειώδες ταλέντο του να τους ερμηνεύσει.
Αναπάντεχα υπέροχος ο Σον Μπιν, στο δύσκολο ρόλο του σιωπηλού αδελφού που λειτουργεί ως ήρεμη δύναμη, ως αντανάκλαση της βίας (πώς εκείνος άραγε άφησε πίσω του τη βία των παιδικών χρόνων, γιατί δεν φυτεύτηκε μέσα του ο σπόρος της ανεμώνης, πώς γλίτωσε;). Οπως πάντα στιβαρή, λιττή, αισθαντικά εκφραστική, η Σαμάνθα Μόρτον. Αποκάλυψη ο νεαρός Σάμιουελ Μπότομλι, που με δύο σκηνές κλέβει την παράσταση.
Αν κάτι έχει ενδιαφέρον είναι να παρατηρήσει κανείς κάτω από την επιδερμίδα των πραγμάτων, να εξετάσει τον οικογενειακό διάλογο ανάμεσα σε σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή. Πώς ένας πρωτάρης γιος επιχειρεί να κινηματογραφήσει το μυθικό τοτέμ που είναι ο πατέρας του - δίνοντάς του αγάπη, προσοχή και σεβασμό, αλλά ξεφεύγοντας αναρχικά με την κάμερα για να κάνει τα δικά του παιχνίδια, να συστήσει ανεξάρτητα και ελεύθερα τον καλλιτέχνη εαυτό του. Εξαιτίας αυτής της πάλης, υπάρχει μία υπόκωφη ένταση σε κάθε πλάνο, σε κάθε επιλογή. Και μπορεί το αποτέλεσμα να καταλήγει άνισο, αλλά η προσπάθεια είναι κάπως συγκινητική: ακόμα και στην κατασκευή μίας ταινίας για τη σύγκρουση πατέρα-γιου, υπάρχει ο αγαπησιάρικος ανταγωνισμός πατέρα-γιου, η προσπάθεια να ξεριζώσει κανείς τις ανεμώνες και να καλλιεργήσει την δική του φωνή.

